Διπλό το ερέθισμα για το σημερινό κείμενο. Από τη μια, η επέτειος της αποκατάστασης της Δημοκρατίας. Από την άλλη, η αγανάκτηση που ένιωσα παρακολουθώντας ένα άσχετο εκ πρώτης όψεως αφιέρωμα στην κατάκτηση του Κυπέλλου Κυπελλούχων Ευρώπης από την ομάδα μπάσκετ της ΑΕΚ, το 1968.

Και αν για το 1974 είμαστε όλοι λίγο-πολύ ενήμεροι τι συνέβη, δεν ισχύει καθόλου το ίδιο για την ΑΕΚ και για το Κύπελλο του 1968. Το 1968 λοιπόν η ΑΕΚ είχε καταφέρει να φτάσει στον τελικό ενός (σχετικά ελάσσονος) θεσμού που λεγόταν Κύπελλο Κυπελλούχων Ευρώπης, στο μπάσκετ. Βάσει των αποτελεσμάτων ή για κάποιον άλλο λόγο τον οποίο δεν θυμάμαι, ο τελικός επρόκειτο να διεξαχθεί στην Πράγα, έδρα της Σλάβια, αντιπάλου της ΑΕΚ. Ο πονηρός Ασλανίδης, ο οποίος ήξερε να κάνει πολύ καλά τη δουλειά του, που ήταν πρωτίστως η προπαγάνδα μέσω του αθλητισμού (βλ. και Γουέμπλεϊ), δελέασε τους Τσέχους, ώστε να δεχτούν να παίξουν τον τελικό στο Παναθηναϊκό Στάδιο (αν και ήδη το 1968 ήταν τερατώδες να γίνονται παιχνίδια μπάσκετ σε ανοιχτό γήπεδο), υποσχόμενος, απ’ ό,τι λέγεται, διπλά χρήματα απ’ όσα θα εισέπρατταν ακόμα και αν γέμιζε το γήπεδο στην Πράγα. Σταματάω εδώ τα αμιγώς ενημερωτικά, χωρίς καν να υιοθετήσω την άποψη ότι οι Τσέχοι δεν έδειξαν και μεγάλο πάθος για τη νίκη, και βέβαια χωρίς όσα προηγήθηκαν να μειώνουν στο ελάχιστο την ηρωική προσπάθεια που κατέβαλαν για τη νίκη παιδιά όπως ο μακαρίτης Αμερικάνος, ο Ζούπας, ο Τρόντζος.

Πρόσφατα, λοιπόν, έπεσε το μάτι μου σε τηλεοπτικό αφιέρωμα στην περιβόητη εκείνη νίκη της ΑΕΚ, τον Απρίλιο του 1968, ενώπιον σχεδόν 70.000 θεατών (55.800 εισιτήρια), της αφεντιάς μου περιλαμβανομένης. Μιλούσαν κάποιοι από τους πρωταγωνιστές, παράγοντες της εποχής, ακόμα και απλοί θεατές του αγώνα. Τσιμπιόμουνα μήπως δεν άκουγα καλά. Κυρίαρχο μοτίβο «ο κόσμος που είχε γεμίσει εκείνη τη μέρα το Παναθηναϊκό Στάδιο ήθελε να ξεσπάσει κατά της χούντας». Παραμύθια της Χαλιμάς, για να νανουρίζονται αντιχουντικά οι νεότεροι και να αποενοχοποιούνται οι παλαιότεροι. Οπως πάμε, σκέφτηκα, σε λίγο θα ακούσουμε και ότι η ΥΕΝΕΔ εκείνης της περιόδου έκανε αντιχουντικό αγώνα.

Γνωρίζω από πρώτο χέρι ποια ήταν η κατάσταση στην Ελλάδα το 1968-69, γι’ αυτό ίσως και γίνομαι έξαλλος βλέποντας και ακούγοντας διάφορους φιρφιρίκους να πουλάνε «αντιστασιλίκι» ακόμα και μέσω των αθλητικών γεγονότων. Μοναδική προσπάθεια που είχε γίνει, από τις ισχνότατες τότε αντιστασιακές οργανώσεις, να αξιοποιηθεί ο αθλητισμός για αντιδικτατορικούς σκοπούς ήταν η έκκληση να μποϊκοταριστούν από τους ξένους αθλητές αλλά και από τους έλληνες θεατές οι Πανευρωπαϊκοί Αγώνες Στίβου, τον Σεπτέμβριο του 1969, στο Στάδιο Καραϊσκάκη. Αποτέλεσμα; «Η προσπάθεια εστέφθη από απόλυτον αποτυχίαν».

Γιατί; Για διάφορους λόγους, αλλά και για έναν ιδιαίτερα δυσάρεστο: επειδή η χούντα κάθε άλλο παρά μισητή ήταν, τουλάχιστον τα τρία-τέσσερα πρώτα χρόνια μετά το πραξικόπημα. Το δημοψήφισμα του 1968 η χούντα θα το κέρδιζε έτσι κι αλλιώς (προφανώς όχι με 92%, αλλά πάντως θα το κέρδιζε). Αν ο Παπαδόπουλος είχε κάνει το 1968 ή το 1969 εκλογές, ακόμα και με παρατηρητές του ΟΗΕ που λέει ο λόγος, το πιθανότερο είναι ότι θα τις είχε κερδίσει. Μην ακούτε τους «Παναγούληδες της φακής», που πουλάνε τσάμπα και εκ των υστέρων αντιχουντιλίκι. Ολοι αυτοί οι άνθρωποι που στα πλάνα από τα Επίκαιρα της εποχής υποδέχονται τον Παπαδόπουλο ή τον Παττακό είναι κυρίως μαθητές και δημόσιοι υπάλληλοι που ήθελαν να έχουν το κεφάλι τους ήσυχο. Είναι, όμως, και αγρότες που, πρόσφατα τότε, τους είχαν χαριστεί τα χρέη, ακόμα και οικοδόμοι που έβλεπαν τις δουλειές τους να πηγαίνουν μια χαρά, καθώς το αναπτυξιακό μοντέλο της χούντας βασιζόταν πρωτίστως στην οικοδομή.

Εν ολίγοις, έως το 1972 περίπου η χούντα ήταν πανίσχυρη (μη σας μπερδεύει το εντελώς διαφορετικό κλίμα του 1973-74). Μέχρι περίπου το 1970, η αντίσταση ήταν υπόθεση καμιάς πεντακοσαριάς ανθρώπων το πολύ, από τους οποίους οι περισσότεροι είχαν άλλωστε συλληφθεί. Παράλληλα, η «μέση λαϊκή οικογένεια» αποκτούσε τότε τις βασικές ηλεκτρικές συσκευές, είχε αρχίσει να φλερτάρει με την πρώτη συσκευή τηλεόρασης και με το πρώτο αυτοκίνητο, είχε αρχίσει να σκαρώνει το εξοχικό της, αυθαίρετο ή μη. Τα περί ελληνικού λαού που από την πρώτη στιγμή αντιστάθηκε ολόψυχα και αταλάντευτα στη δικτατορία είναι λαθροχειρίες και ανέξοδες «ευκολίες», που βολεύουν κυρίως όσους ενδεχομένως νιώθουν ενοχές για τη στάση τους εκείνα τα χρόνια. Δεν λέω ότι όποιος δεν ήταν στην Αντίσταση ήταν χουντικός. Δεν είμαι πολιτικά αφελής. Λέω απλώς ότι, όπως συμβαίνει κατά κανόνα, ο κύριος όγκος του πληθυσμού ακολουθεί τη «ροή των πραγμάτων», εκείνους που έχουν το πάνω χέρι, με το βλέμμα στραμμένο… κυρίως στην τσέπη του.

Τουλάχιστον τα πρώτα χρόνια της χούντας, λοιπόν, τα πράγματα για την τσέπη του πολίτη δεν πήγαιναν και τόσο άσχημα. Εχοντας κληρονομήσει μια οικονομία που μόλις πρόσφατα είχε γνωρίσει ρυθμούς ανάπτυξης κοντά στο 10% (η περιβόητη «απογείωση» των αναπτυξιολόγων), κινούμενη σε ευνοϊκό για εκείνη επενδυτικό και άλλο περιβάλλον, έχοντας απαλλαγεί από «ενοχλητικά» φαινόμενα όπως οι απεργίες και οι κάθε είδους δυναμικές διεκδικήσεις, η χούντα έπαιζε για ορισμένα χρόνια χωρίς αντίπαλο. Ακόμα και οι λεγόμενες σοσιαλιστικές (τρομάρα τους…) χώρες την κανάκευαν. Οσο για τις διαμαρτυρίες κάποιων θεματοφυλάκων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, από τη Δανία, τη Νορβηγία, την Ολλανδία ή τη Σουηδία, ήταν τσίμπημα κουνουπιού για τον ταύρο που λεγόταν χούντα. Το τελευταίο που έδειχνε να απασχολεί τον Θανάση τον ηλεκτρολόγο (είχαν κι εκείνου ανέβει πολύ οι δουλειές, βλέπεις, με τις πολυκατοικίες) ή τον κυρ Παναγιώτη που είχε τα θερμοκήπια στην Κρήτη ήταν οι πιο πρόσφατες δηλώσεις κατά της χούντας του Βαν ντερ Στουλ, του υπέροχου αυτού ανθρώπου, ή οι αποφάσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης.

Επειδή ακριβώς δεν είμαι από αυτούς που αρέσκονται στις παρηγορητικές ευκολίες, επειδή ακριβώς οι αναμνήσεις μου από εκείνη την περίοδο είναι εξαιρετικά ζωντανές και οδυνηρές, επειδή αγανακτώ με τις κουτοπονηριές ότι οι 70.000 που γέμισαν το Παναθηναϊκό Στάδιο τον Απρίλιο του 1968 ξεχείλιζαν από αντιχουντικά αισθήματα, επειδή δεν αντέχω άλλους διακινητές της άποψης ότι σύσσωμος ο ελληνικός λαός πολέμησε τη χούντα, αναρωτιέμαι: Τι θα είχε απογίνει αν το παραλήρημα μεγαλείου του Ιωαννίδη δεν τον είχε οδηγήσει στο μοιραίο για τους χουντικούς πραξικόπημα κατά του Μακαρίου; Πόσο ακόμη θα είχε μείνει στα πράγματα η χούντα; Με ποιες συνέπειες για τη χώρα; Ποιος ή τι θα την είχε ρίξει; Το καθημαγμένο μετά το τέλος του 1973 αντιστασιακό κίνημα;

Καλύτερα, λοιπόν, ας προσπαθήσουμε να ξεχάσουμε κάποιες από τις διαπιστώσεις που προηγήθηκαν και από τα ερωτήματα που μόλις έθεσα. Ας γιορτάσουμε την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, την εδραίωσή της χάρη κυρίως στον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Ας μείνουμε στο αδιαμφισβήτητα θετικό γεγονός ότι η χώρα διανύει τη μακρύτερη περίοδο ομαλού κοινοβουλευτικού βίου της ιστορίας της. Γιατί αν αρχίσουμε να τα σκαλίζουμε περισσότερο τα πράγματα…

 —-

Το κείμενο αυτό αφιερώνεται στον Στέργιο Αγγελίδη, που πέθανε πριν από μερικούς μήνες. Οσοι γνωρίζουν πρόσωπα και πράγματα της αντίστασης στη χούντα, θα τον έχουν ίσως ακουστά. Ηταν από αυτούς που πλήρωσαν πολύ ακριβά τη συμμετοχή τους στον αντιδικτατορικό αγώνα. Και όχι βέβαια από εκείνους που πολέμησαν τη χούντα… πηγαίνοντας σε αγώνες μπάσκετ.

*Ο κ. Ανδρέας Παππάς είναι επιμελητής εκδόσεων και μεταφραστής.