Οσο δύσκολο, δημαγωγικό και επικίνδυνο είναι να φαντασθούμε την Ελλάδα εκτός Ευρώπης και ευρώ, άλλο τόσο δύσκολο και επικίνδυνο είναι να φαντασθούμε μια μααστριχτική Ευρώπη, με διευρυνόμενες κοινωνικές ανισότητες, γεωπολιτικά ανίσχυρη, εντός της οποίας η Ελλάδα θα αντιπροσωπεύει έναν τουριστικό θύλακα. Μια επόμενη κρίση στις σχέσεις μεταξύ της Ενωσης και της Ελλάδας το πιθανότερο είναι να προέλθει από την ίδια την «αδυναμία» της Ευρώπης και όχι από ενδοελληνικές διενέξεις, όπως αυτή του «αντιευρωπαϊκού» δημοψηφίσματος του 2015.
Η ευρωπαϊστική συνθηκολόγηση του ΣΥΡΙΖΑ στερεί, για το ορατό μέλλον, από το αντιευρωπαϊκό στρατόπεδο μια δυνητικά πλειοψηφική πολιτική του έκφραση, και θεαματικά το αποδυναμώνει. Χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει ότι το πληθυντικό κοινωνικό ακροατήριο του φιλοευρωπαϊσμού έχει πιστέψει σε κάποιο ευρωπαϊκό όραμα και, συνεπώς, έχει απορρίψει την κυρίαρχη νομίζουμε μέχρι και σήμερα εργαλειακή χρήση της ευρωπαϊκής προοπτικής.
Αν μια τέτοια υπόθεση είναι βάσιμη, αν δηλαδή είναι η κρίση της Ευρώπης αυτή που θα μπορούσε να προκαλέσει μια επόμενη κρίση και στην Ελλάδα, το πρόβλημα των κοινωνικών ανισοτήτων και του ρόλου του κράτους αποκτούν, ιδιαίτερα μετά το πολύμορφο σοκ της πανδημίας, μεγάλη σημασία για τη συνοχή των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Ο άκρατος οικονομικός φιλελευθερισμός, που ρητορικά θέλει το «κράτος στην υπηρεσία της κοινωνίας», δύσκολα θα μπορούσε να ανταποκριθεί στις αυξημένες υποχρεώσεις της κοινωνικής ενότητας και του κοινού νοήματος, που σήμερα εμφανίζονται διασπασμένα, σαν «αρχιπέλαγος» οικονομικών, μορφωτικών, πολιτισμικών και γεωγραφικών κατακερματισμών, λίγο-πολύ σε όλες τις χώρες της Ενωσης. Η καθεμία από τις οποίες συνεχίζει να σκέφτεται «πρώτα εθνικά» και δευτερευόντως ευρωπαϊκά, την ίδια στιγμή που το «νομικό εποικοδόμημα», ο σημαντικός θεσμικός αγώνας για τα ατομικά δικαιώματα (και οι παράλληλες «ταυτοτικές πολιτικές» που τα συνοδεύουν), δεν μπορεί, από μόνος του, να υποκαταστήσει τις εκ των ων ουκ άνευ διαδικασίες πολιτικής εμπιστοσύνης που σήμερα διέρχονται σοβαρή δοκιμασία, τόσο στο εσωτερικό των εθνικών κοινωνιών όσο και στη σχέση τους με την Ευρωπαϊκή Ενωση.
Ιδωμένο το ευρωπαϊκό πρόβλημα υπ’ αυτή την οπτική, ένα πρόβλημα που θα μπορούσε να συμπυκνωθεί στο ζήτημα της «λαϊκής κυριαρχίας», επανεισάγει προς συζήτηση την αρχιτεκτονική της Ενωσης, άλλωστε και, επιπλέον, η de facto γερμανική ηγεμονία (και οι τριβές με τη Γαλλία) έπαψε πλέον να αποτελεί ένα ζήτημα αποκλεισμένο της κριτικής. Οι προσεχείς βουλευτικές εκλογές στη Γερμανία καθώς και οι προεδρικές εκλογές τον επόμενο χρόνο στη Γαλλία θα αποτελέσουν αναμφισβήτητα σταθμούς για έναν ενδεχόμενο αναπροσανατολισμό της ΕΕ, αυτή τη φορά, ελπίζουν ορισμένοι, με κατεύθυνση την πολιτικοποίηση των διαδικασιών της.
Στην πραγματικότητα, το πολιτικό πρόβλημα που προκύπτει, και το οποίο αφορά τον πάλαι ποτέ άξονα Βερολίνο-Παρίσι, χωρίς ωστόσο να περιορίζεται σε αυτόν, είναι αν οι μεσοαστικές και διανοούμενες κεντροαριστερές ή κεντροδεξιές «πλειοψηφίες» των χωρών-μελών είναι σε θέση να αναδιοργανώσουν την πορεία της ΕΕ, αν δηλαδή διαθέτουν εκείνα τα κοινωνικά ερείσματα μέσα στις χώρες τους που θα τους εξασφάλιζαν τους ελάχιστους αναγκαίους όρους κοινωνικής νομιμοποίησης των υπερεθνικών πρωτοβουλιών τους στις οποίες δεσμεύονται οι «εθνικές» πολιτικές τους. Πολιτικές οι οποίες τόσο λόγω της πανδημίας όσο και λόγω ριζοσπαστικών κοινωνικών κινητοποιήσεων (όπως αυτή των «κίτρινων γιλέκων» στη Γαλλία) οδήγησαν στην «προσωρινή» επανεθνικοποίηση της πολιτικής. Για την ώρα πάντως, και υπό το φως της νέας συγκυρίας, δεν έχει κατατεθεί κάποιο επεξεργασμένο και πειστικό σχέδιο που να αφορά τον εξ αντικειμένου αναβαθμισμένο ρόλο του κράτους και τη σχέση υποεθνικού-εθνικού-υπερεθνικού (ή μεταεθνικού). Σχέση δύσκολη, της οποίας οι δύο πρώτες συνιστώσες εμφανίζονται σήμερα ιδιαίτερα ενισχυμένες εξαιτίας κυρίως της οικονομικής κρίσης, της κοινωνικής πτώσης της μεσαίας τάξης και των προβλημάτων εθνικής ταυτότητας που έρχονται στην επιφάνεια. Αλλωστε, οι σχέσεις με τη Ρωσία (αλλά και την Κίνα), το μεταναστευτικό ζήτημα, η αναβαθμισμένη ελληνοτουρκική κρίση (η οποία, μεταξύ άλλων ευρωτουρκικών προβλημάτων, παράγει μια «ταραχώδη συμμαχία» που δεν καταλήγει ωστόσο σε «εχθρότητα» μεταξύ ΕΕ και Τουρκίας), θέματα που, από κοινού με ζητήματα «ασφάλειας», αποτελούν διαρκείς πηγές αντιθετικών επιλογών ανάμεσα στους εταίρους της Ενωσης, επιτείνουν τις ήδη υπαρκτές απορίες «κυριαρχίας» και «ταυτότητας» της ΕΕ.
Αν λίαν προσεχώς επιλεγεί η μεταβλητής γεωμετρίας προώθηση της ευρωπαϊκής ενοποίησης, όπως ξανασυζητείται σε ορισμένους ευρωπαϊκούς κύκλους, ένα σχέδιο ικανό, σύμφωνα με ορισμένους, να εκμαιεύσει σχετικά σταθερές κοινωνικές πλειοψηφικές συμμαχίες σε βασικές, κεντρικές χώρες της ΕΕ, ποια θα είναι η θέση και ο ρόλος της «φτωχής», της «περιφερειακής» Ελλάδας; Η οπωσδήποτε θετική αποτίμηση της συμμετοχής της χώρας στην ΕΕ ως τώρα σε θεσμικό και οικονομικό επίπεδο επιβάλλει στους πολιτικούς δρώντες, αλλά και στην κοινωνία των πολιτών, την καλύτερη δυνατή κατανόηση των νέων προβλημάτων τα οποία παραπέμπουν τόσο στο παραγωγικό της μοντέλο και στον ρόλο του κράτους, όσο και στο αξιακό περιεχόμενο της πολιτικής αντιπροσώπευσης.
Ο κ. Ανδρέας Πανταζόπουλος είναι πολιτικός επιστήμονας, αναπληρωτής καθηγητής, ΑΠΘ.