Η πρόσφατη πανελλαδική συνδιάσκεψη του ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να χαρακτηρίστηκε από τα πιο «βαθιά χασμουρητά», λόγω των εντελώς επίπεδων και σε πλήρη αναντιστοιχία με τις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας τοποθετήσεις των κορυφαίων του στελεχών, έδωσε όμως την ευκαιρία στην Κεντροαριστερά να αντιληφθεί τη χρυσή ευκαιρία που της διατίθεται για να αναλάβει και πάλι ηγετική θέση στο πολιτικό γίγνεσθαι της χώρας.
Οχι βέβαια ως παρτενέρ του ΣΥΡΙΖΑ, όπως εμμέσως πλην σαφώς άφησε να εννοηθεί ο πρόεδρός του. Αλλά ως αυθύπαρκτη πολιτική δύναμη, ικανή να ενώσει τον χώρο, με τις μεγάλες στιγμές της σχεδόν 20ετούς διακυβέρνησης της χώρας από το ΠαΣοΚ.
Είναι προφανές ότι για την Κεντροαριστερά τώρα είναι η ευκαιρία. Με την κυβέρνηση να βρίσκεται ολοένα και πιο κοντά στα αδιέξοδα της πολιτικής της εξαιτίας των ανακολουθιών στη διαχείριση της πανδημίας και τον ΣΥΡΙΖΑ κολλημένο βαθιά στη λάσπη της προηγούμενης θητείας του στην εξουσία, η Κεντροαριστερά θα μπορούσε να αποτελέσει τη δύναμη που θα συσπειρώσει γύρω της τους απογοητευμένους ψηφοφόρους και των δύο μεγάλων κομμάτων. Αρκεί βέβαια να το επιδιώξει και, κυρίως, να το παλέψει. Μη αφήνοντας τίποτε να πέσει κάτω και χτυπώντας τους αντιπάλους της εκεί που πονάνε.
Το θέλει όμως; Και αν το θέλει, το μπορεί; Δεν είμαι σίγουρος. Στην «άσεμνη» πρόταση (πρόσκληση για μετεκλογική συνεργασία) Τσίπρα κατά τη διάρκεια της ομιλίας του στη Συνδιάσκεψη, η Χαριλάου Τρικούπη περιορίστηκε στα σχόλια (αρνητικά πάντως) ανώνυμου συνεργάτη της κυρίας Γεννηματά.
Είναι κάποιου είδους στρατηγική να μην απαντά η ίδια η πρόεδρος, με κοφτές, «στακάτες» – και σταράτες βέβαια – δηλώσεις, ότι δεν την αφορούν την Κεντροαριστερά οι προσκλήσεις του κ. Τσίπρα και ότι το κόμμα της έχει επιλέξει την αυτόνομη πορεία; Το αγνοώ.
Οπως και δεν καταλαβαίνω γιατί επωνύμως η κυρία Γεννηματά δεν του απάντησε κατά πρόσωπο ότι είναι ο τελευταίος που μπορεί να μιλάει για προοδευτική διακυβέρνηση, όταν επί τεσσεράμισι χρόνια κυβέρνησε με συνεταίρο τον Καμμένο, τον οποίο είχε βαφτίσει «προοδευτικό δεξιό» – το κρέας ψάρι, δηλαδή. Και ότι δεν νομιμοποιείται να ζητάει βοήθεια από την Κεντροαριστερά, την οποία όταν δεν την πολεμούσε ανελέητα, επιχειρούσε να τη λεηλατήσει αγρίως.
Ομολογώ ότι βρίσκω πίσω από αυτή τη στάση και μια υστεροβουλία. Το ότι δεν απαντά η ίδια στην πρόσκληση Τσίπρα αλλά κάποια ανώνυμη πηγή σημαίνει πως αυτή η ανώνυμη πηγή δεν δεσμεύει το κόμμα για τη μελλοντική του στάση, ειδικά μετά τις προσεχείς εκλογές, άρα η πρόεδρος, ουσιαστικά, μέχρι και που κλείνει το μάτι στην αξιωματική αντιπολίτευση. Για το «μετά τις εκλογές». Επειδή κάποιος την έχει πείσει ότι θα κληθεί να διαχειριστεί την τρίτη διερευνητική εντολή, και θα τα καταφέρει…
Αλήθεια όμως, τι μπορεί να περιμένει με τη σημερινή αμφίσημη στάση που τηρεί το ΚΙΝΑΛ από τις εκλογές, όποτε και αν αυτές πραγματοποιηθούν; Πατώντας συνεχώς σε δύο βάρκες είναι βέβαιο ότι έως τώρα αυτή η στάση δεν εκτιμήθηκε και πολύ από το εκλογικό σώμα. Δεν υπάρχει μία (αριθμός 1) δημοσκόπηση η οποία να επικροτεί την αμφισημία που επιδεικνύει η ηγεσία του ΚΙΝΑΛ. Αντιθέτως, καταγράφεται σε όλες τις δημοσκοπήσεις ένα εύρος απήχησης που κυμαίνεται από το 6% έως το 7%. Ποτέ παραπάνω.
Μπορεί αυτή η τάση να είναι διαφορετική στις εκλογές; Ειλικρινά δεν το βλέπω. Και δεν το πιστεύω, όσο συνεχίζεται το μάδημα της μαργαρίτας, υπό τους ήχους του γνωστού προπολεμικού τραγουδιού «απ’ την Κική και την Κοκό ποια να διαλέξω». Το ΚΙΝΑΛ πρέπει να τολμήσει, τώρα είναι η ώρα. Αλλιώς…