Μετά το «βρώμικο ’89» ακολουθεί το «άσχημο 15». Μια τραγική περίοδος που ευκαιρία ψάχνει να ξαναβγεί στην επιφάνεια. Τελευταίο κρούσμα ένα άρθρο του Π. Λαφαζάνη (iskra.gr, 1/5 – λέγεται ότι ακολουθεί και βιβλίο…).
Ο Λαφαζάνης υποστηρίζει πως (σε «συμπαιγνία» με τον τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας Πρ. Παυλόπουλο) ο Τσίπρας «πούλησε» τα «συνεταιράκια» του (Μεϊμαράκη, Γεννηματά και Θεοδωράκη) αφού τον βοήθησαν να ψηφίσει το Μνημόνιο.
Κατά τον Λαφαζάνη, ο Τσίπρας για να καθησυχάσει τους τρεις άλλους ώστε να ψηφίσουν το Μνημόνιο «είχε αποδεχθεί άτυπη συμφωνία μαζί τους πως θα προχωρούσαν σε συγκυβέρνηση», την οποία και αθέτησε. Αντί για «ψήφο εμπιστοσύνης» (όπως είχε δηλώσει ότι θα ζητήσει) παραιτήθηκε και οδηγηθήκαμε σε εκλογές.
Ο Μεϊμαράκης διέψευσε οτι υπήρξε τέτοια πρόταση ή συμφωνία (6/5), ενώ η Γεννηματά είχε μιλήσει παλαιότερα όχι για συμφωνία αλλά για διαβεβαίωση του Τσίπρα ότι «δεν θα τους αιφνιδιάσει». Τους αιφνιδίασε.
Το «άσχημο ’15» κρύβει ακόμη απορίες.
Πρώτον, πώς είναι δυνατόν τρία κόμματα (ΝΔ, ΠαΣοΚ, Ποτάμι) να ψήφισαν το Μνημόνιο χωρίς κανένα αντάλλαγμα, δέσμευση ή έστω διαβεβαίωση του Τσίπρα;
Είναι η πολιτική του «καλού Σαμαρείτη;».
Δεύτερον, για ποιον λόγο δεν ζήτησαν αντάλλαγμα, δέσμευση ή διαβεβαίωση όταν ο Τσίπρας είχε ήδη χάσει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία όχι στις 14 Αυγούστου, όταν ψηφίστηκε το νέο Μνημόνιο χωρίς 44 βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά ήδη από τις 16 Ιουλίου, όταν έχασε 39 βουλευτές στην ψήφιση των προαπαιτουμένων.
Ουσιαστικά ο Τσίπρας κυβερνούσε χωρίς πλειοψηφία από τις 16 Ιουλίου έως τις 20 Αυγούστου που παραιτήθηκε.
Τρίτον, ο Τσίπρας πολύ καλά έκανε και παραιτήθηκε. Είναι μια ευθεία απάντηση στην απώλεια πλειοψηφίας.
Οι άλλοι τι έκαναν; Μοιράστηκαν μαζί του το βάρος του 3ου Μνημονίου (διευκολύνοντάς τον στις εκλογές) χωρίς να διασφαλίσουν τίποτα; Και ποιος είναι ο ρόλος του Προέδρου της Δημοκρατίας στην απουσία διαπραγμάτευσης; Υπήρχε πρόθεση να διευκολυνθεί ο Τσίπρας στην κωλοτούμπα και να πέσει «στα μαλακά»;
Εδώ πια από τον «καλό Σαμαρείτη» πηγαίνουμε στον «χρήσιμο ηλίθιο».
Ούτως ή άλλως, το «άσχημο ’12» έχει ακόμη πολλές άγνωστες πτυχές.
Προσθέτω μία. Στο βιβλίο του ο Φρανσουά Ολάντ (2016) γράφει επί λέξει ότι ο Πούτιν τού τηλεφώνησε και του είπε:
– Πρέπει να σου δώσω μια πληροφορία (…) Η Ελλάδα μάς ζήτησε να τυπώσουμε δραχμές στη Ρωσία γιατί δεν έχουν πια εκτυπωτήρια για να το κάνουν.
Και συνεχίζει:
– Ηθελα να σου δώσω αυτή την πληροφορία για να καταλάβεις ότι δεν είναι κάτι που επιθυμούμε!
Πράγμα που σημαίνει ότι η κυβέρνηση Τσίπρα έψαχνε να τυπώσει δραχμές, ο ρώσος πρόεδρος φρίκαρε γιατί κατάλαβε τι σημαίνει και το θεώρησε τόσο σημαντικό ώστε να πάρει τηλέφωνο τον γάλλο πρόεδρο (που δεν είναι κι ο κολλητός του…) για να το καρφώσει.
Αυτά τα διηγείται ο ίδιος ο Ολάντ.
Και ο μεν Πούτιν καλά έκανε. Αλλά ποιος διατύπωσε αυτό το αίτημα από ελληνικής πλευράς; Με ποια εξουσιοδότηση; Ποιο σχέδιο; Τι διαπραγματεύθηκε ακριβώς και με ποιους; Τι γνώριζαν οι άλλοι πολιτικοί αρχηγοί;
Δεν έχω ακούσει τίποτα έως τώρα. Ούτε καν μια διάψευση.
Υποθέτω ότι εμπίπτει κι αυτό στο «δεν λες κουβέντα, κρατάς κρυμμένα μυστικά και ντοκουμέντα» για ένα 2015 που αποδεικνύεται όλο και πιο άσχημο.
Καπέλο
Δεν ξέρω αν ο Μπάιντεν θα απελευθερώσει τις πατέντες, ούτε αν το είπε πρώτος ο Μητσοτάκης ή ο Τσίπρας.
Πολύ φοβάμαι όμως ότι το πρόβλημα δεν είναι εκεί.
Αφενός επειδή η μεγαλύτερη δυσκολία που αντιμετωπίζουμε είναι οι δυνατότητες παραγωγής εμβολίων.
Αφετέρου επειδή (σε ό,τι μας αφορά…) τι να τις κάνω τις πατέντες και τα εμβόλια όταν στην Ελλάδα έχει εμβολιαστεί μόνο το 62,8% των 80 ετών και άνω, μόνο το 63,4% των 70-79 ετών και μόνο το 45,3% των 60-69 ετών («ΤΑ ΝΕΑ», 6/5).
Γι’ αυτό άραγε μπορεί να κάνει κάτι ο Μπάιντεν; Αν ναι, θα του βγάλω το καπέλο!
Το τέλος του παιχνιδιού
Το παιχνίδι της αστάθειας που γνώρισε η Ευρώπη στη «δεκαετία της κρίσης» δείχνει να γίνεται όλο και λιγότερο θελκτικό.
Πρώτα μας αποχαιρέτισαν ο ΣΥΡΙΖΑ και οι ΑΝΕΛ. Ακολούθησε λίγους μήνες αργότερα η πτώση της κυβέρνησης «Πέντε Αστεριών» και Λίγκας στην Ιταλία. Τώρα τρίζει η κυβέρνηση Σοσιαλιστών και Podemos στην Ισπανία.
Τα προϊόντα της κρίσης σταδιακά εξανεμίζονται, χωρίς όμως να επιστρέφουμε στη σταθερότητα των προηγούμενων δεκαετιών.
Τον Τσίπρα παραμέρισε ο Μητσοτάκης και τον Κόντε ο Ντράγκι, αλλά κάπου εκεί εξαντλούνται οι βεβαιότητες για το επόμενο δωδεκάμηνο.
Ποιος θα διαδεχθεί τη Μέρκελ και τους Χριστιανοδημοκράτες στη Γερμανία; Πώς θα εξελιχθεί η κατάσταση στην Ισπανία; Θα επικρατήσει πάλι ο Μακρόν της Λεπέν στη Γαλλία; Πόσο θα κρατήσει η κυβέρνηση Ντράγκι; Πώς θα εξελιχθούν τα ανοιχτά μέτωπα με τη Ρωσία, την Κίνα και την Τουρκία;
Πελώρια ερωτηματικά. Που κρατούν το ευρωπαϊκό σύστημα µετέωρο, αβέβαιο και ανήσυχο. Και μάλιστα στη μέση μιας πανδημίας.
Από την άλλη υπάρχει και η αισιόδοξη ανάγνωση των πραγμάτων. Οτι το παιχνίδι τελειώνει ακριβώς επειδή κανένα σύστημα δεν μπορεί να λειτουργήσει επί μακρόν σε συνθήκες αστάθειας.
Κάπως έτσι σταθεροποιήθηκε η ζώνη ευρώ μετά το 2015. Ηταν το «whatever it takes» του Ντράγκι.
Κάπως έτσι ξεπερνιούνται σήμερα οι αντιστάσεις για το Ταμείο Ανόρθωσης.
Κι αν φαίνονται εντυπωσιακές οι πρώτες εβδομάδες της διακυβέρνησης Μπάιντεν είναι ακριβώς επειδή ο αμερικανός πρόεδρος δείχνει τη διάθεση και παίρνει την πρωτοβουλία να ανορθώσει μια κοινωνία η οποία έζησε τραυματικά μια τετραετία που ολοκληρώθηκε με μια απόπειρα εκτροπής.
Δεν ξέρω αν η Ευρώπη θα επιδείξει ανάλογες ικανότητες. Αλλά το ένστικτο αυτοσυντήρησης στην πολιτική είναι συνήθως ο ασφαλέστερος οδηγός.
Υπό μία προϋπόθεση. Οτι η κοινωνία αντιλαμβάνεται την ανάγκη αυτοσυντήρησης. Οτι συνειδητοποιεί δηλαδή πότε το παιχνίδι έφτασε στο τέλος του.
Διότι αν δεν την αντιλαμβάνεται ή αν δεν θέλει να το συνειδητοποιήσει, τότε μπορεί να βγει ακόμη και η Λεπέν.