Στη διεθνή πολιτική υπάρχουν καλές αποφάσεις που ενισχύουν το εθνικό συμφέρον, κακές αποφάσεις που υποθάλπουν το εθνικό συμφέρον και κάκιστες αποφάσεις που θέτουν σε αμφισβήτηση τη διεθνή θέση του κράτους που έχει λάβει τη συγκεκριμένη απόφαση.

Ο απερχόμενος πρόεδρος των ΗΠΑ Ντ. Τραμπ έθεσε σε κίνηση την απόφαση της αποχώρησης των αμερικανικών στρατευμάτων από το Αφγανιστάν. Ουδείς ανέμενε κάτι διαφορετικό από τον γνησιότερο εκφραστή της νεο-τζακσονιανής εφαρμογής στην αμερικανική εξωτερική πολιτική. Ο νυν πρόεδρος των ΗΠΑ όμως είναι αυτός που θα μείνει στην Ιστορία ως ο πολιτικός που εφάρμοσε την απόφαση αυτή, με αρνητικές συνέπειες, όπως θα συζητηθεί παρακάτω, για τη θέση των ΗΠΑ στον δυτικό πόλο και στο πολυπολικό διεθνές σύστημα επίσης.

Πρώτο σφάλμα των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν ήταν το ότι δεν αξιολόγησαν σωστά τις αδυναμίες των παραγόντων που υποστήριξαν ως την επόμενη ημέρα των Ταλιμπάν το 2001. Αρκέστηκαν σε «σίγουρες» επιλογές ανθρώπων, με αποτέλεσμα το κράτος να μην μπορεί να σταθεί στα πόδια του, ακόμη κι αν οι άμεσες αμερικανικές επενδύσεις στο Αφγανιστάν ξεπέρασαν και αυτές του Σχεδίου Μάρσαλ μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Βρισκόμαστε εμπρός στο εξής παράδοξο. Ενώ στο Ιράκ οι ΗΠΑ αντιμετώπισαν την παρουσία τους εκεί ως αφορμή για τη δημιουργία ενός νέου κράτους (σημαντικό σφάλμα, αφού το Ιράκ έχει μακροχρόνια εθνική συνείδηση), στο Αφγανιστάν έκαναν το ακριβώς αντίθετο, αντιμετωπίζοντας ένα σύμπλεγμα επαρχιών, θρησκειών, γλωσσών και εθίμων με ανύπαρκτη σχέση σύνδεσης μεταξύ τους ως ένα δομημένο κράτος που όφειλε να είχε συνέχεια. Δεν είδαμε σε καμία περίπτωση στο Αφγανιστάν να δημιουργείται μια νέα μεσαία τάξη που θα γεννούσε τους αυριανούς ηγέτες του κράτους και τα στελέχη μιας νέας δημόσιας διοίκησης, αν και πέρασαν 20 χρόνια υπό αμερικανικό έλεγχο. Διατηρήθηκε το ίδιο σύστημα της μεσαιωνικής φυλαρχίας με τους τοπικούς προύχοντες/οπλαρχηγούς να αποφασίζουν για τις τύχες του κράτους. Οι περισσότεροι εξ αυτών σήμερα διατηρούν τα προνόμιά τους αφού υποστήριξαν την επιστροφή των Ταλιμπάν στο προσκήνιο. Είναι οι Ταλιμπάν αγαπητοί στους Αφγανούς; Οχι στον βαθμό που θα τους επέτρεπε να επιβιώσουν της νατοϊκής στρατιωτικής πίεσης και να καταλάβουν ξανά την Καμπούλ μετά το 2001. Ποιος λοιπόν ήταν ο κυρίαρχος παράγοντας που βοήθησε στην επιβίωση και ενδυνάμωση των Ταλιμπάν; Η διαρκής υπενθύμιση από τις ΗΠΑ ότι οι αμερικανοί πεζοναύτες θα αποχωρήσουν. Η αμερικανική κόπωση είχε ως αποτέλεσμα να πείσει τους Ταλιμπάν ότι η άσκηση ενός αντάρτικου της υπαίθρου με βασική στρατηγική την επίδειξη αντοχής και όχι σημαντικών στρατιωτικών νικών θα ήταν αρκετή για τους ίδιους στο να έρθουν ξανά στα πράγματα. Και όπως αποδεικνύεται, είχαν δίκιο.

Τι σημαδοτεί η αποχώρηση των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν; Αρχικώς τη δυναμική επαναφορά της Αλ Κάιντα που διατηρούσε δυνάμεις κυρίως στα υψίπεδα του Χίντου Κους. Στη συνέχεια την ενίσχυση του Πακιστάν και την αύξηση της πίεσης στην Ινδία, με το Νέο Δελχί να έχει ειδικό ρόλο στους σχεδιασμούς των ΗΠΑ για εξισορρόπηση της Κίνας στην περιοχή της Κεντρικής Ασίας. Παράλληλα, όπως είχα γράψει τον Μάιο σε άρθρο μου στο «Arab News», μια τέτοια απόφαση θα οδηγήσει στο οριστικό κλείσιμο του επονομαζόμενου «αμερικανικού αιώνα», που επισήμως ξεκινά από την είσοδο των ΗΠΑ στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Κι αυτό γιατί έπειτα από μια σειρά κομβικών σφαλμάτων στον τρόπο χειρισμού των αναταράξεων της Αραβικής Ανοιξης από τον Μπαράκ Ομπάμα, κινήσεις που επέτρεψαν στη Ρωσία να εδραιωθεί στην Ανατολική Μεσόγειο πολύ περισσότερο και από τη σοβιετική περίοδο, αλλά και την εμφατική εσωτερική οξείδωση των ιδεολογικών και πολιτικών ναμάτων του κράτους εξαιτίας της προεδρίας Τραμπ, σήμερα οι ΗΠΑ στέλνουν το μήνυμα ότι δεν έχουν πια τη διάθεση, την ορμή, το σχέδιο – θα προσθέσω, και τους πόρους – να διατηρήσουν την ηγετική τους θέση στο διεθνές σύστημα. Επιτρέποντας την ολική επαναφορά των Ταλιμπάν οι ΗΠΑ στέλνουν το μήνυμα σε συμμάχους και αντιπάλους ότι το διεθνές σύστημα μπαίνει σε μια νέα φάση όπου η αυτοβοήθεια για το κάθε κράτος θα είναι πρωταρχικής σημασίας για την επιβίωσή του. Με άλλα λόγια, επιτυγχάνεται ο μύχιος πόθος της μεγάλης πλειοψηφίας των Αμερικανών να σταματήσει το κράτος τους να είναι ο παγκόσμιος αστυνόμος. Μόνο που αυτό δεν έχει μόνο οφέλη για τις ΗΠΑ – αλλά και σημαντική φθορά για τη διεθνή εικόνα του κράτους. Μιας κρατικής οντότητας που από το 1776 έχει ενθυλακώσει την έννοια του κύρους και γοήτρου ως αναπόσπαστο κομμάτι της εθνικής της ταυτότητας. Ηδη Κίνα και Ρωσία μέσω προβεβλημένων think tank αλλά και επιχειρήσεων οξείας ισχύος στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αμφισβητούν, όχι τη δυνατότητα, αλλά τη διάθεση των ΗΠΑ να προστρέξει υπέρ των συμμάχων της σε περίπτωση που κάτι τέτοιο καταστεί αναγκαίο. Για άλλη μια φορά το περιβόητο άρθρο 5 της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας βρίσκεται στο προσκήνιο του διεθνούς ενδιαφέροντος, τη φορά αυτή από το σύνολο των αντι-ατλαντικών δυνάμεων εντός και εκτός του δυτικού κόσμου.

Ενας μεγάλος αριθμός δυτικών πανεπιστημιακών και αναλυτών πανηγυρίσαμε ολόψυχα την εκλογή Μπάιντεν στην αμερικανική προεδρία, προσβλέποντας στη συρρίκνωση του νεο-τζακσονιανισμού στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ που γεννήθηκε από τον τραμπισμό, αλλά και στην επαναφορά του διατλαντισμού ως κυρίαρχου στόχου της υψηλής αμερικανικής στρατηγικής για τις επόμενες δεκαετίες, ως το επόμενο βήμα ενίσχυσης των σχέσεων μεταξύ των δύο ακτών του Ατλαντικού αλλά και της ενωσιακής ωρίμασης της ΕΕ. Η διαχείριση της κρίσης στο Αφγανιστάν μας αφήνει μουδιασμένους, κυρίως γιατί γνωρίζουμε ότι οι δυνατότητες των ΗΠΑ σε οικονομικό, στρατιωτικό και τεχνολογικό επίπεδο συνεχίζουν να βρίσκονται σε πολύ υψηλό επίπεδο. Αν όμως η διάθεση του να βρίσκεται το κράτος στην πρώτη γραμμή των διεθνών υποθέσεων του δυτικού κόσμου έχει εκλείψει, τότε τα πράγματα είναι εξόχως σοβαρά και βρισκόμαστε εμπρός στην απαρχή κομβικών συστημικών μεταβολών.

 

Ο κ. Σπύρος Λίτσας είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.