Μιζέρια, ακατανόητη μιζέρια. Υπάρχει ένα σημαντικό γεγονός και αντί να επικεντρωθούμε σε αυτό αναλωνόμαστε στα επουσιώδη. Εκείνα που αναδεικνύουν τη σύμφυτη με το ελληνικό γονιδίωμα ανοργανωσιά, με το ιδιαίτερα επιβαρυντικό στοιχείο της τσαπατσουλιάς. Αναφέρομαι στην επανάκτηση από την Eλληνική Aστυνομία, έπειτα από εννέα χρόνια, των δύο εκ των τριών κλαπέντων πινάκων της Εθνικής Πινακοθήκης.
Οπου αντί να σταθούμε στο κορυφαίο γεγονός ότι οι πίνακες, και ειδικά ο ανεκτίμητης αξίας, του Πάμπλο Πικάσο, τον οποίο ο ισπανός ζωγράφος είχε αφιερώσει στον ελληνικό λαό, επανήλθαν στην κυριότητα του ελληνικού κράτους, με τι ασχολούμαστε;
Με την αβλεψία του υπουργείου Πολιτισμού να αναθέσει σε ειδικούς στη συντήρηση έργων τέχνης τη λήψη όλων των μέτρων που απαιτούνται προκειμένου να μην υπάρξει περαιτέρω φθορά στην παρατεταμένη ταλαιπωρία που υποβλήθηκαν οι δύο πίνακες στη διάρκεια της πολυετούς κατακράτησής τους από τον καθ’ ομολογίαν του δράστη της κλοπής.
Αβλεψία την οποία ήρθε να συμπληρώσει η απίθανη στάση της ΕΛ.ΑΣ., η οποία, αντί με τη σειρά της να δείξει ότι έχει επίγνωση του βάρους της επιτυχίας που είχε, κατάφερε να προκαλέσει με την ερασιτεχνική αντιμετώπιση των δύο πινάκων κατά τη διάρκεια της κοινής συνέντευξης του κ. Χρυσοχοΐδη και της κυρίας Μενδώνη τη θυμηδία όσων παρευρέθησαν στη συνέντευξη αλλά και όσων αργότερα παρακολούθησαν από τα δελτία το γεγονός της πτώσης του πίνακα του Πικάσο στο πάτωμα.
Είναι όμως όλα αυτά, τα απολύτως καταδικαστέα, ικανά να ακυρώσουν αυτή καθαυτή την ουσία της υπόθεσης;
Η γνώμη μου είναι πως όχι. Αλλά βιώνουμε την εποχή της απαξίας των πάντων και της αυτοϋπονόμευσης προσπαθειών και πραγμάτων που λογικά θα έπρεπε να συγκεντρώνουν την ομόθυμη αναγνώριση και στήριξή μας.
Εξού και το φαινόμενο το «πέσιμο» του πίνακα του Πικάσο να ακυρώνει αυτή καθαυτή τη μεγάλη επιτυχία της Ελληνικής Αστυνομίας. Η δε τσαπατσουλιά, οι ερασιτεχνικές κινήσεις και η ανοργανωσιά της παρουσίασης των δύο πολιτιστικών θησαυρών να υπονομεύουν ευθέως τον θετικό αντίκτυπο που λογικά θα είχε αυτή στην κοινωνία.
Τυχαίο; Καθόλου. Ολο αυτό έχει να κάνει, πιστεύω, με έλλειψη σοβαρού στρατηγικού σχεδιασμού στην επικοινωνία της κυβέρνησης.
Για λόγους που μάλλον μόνο εκείνοι γνωρίζουν, διοργανώνονται επικοινωνιακού χαρακτήρα γεγονότα κυριολεκτικά «στο πόδι», χωρίς να έχει προηγηθεί κανενός είδους προετοιμασία. Το αποτέλεσμα είναι από τυχαία περιστατικά, όπως ας πούμε το «πέσιμο» του Πικάσο, να πηγαίνει στράφι όλη η προσπάθεια. Επειδή ο ένας δεν σκέφτηκε ότι τους πίνακες δεν τους αγγίζεις, και πολύ περισσότερο με γυμνά χέρια, ο άλλος ότι ένας πίνακας για να σταθεί όρθιος σε ένα πρόχειρο βάθρο θέλει μια γωνία, δεν στέκεται όρθιος μόνος, ο τρίτος ότι πριν στηθούν οι πίνακες πρέπει να εξεταστούν από ειδικούς της τέχνης αν είναι γνήσιοι ή αντίγραφα των γνήσιων, κ.ο.κ.
Κάποτε, προ διετίας ας πούμε, μπορεί όλο αυτό που συνέβη να είχε αντιμετωπιστεί με χιούμορ. ΄Η με συγκαταβατικότητα. Σήμερα, όχι. Και είναι αυτό που κατά τη γνώμη μου οφείλει να αντιμετωπίσει το Μέγαρο Μαξίμου. Ας ρίξει μια ματιά κάποιος στον «θαυμαστό» κόσμο των social media: όταν ακόμα και αλυσίδες καταστημάτων κάνουν πλάκα με το «πέσιμο» του Πικάσο, αυτό είναι ένα κακό νέο για τη συνέχεια, για μια κυβέρνηση που, θεωρητικά τουλάχιστον, έχει δύο χρόνια μπροστά της…