To ανεπανάληπτο φιάσκο με την υπουργοποίηση του πρώην υπουργού των κυβερνήσεων ΣΥΡΙΖΑ Ευ. Αποστολάκη παρουσιάζει ένα πολύπλευρο ενδιαφέρον. Οχι γιατί ήταν η πρώτη ηχηρή ήττα της κυβερνήσεως Μητσοτάκη από τον Ιούλιο του 2019, οπότε και ανέλαβε την εξουσία, αλλά και γιατί αντιστοίχως ήταν και η πρώτη σοβαρή ζημιά που υπέστη η δημόσια εικόνα μιας κυβέρνησης που έως την περασμένη Τρίτη φάνταζε άτρωτη από την αξιωματική αντιπολίτευση.
Αν και μένει να φανεί το επόμενο λίγο διάστημα από τις δημοσκοπήσεις κατά πόσο αυτό που συνέβη με τον κ. Αποστολάκη θα μεταφραστεί σε κέρδη για την αξιωματική αντιπολίτευση, είναι προφανές ότι η υπόθεση αυτή θα μπορούσε να αποτελέσει ένα καλό μάθημα για τον ίδιο τον Πρωθυπουργό.
Αρκεί βεβαίως να τη «μεταφράσει» στις σωστές της διαστάσεις. Για παράδειγμα, αν στο πίσω μέρος του μυαλού του είχε ότι με την υπουργοποίηση του πρώην υπουργού Εθνικής Αμυνας θα διεμβόλιζε πολιτικά τον ΣΥΡΙΖΑ, αυτό – θα μου επιτραπεί να επισημάνω – ήταν μια αφελής εκτίμηση. Ο κ. Αποστολάκης ποτέ δεν διακρίθηκε για τις πολιτικές του απόψεις – ένας στρατιωτικός ήταν και τίποτε περισσότερο. Με την ίδια ευκολία με την οποία τον προώθησε στην ηγεσία του Ναυτικού ο Ευ. Βενιζέλος, με την ίδια ευκολία αργότερα βρέθηκε να κάνει επί της ουσίας τον «υπασπιστή» του Π. Καμμένου και εν συνεχεία τον διάδοχό του στην ηγεσία του υπουργείου, αναλαμβάνοντας μετέπειτα και τον ρόλο του στρατιωτικού συμβούλου του κ. Τσίπρα.
Τούτου δοθέντος, ακόμα και αν όλα εξελίσσονταν ομαλά, και ο κ. Αποστολάκης αναλάμβανε τελικά το νεοσύστατο υπουργείο Πολιτικής Προστασίας, η ζημιά για τον ΣΥΡΙΖΑ θα ήταν απειροελάχιστη. Εως και μηδενική. Αλλες είναι οι κινήσεις που θα πρέπει να κάνει ο Πρωθυπουργός αν θέλει πραγματικά να πλήξει την αξιωματική αντιπολίτευση. Να του αποκόψει λ.χ. τη δυνατότητα να «ψαρεύει» στην Κεντροαριστερά, έστω και αποδομημένα στελέχη του πρώην ΠαΣοΚ. Αλλά εκείνος στριμωγμένος στις συμπληγάδες των βαρόνων του κόμματος επιλέγει να εγκαταλείψει (το έδειξε με βασικές επιλογές του στον ανασχηματισμό…) τη δεξαμενή του Κέντρου και προσανατολίζεται στην παραδοσιακή Δεξιά. Είναι μια επιλογή που θα κριθεί.
Ενα δεύτερο στοιχείο αποτελεί η δικαιολογία που προβλήθηκε κατά κόρον από το Μέγαρο Μαξίμου για την υπουργοποίηση του κ. Αποστολάκη: η αναζήτηση διακομματικής συναίνεσης στο κρίσιμο θέμα της Πολιτικής Προστασίας, μετά τις καταστροφικές πυρκαγιές του Αυγούστου. Πράγματι, είναι απαραίτητη η συναίνεση όλων των πολιτικών δυνάμεων. Αλλά αυτή δεν επιτυγχάνεται με κινήσεις τύπου Αποστολάκη, ούτε – πολύ περισσότερο – με την αυταρέσκεια του «δεν έγιναν λάθη». Ή ότι «όλα λειτούργησαν άψογα». Η συναίνεση επιτυγχάνεται με σοβαρή αυτοκριτική και με εσωκυβερνητικές πρωτοβουλίες που να αποδεικνύουν πραγματική κατανόηση λαθών και αδυναμιών, και εν συνεχεία με διάλογο με τη συμμετοχή όλων των πολιτικών δυνάμεων. Γιατί, ας πούμε, η απόφαση να δημιουργηθεί ένα αυτοτελές υπουργείο Πολιτικής Προστασίας να είναι το «δωράκι» στον κ. Αποστολάκη να αποδεχθεί την υπουργοποίησή του και να μην είναι μια συγκροτημένη, καλά σχεδιασμένη απόφαση, την επομένη της θεομηνίας των πυρκαγιών;
Συμπέρασμα: στην πολιτική κανένα λάθος δεν είναι καταστροφικό, αρκεί να μην επιμένεις ότι δεν ήταν λάθος. Και επίσης καλό είναι να μην ξεχνάς ποτέ ότι μια ανάσα από τη δημοφιλία καραδοκεί η αποστροφή…