Δεν είναι λίγες οι φορές, ιδίως στο πλαίσιο συνταγματικών αναθεωρήσεων, που συζητήθηκε η εισαγωγή και στη χώρα μας του γερμανικού εκλογικού συστήματος. Ο νόμος αυτός είναι πράγματι πρωτότυπος και σ’ αυτό ίσως έγκειται η δημοφιλία του. Με λίγες λέξεις: Ο κάθε ψηφοφόρος διαθέτει δύο ψήφους στις εκλογές για την ανάδειξη της Κάτω Βουλής («Bundestag») με 598 βουλευτές. Η πρώτη ψήφος («Erststimme») αφορά 299 στενές μονοεδρικές εκλογικές περιφέρειες, όπου κατέρχεται ένας υποψήφιος από κάθε κόμμα. Βουλευτής σε καθεμία από τις στενές αυτές περιφέρειες εκλέγεται ο υποψήφιος ο οποίος συγκέντρωσε τη σχετική πλειοψηφία των ψήφων («Direktmandat»). Με τη δεύτερη ψήφο («Zweitstimme») για τις υπόλοιπες 299 βουλευτικές έδρες, ο εκλογέας ψηφίζει κόμμα. Οι ψηφοφόροι δεν «σταυρώνουν» υποψηφίους και οι βουλευτές εκλέγονται με βάση τη σειρά που έχει καθορίσει το κάθε κόμμα (σύστημα της «λίστας»). Mε βάση το ποσοστό που συγκεντρώνει το κάθε κόμμα από τη δεύτερη ψήφο των πολιτών σε εθνικό επίπεδο, κατανέμονται αναλογικά οι έδρες της γερμανικής Βουλής. Εάν ένα κόμμα λάβει λ.χ. το 25% των ψήφων, θα έχει και το 25% των βουλευτικών εδρών. Το γερμανικό σύστημα είναι δηλαδή αναλογικό, με τα όποια πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα έχουν τα αναλογικά συστήματα. Προϋπόθεση για να εισέλθει ένα κόμμα στη Βουλή με τη δεύτερη ψήφο και να συμμετάσχει στην αναλογική κατανομή των εδρών, είναι να συγκεντρώσει το 5% των ψήφων σε επίπεδο γερμανικής επικράτειας. Πρόκειται για μια ρύθμιση, η οποία, με βάση τις τραυματικές εμπειρίες της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, αποσκοπεί στην αποτροπή του πολυκερματισμού των πολιτικών δυνάμεων και, κυρίως, στην αποδυνάμωση των ακραίων κομμάτων. Ο εκλογικός νόμος προβλέπει εξαιρέσεις από τη ρήτρα του 5%, όπως στην περίπτωση του δανέζικου μειονοτικού κόμματος στη Βόρεια Γερμανία ή όταν ένα κόμμα κερδίσει από την πρώτη ψήφο τρεις μονοεδρικές εκλογικές περιφέρειες.

Εχει πλεονεκτήματα το γερμανικό σύστημα; Αναμφισβήτητα ναι. Ετσι λ.χ. ως θετικό θα μπορούσε καταρχήν να χαρακτηριστεί το γεγονός ότι ο εκλογέας μπορεί να ψηφίσει τον υποψήφιο ενός κόμματος σε τοπικό επίπεδο με την πρώτη ψήφο του και ένα διαφορετικό κόμμα με τη δεύτερη ψήφο του. Ωστόσο, τα μειονεκτήματα του γερμανικού εκλογικού συστήματος υπερτερούν των πλεονεκτημάτων του. Πρώτα απ’ όλα, είναι ένα εξαιρετικά πολύπλοκο σύστημα. Και ό,τι είναι πολύπλοκο και μπερδεμένο, συνήθως δεν είναι καλό. Ετσι και σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στη χώρα μας, ο εκλογέας δεν έχει τη δυνατότητα να θέσει σταυρό και να επιλέξει μεταξύ περισσοτέρων υποψηφίων του ίδιου κόμματος. Το κόμμα καθορίζει τους μοναδικούς υποψηφίους των μονοεδρικών περιφερειών και τη σειρά με την οποία εκλέγονται οι βουλευτές με τη δεύτερη ψήφο. Το δεδομένο αυτό είναι εξόχως προβληματικό στο πλαίσιο αρχηγικών κομμάτων και ακόμα πιο προβληματικό σε έννομες τάξεις, όπως η ελληνική, όπου δεν ελέγχεται δικαστικά η τήρηση της εσωκομματικής δημοκρατίας.

Στο γερμανικό σύστημα απαντάται όμως και ένα παράδοξο στοιχείο: Ο αριθμός των βουλευτών δεν είναι σταθερός, αλλά αντίθετα μπορεί να αυξάνεται! Γιατί συμβαίνει αυτό; Γιατί εάν ένα κόμμα έχει κερδίσει στις μονοεδρικές περιφέρειες περισσότερες έδρες απ’ όσες δικαιούται με βάση τη δεύτερη ψήφο, τότε αυξάνονται αναλογικά και οι έδρες των υπολοίπων κομμάτων, έτσι ώστε οι βουλευτικές έδρες των κομμάτων να αντιστοιχούν αναλογικά στο εθνικό εκλογικό τους ποσοστό που συγκέντρωσαν από τη δεύτερη ψήφο. Δημιουργούνται δηλαδή υπεράριθμες έδρες και αυξάνεται ο αριθμός των βουλευτών. Με τον τρόπο αυτόν, η νέα Βουλή που προήλθε από τις εκλογές της 26ης Σεπτεμβρίου αριθμεί όχι 598, αλλά 735 βουλευτές! Πέραν όμως τούτου, ο μεγάλος αριθμός των βουλευτών δυσχεραίνει την εύρυθμη λειτουργία της Βουλής, ιδίως όσον αφορά τις επιτροπές της. Οποιος γνωρίζει τη λειτουργία των συλλογικών οργάνων, αντιλαμβάνεται ότι η αύξηση των μελών τους σπανίως αυξάνει την αντιπροσωπευτικότητά τους και πιο συχνά προκαλεί δυσλειτουργίες. Συμπερασματικά: Εισαγωγή του γερμανικού εκλογικού συστήματος και στην Ελλάδα; Nein, danke!

 

Ο κ. Σπύρος Βλαχόπουλος είναι καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ.