Στον σύγχρονο κόσμο, αλλά και στον παλαιότερο, μεταξύ μας, τίποτε δεν είναι δωρεάν. Και ειδικά η στήριξη, όποια μορφή μπορεί να έχει αυτή – συνδρομή, υποβοήθηση, προστασία, θωράκιση. Για μια χώρα δε όπως η Ελλάδα, που η ύπαρξή της, κακά τα ψέματα, οφείλεται ακριβώς στο ότι το «ελληνικό ζήτημα» βρέθηκε τη σωστή στιγμή στο επίκεντρο ενός πολέμου επιρροής στην Ευρώπη, η συμφωνία αμυντικής συνεργασίας που υπεγράφη στο Παρίσι στις αρχές της εβδομάδος μεταξύ του πρωθυπουργού Κ. Μητσοτάκη και του γάλλου προέδρου Εμ. Μακρόν, προφανώς έχει αντίτιμο.
Και είναι σοβαρό. Ενα εξοπλιστικό πρόγραμμα που μπορεί να φτάσει ακόμη και τα 10 δισ. ευρώ, δύσκολα παραβλέπεται ακόμη και για μια μεγάλη οικονομία όπως αυτή της Γαλλίας. Το ζητούμενο λοιπόν στη σχετική συζήτηση δεν είναι το αν έπρεπε η χώρα να προχωρήσει σε προσθήκη των ακριβών αεροσκαφών Rafale στην Πολεμική μας Αεροπορία ή των ακόμη ακριβότερων φρεγατών Belh@rra στο Πολεμικό Ναυτικό. Από τη στιγμή που η απέναντι πλευρά του Αιγαίου εξοπλίζεται απ’ όπου μπορεί, και αδιαφορεί παντελώς για τις ένθεν κακείθεν απειλές να το πράξει, είναι λογικό και η Ελλάδα να ακολουθεί στον χορό των εξοπλισμών. Αλλωστε αυτό συμβαίνει εδώ και δεκαετίες, και θα συμβαίνει άλλες τόσες αν δεν υπάρξουν σημαντικά και κυρίως ουσιαστικά βήματα και από τις δύο πλευρές για την αποκλιμάκωση της έντασης ανάμεσα στις δύο χώρες.
Μπορεί να συμβεί αυτό; Δεν είμαι αισιόδοξος. Καθόλου, δε. Οσο και οι δύο πλευρές δεν αναγνωρίζουν πως δεν έχουν όλο το δίκιο με το μέρος τους, ότι δεν πρέπει να τα θέλουν όλα δικά τους, ότι και ο απέναντι έχει δικαιώματα (όπως και υποχρεώσεις), η κούρσα των εξοπλισμών θα συνεχίζεται κανονικά προς όφελος της παγκόσμιας πολεμικής βιομηχανίας. Ακούγεται ίσως παράταιρο, ενδεχομένως και ενοχλητικό ή ακόμη και προκλητικό, να υποστηρίζεις την άποψη ότι εκτός από τη δική μας αλήθεια, υπάρχει και εκείνη του «απέναντι» που δεν ταυτίζεται με τη δική μας. Και πως αντί να δουλεύουμε και εμείς και αυτοί για τους παγκόσμιους εξοπλιστικούς κολοσσούς, θα κόστιζε και στους δυο μας ίσως πολύ φθηνότερα να βρίσκαμε μια χρυσή τομή σε ό,τι μας χωρίζει. Για παράδειγμα, κάποια στιγμή, θα πρέπει ίσως να γίνει ένας υπολογισμός του πόσο κοστίζει ετησίως στους Ελληνες η υπεράσπιση από την Πολεμική μας Αεροπορία 4 μιλίων εθνικού εναέριου χώρου (από τα 6 στα 10…) και να υπάρξει μια αξιολόγηση, ένα value for money, αν αξίζει τον κόπο όλο αυτό που συμβαίνει καθημερινά στο Αιγαίο.
Το ξέρω, είναι από τις συζητήσεις εκείνες που κανείς δεν ανοίγει, γιατί ελλοχεύει πάντα ο κίνδυνος, σε μια χώρα όπου η ευκολία με την οποία κανείς κολλάει ταμπέλες είναι καταπληκτική, να σου κολλήσουν την ταμπέλα του «ενδοτικού» ή ακόμη και να αμφισβητηθεί ο πατριωτισμός σου. Αλλά είναι μια αλήθεια όλα τα προηγούμενα.
Οπως μια μεγάλη αλήθεια είναι το πόσο τραγικές επιπτώσεις έχει ο ανταγωνισμός των εξοπλισμών από δύο χώρες με σχεδόν κατεστραμμένες οικονομίες, όπως η Ελλάδα και η Τουρκία.
Δυστυχώς, όπως δείχνουν τα πράγματα, αυτό θα συνεχιστεί. Με την ίδια ένταση και με το ανάλογο οικονομικό κόστος. Και ο ιστορικός του μέλλοντος θα αναζητεί με απορία την αιτία, γιατί αυτό που πέτυχαν, μια σχεδόν 25ετία ειρήνης, ο Βενιζέλος με τον Ατατούρκ δεν το αναζήτησαν οι επίγονοί τους…