Ο μοναδικός Μίκης Θεοδωράκης δεν υπήρξε ποτέ μοναχικός. Φώτισε τη ζωή μας, μας βοήθησε «να σηκωθούμε λίγο ψηλότερα», έζησε, έπραξε και δημιούργησε για τους άλλους, τους Ελληνες και τους πολίτες όλου του κόσμου και ανάλωσε την ιδιοφυΐα και το τάλαντό του με τη συνείδηση ότι πράττει «προς έτερον», για τους άλλους. Το έργο και το παράδειγμα της ζωής του, τα εμπνευσμένα τραγούδια, το εκτεταμένο μουσικό, ποιητικό και συγγραφικό έργο και η πολιτική πράξη εκκινούν όλα από την κοινότητα, τη συντροφικότητα και τον συλλογικό αγώνα για την κοινωνική δικαιοσύνη, την απελευθέρωση, την ισότητα και την πραγματική ανάπτυξη της προσωπικότητας όχι σαν απομονωμένης ύπαρξης, αλλά ως ατομικού και συνάμα κοινωνικού προσώπου.
Το Σύνταγμα ορίζει ότι «το κράτος δικαιούται να αξιώνει από όλους τους πολίτες την εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης» (άρθρο 25, Παρ. 4). Για τον Μίκη δεν χρειάστηκε να του ζητηθεί αυτή η εκπλήρωση: συνειδητά και αυτοπροαίρετα επέλεξε από την αρχή να σταθεί πλάι στους άλλους κοινωνούς και συμπολίτες του. Πίστευε πως ο άνθρωπος ολοκληρώνεται με την ενεργό και υπεύθυνη συμμετοχή του στο κοινωνικό και ιστορικό γίγνεσθαι. Δεν είναι, λοιπόν, παράδοξο ότι αυτός ο υμνωδός και αγωνιστής της ελευθερίας θεώρησε την εκούσια πολιτική στράτευσή του ως πράξη αντίστασης, για να αγωνιστεί αποτελεσματικά για ό,τι πίστευε. Ο Μίκης έμεινε ανυποχώρητος ως την ύστατη ώρα στα επαναστατικά προτάγματα της ελευθερίας, της ισότητας και της αδελφοσύνης. Αιτήματα που η νεωτερικότητα τα πλούτισε με εκείνα της οικουμενικότητας και του σεβασμού της ετερότητας. Για τον Μίκη «ελευθερία είναι το δικαίωμα να είμαι υπεύθυνος κάθε στιγμή, σε κάθε περίπτωση. Ελευθερία είναι το χρέος».
Ο Μίκης, ένας σύγχρονος αναγεννησιακός άνθρωπος και διαφωτιστής του νέου οικουμενικού ουμανισμού της εποχής μας, έζησε ως ελεύθερος, αγωνιστής και δημιουργός, ιδιότητες αξεδιάλυτα ενωμένες και ενεργοποιημένες. Δεν πρόσφερε στον εαυτό του την πολυτέλεια της ουδετερότητας ή τη βολή της μοναχικής πορείας. Η ιδιοφυΐα του δεν τον διέκρινε από τους άλλους, την έθεσε συνειδητά στην υπεράσπιση των κοινών αξιών και αγώνων. Η πεποίθησή του για τη διαλεκτική σύνθεση των αντιθέτων τον οδήγησε στη βεβαιότητα μιας «συμπαντικής αρμονίας» και ενός ομόκεντρου, μικρότερου κύκλου, της κοινωνίας των ελεύθερων, ίσων, δίκαιων, αδελφωμένων και υπεύθυνων πολιτών του Κόσμου. Οραμα εμπνευσμένο από το φως και τη συμμετρία του ελληνικού χώρου.
Για τον Μίκη η πολιτική δεν ήταν συνδυασμός τεχνικών και τακτικής. Ηταν εφαρμογή των γενικών αρχών μιας «εύκτακτης» Πολιτείας στις συγκεκριμένες συνθήκες, χωρίς να θυσιάζεται η αποτελεσματικότητα στη δογματική εμμονή και χωρίς να θίγεται ο ουσιαστικός ανθρωπιστικός χαρακτήρας της αμοιβαιότητας, της συναλληλίας, του διαλόγου και της κατανόησης των άλλων, που (πρέπει να) χαρακτηρίζουν τη δημόσια σφαίρα.
Σήμερα διαπιστώνουμε πόσο στένεψε ο ορίζοντας. Η απώλεια των μεγάλων δημιουργών κάθε εποχής, που συνδιαμόρφωσαν το παρόν και προσπάθησαν να ακούσουν τα επερχόμενα μηνύματα, είναι ευκαιρία αναστοχασμού. Η οδύνη και η συγκίνηση για την απώλεια αναβάλλει όμως τις συστηματικές συζητήσεις για το παράδειγμα ζωής και το ανεκτίμητο έργο του Μίκη. Σε όσους είχαν το προνόμιο της προσωπικής σχέσης και συνεργασίας μαζί του σε δύσκολες εποχές (και ο Μίκης ήταν πάντοτε έτοιμος για τα δύσκολα) απομένει η ελπίδα ότι μπορεί να υπάρξει καιρός και πιο πρόσφορες συνθήκες να καταθέσουν τη μαρτυρία τους για τον σπουδαίο αυτόν Ελληνα και Πολίτη του Κόσμου.
Ο Μίκης και το έργο του αγαπήθηκαν από τους ανθρώπους όπου γης ως προσφορά πνεύματος και μήνυμα παρηγοριάς, ξεκίνημα πάντοτε για «νέους αγώνες». Με μία, μόνη και συνειδητή εξαίρεση, επέλεξε προνομιακά τους αδύναμους και στερημένους, ώστε να τους προσφέρει ό,τι τους είχε αφαιρέσει η μικρονοϊκή ιδιοτέλεια και πλεονεξία ή η ανοϊκή βαρβαρότητα των κάθε λογής εξουσιών, την ευλογία του τραγουδιού. Ο πλήρης ημερών Μίκης έφυγε όπως έζησε, ωραίος σαν έφηβος, με τις μεγάλες χειρονομίες σαν φτερούγισμα αετού, με τον μεγάλο διασκελισμό του προς το μέλλον, με την πίστη του σε όσα ομορφαίνουν τη ζωή, την ελευθερία και τον αγώνα, «μείζων δε τούτων η αγάπη».
Ο κ. Χριστόφορος Αργυρόπουλος είναι δικηγόρος Αθηνών – είχε διατελέσει συνήγορος υπεράσπισης του Μίκη Θεοδωράκη όταν είχε διωχθεί από το καθεστώς της βίας στα χρόνια της δικτατορίας.