Στις τελευταίες βρετανικές εκλογές η απόρριψη του Τζέρεμι Κόρμπιν υπήρξε ίσως πιο καθοριστική για το οδυνηρό αποτέλεσμα των Εργατικών από την αποδοχή του αντιπάλου Μπόρις Τζόνσον.
Στη Γερμανία, η (παρά τις δημοσκοπήσεις) επιλογή του Αρμιν Λάσετ ως υποψήφιου καγκελάριου από τη Χριστιανική Ενωση φαίνεται να προσφέρει μια ανέλπιστη εκλογική ευκαιρία στον Σοσιαλδημοκράτη Ολαφ Σολτς.
Τελικά, κάθε πολιτική αναμέτρηση καταλήγει σε ένα crash test αρχηγών. Κι όχι μόνο στην Ελλάδα…
Πάμε στα δικά μας. Από την πρώτη στιγμή της εκλογής του Κ. Μητσοτάκη στην αρχηγία της ΝΔ, η τότε συμπολίτευση τον αντιμετώπισε σε δύο επίπεδα.
Πρώτα εξαγγέλλοντας την υπεροχή του Αλ. Τσίπρα – υπεροχή αναπόδεικτη αφού δεν είχε προηγηθεί κάποια αναμέτρηση των δύο, ούτε υπήρχε μέτρο σύγκρισης…
Δεύτερον, κατασκευάζοντας ένα «ομοίωμα Μητσοτάκη». Σύμφωνα με το ομοίωμα, ο Μητσοτάκης ήταν λίγος, ακροδεξιός ή νεοφιλελεύθερος (ανάλογα με την περίσταση) κι έκρυβε σκελετούς στο ντουλάπι του.
Τόσο η υπεροχή Τσίπρα όσο και το ομοίωμα Μητσοτάκη διαψεύστηκαν στην πορεία των πραγμάτων. Αποδείχθηκε ότι ο Μητσοτάκης δεν ήταν λίγος, ούτε ακροδεξιός ούτε νεοφιλελεύθερος ούτε έκρυβε κανέναν σκελετό.
Το ομοίωμα όμως που χρεοκόπησε δεν αντικαταστάθηκε.
Και τώρα η αντιμετώπιση του Μητσοτάκη είναι σχεδόν αυτοσχέδια. Εξαντλείται σε επίπεδο υβρεολογίου («Μητσοτάκη κάθαρμα»…), σε κουτσομπολιό για τα παιδιά του και σε ένα ξεκατίνιασμα κοινωνικής εχθρότητας ή μειονεξίας.
Αντιθέτως, ο Αλ. Τσίπρας αντιμετωπίστηκε από τη ΝΔ σχεδόν με δέος. Να θυμίσω ότι το 2016, όταν εξελέγη ο Μητσοτάκης, πολλοί μέσα στη ΝΔ παρακολουθούσαν τον τότε πρωθυπουργό με συμπάθεια και σχεδόν προεξοφλούσαν (αν δεν εύχονταν…) μακροημέρευσή του στην εξουσία.
Το αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο συγκροτήθηκε στη συνέχεια περισσότερο απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ παρά απέναντι στον τότε πρωθυπουργό.
Πριν ανέβουν εφέτος και οι δύο στη ΔΕΘ, έχουμε μια σταθερή παράμετρο: ότι παρά τις αντιξοότητες και τη φθορά της εξουσίας, ο Μητσοτάκης βρίσκεται σε καλύτερη κατάσταση από την ημέρα που κέρδισε τις εκλογές και ο Τσίπρας σε χειρότερη από την ημέρα που τις έχασε.
Αν είναι ενδεχομένως κατανοητό για τον Μητσοτάκη, δεν είναι καθόλου αυτονόητο για τον Τσίπρα. Τι συμβαίνει;
Μια σειρά από ποιοτικές έρευνες για λογαριασμό της κυβέρνησης κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι το αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο καθορίζεται πλέον από μια ισχυρή παράμετρο «αντι-Τσίπρας».
Ακόμη και σε ζητήματα που οι απόψεις της αντιπολίτευσης φαίνεται να ξεπερνούν την απήχηση του ΣΥΡΙΖΑ (όπως π.χ. στην Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής ή σε εργασιακά ζητήματα…) είναι το πρόσωπο του πρώην πρωθυπουργού που λειτουργεί ανασταλτικά στην κριτική.
Τηρουμένων των αναλογιών, είναι το ακριβώς αντίθετο φαινόμενο που συμβαίνει στην άλλη πλευρά, όπου ο Μητσοτάκης φαίνεται να υπερκαλύπτει και να ενισχύει την απήχηση της κυβέρνησής του.
Το δεύτερο προκύπτει από όλες τις δημοσκοπήσεις και δεν είναι καθόλου πρωτοφανές. Στην Ελλάδα σχεδόν πάντα η απήχηση του πρωθυπουργού είναι υπέρτερη της κυβέρνησης – ίσχυε και με τον Τσίπρα όσο ήταν πρωθυπουργός…
Το πρώτο εύρημα όμως είναι μάλλον ασυνήθιστο. Και το πρόβλημα είναι πώς θα το ενσωματώσει η αντιπολίτευση στη στρατηγική της.
Διότι αν ο Μητσοτάκης είναι ο «εχθρός», τότε θα πρέπει να αποσαφηνίσουν ποιον εχθρό αντιμετωπίζουν. Τα παλιά ομοιώματα τελείωσαν και το βρισίδι δεν κερδίζει εκλογές.
Κι αν ο Τσίπρας είναι εκείνος που θα τον αντιμετωπίσει, μάλλον χρειάζεται ένας «νέος Τσίπρας» για να έχει πιθανότητες επιτυχίας.
Λεβέντες
Οφείλω να αποτίσω φόρο τιμής στην ακαταμάχητη επινοητικότητα αλλά και την ανεξάντλητη μπαγαποντιά των συμπατριωτών μας.
Σε όλον τον κόσμο κάνουν ή δεν κάνουν εμβόλια ανάλογα με το μυαλό που κουβαλάει ο καθένας. Αλλά (από όσο γνωρίζω) μόνο στην Ελλάδα εντοπίστηκε κύκλωμα πλαστών πιστοποιητικών εμβολιασμού – για την ακρίβεια, ψεύτικων εμβολιασμών.
Οχι μόνο δεν εμβολιάζονται δηλαδή, αλλά παίρνουν και χαρτί ότι εμβολιάστηκαν.
Διότι ο Ελληνας είναι και λεβέντης αλλά και πολυμήχανος. Λογικά λοιπόν η λεβεντιά της άρνησης του εμβολιασμού εξελίχθηκε σε μπίζνα. Λεβεντιά δωρεάν δεν συμφέρει.
Ακόμη κι ο Πολάκης το κατάλαβε!
«ΜΠΑΣΟΚ, ρε!»
Αν είναι αλήθεια ότι οι μικρές νίκες φέρνουν τα μεγάλα αποτελέσματα, τότε η πρώτη μικρή νίκη προαγγέλλει τα καλύτερα για το Κίνημα Αλλαγής.
Υστερα από συντονισμένες ενέργειες των οργάνων του κόμματος αποσύρθηκαν από την αγορά τα παπούτσια «ΜΠΑΣΟΚ» που έγραφαν στην ούγια «Λεφτά υπάρχουν».
Αφού πρώτα (μου λένε) έγιναν ανάρπαστα.
Το πρώτο συμπέρασμα είναι «κάλλιο γαϊδουρόδενε παρά γαϊδουρογύρευε». Οι άνθρωποι έδρασαν προληπτικά.
Διότι άντε να τρέχεις αύριο αν κυκλοφορήσουν τίποτα πατατάκια «ΦΩΦΗ» ή φόρμες «ΓΑΠ» – και όχι GAP όπως είναι η κανονική φίρμα ρούχων…
Το δεύτερο είναι ότι το ΠαΣοΚ πουλάει, ακόμη κι ως παπούτσια.
Αυτό μου θύμισε έναν τύπο πριν από κάποιες δεκαετίες που ό,τι κι αν κουβεντιάζαμε στην παρέα κατέληγε στο μονότονο συμπέρασμα «ΠαΣοΚ, ρε! Μόνο ΠαΣοΚ!».
Και η πλάκα είναι ότι η πλάκα του δεν είχε μόνο πλάκα.
Διότι (όπως έλεγε και ο Κλεμανσό για τη δημοσιογραφία) «το ΠαΣοΚ οδηγεί παντού, αρκεί να το εγκαταλείψεις εγκαίρως!». Μπορεί να γίνεις από υπουργός του Μητσοτάκη έως κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του Τσίπρα.
Πρέπει να αποτελεί παγκόσμιο φαινόμενο πως ένα κόμμα που δεν υπάρχει πια παραμένει σημείο αναφοράς (θετικό ή αρνητικό) σε κάθε πτυχή της καθημερινότητας μιας χώρας.
Τελευταία έγινε κουβέντα ακόμη και για τις απουσίες στην κηδεία του Ακη. Ενώ πρόσφατα κατέβαλα μεγάλη προσπάθεια να πείσω έναν νεαρό συνομιλητή μου οτι ο Μίκης Θεοδωράκης δεν ήταν ΠαΣοΚ. «Μα όλοι ήταν ΠαΣοΚ εκείνη την εποχή!» επέμενε.
Ανεξάρτητα από τις κατά καιρούς επιδόσεις του, το ΠαΣοΚ αποτελεί ένα brand name (για να μιλήσω με όρους μάρκετινγκ) που δύσκολα θα συγκριθεί με άλλο στη δημόσια ζωή.
Και τηρουμένων των αναλογιών η μετατροπή του σε ΚΙΝΑΛ είναι σαν να μετονομάσεις την Κόκα-Κόλα σε σουμάδα, με όλο τον σεβασμό μου στη σουμάδα…
Θα αποφύγω φυσικά τα πολιτικά συμπεράσματα, ίσως επειδή είναι τόσο προφανή που δεν χρειάζονται. Υποθέτω όμως ότι η διαδικασία εκλογής αρχηγού στο ΚΙΝΑΛ δεν θα τα αποφύγει.