(Εφημερίς «Ακρόπολις», Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης.)

Χριστός Ανέστη! αδελφοί.

«Πάσχα ιερόν ημίν σήμερον αναδέδεικται, Πάσχα καινόν άγιον, Πάσχα μυστικόν…».

«Ω θείας! ω φίλης! ω γλυκυτάτης σου φωνής! Μεθ’ ημών αψευδώς γαρ, επηγγείλω έσεσθαι μέχρι τερμάτων αιώνος Χριστέ: ην οι πιστοί άγκυραν ελπίδος, κατέχοντες αγαλλόμεθα».

«Ω Πάσχα το μέγα, και ιερώτατον Χριστέ! ώ σοφία και λόγε, του Θεού και δύναμις, δίδου ημίν εκτυπώτερον σου μετασχείν, εν τη ανεσπέρω, ημέραν της βασιλείας σου».

Γένοιτο.

Πλην ο δημιουργός, ο ποιητής των πάντων, επέβαλεν εις τον παρ’ αυτού κτισθέντα ορατόν και αόρατον κόσμον, το κάλλιστον κόσμημα, την τάξιν, και εν τη κοινωνία έτι των ανθρώπων αδύνατον να ευαρεστήσει Θεώ, ή και να ευφράνη τους ανθρώπους, ό,τι άνευ τάξεως γίνεται. Η τάξις είναι αυτόχρημα αρετή, δυνάμεθα δε κατά πλατυτέραν έννοιαν να είπωμεν ότι η αρετή ουδέν άλλον είναι, ή τάξις.

Εν Αθήναις, όπου κυρίως διαιτάται λιμνάζουσα, και εξ αναριθμήτων επαρχιακών φλεβών τρεφομένη, η πολυκέφαλος αυτή Ύδρα, η πολυκοιρανίη, την οποίαν ο μεμακρυσμένος ημών πρόγονος και μέγιστος των ποιητών, όταν την κατεδίκαζε, δεν εφαντάζετο βεβαίως, ότι και μετά τρισχίλια έτη θα εξηκολούθη να ζη αύτη εις την πατρίδα του και να βασιλεύει, εν Αθήναις, λέγω, τα πάντα και κοινωνικά και θρησκευτικά, και άλλα, μορφούνται κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν της πολιτικής, και ουδ’ υποφώσκει ελπίς τις περί θεραπείας της παρούσης αθλιότητος. Εν Αθήναις, κατά τας αγίας ταύτας ημέρας, εν μεν τη πόλει θόρυβος, φροντίδες, φωναί, κίνησις, πυροκρόταλα, πυροβολισμοί κινδυνωδέστατοι εις την ζωήν των ανθρώπων – εν δε τοις ναοίς, αταξία, σύγχυσις, δισκοφορία, έφοδος, θρίαμβος και οριστική επικράτησις του γυναικείου φύλου, βλέμματα, γέλωτες, στάγματα λαμπάδων, συνδιαλέξεις, ψίθυροι, βόμβος φωνών, και εν μέσω όλου αυτού του θορύβου, δύο δυστυχείς άνθρωποι, ο ιερεύς και ο ψάλτης, εκλαρυγγιζόμενοι, όπως εκφωνώσιν λέξεις, εις τα οποίας ολίγοι προσέχουσι και ολιγώτεροι τας εννοούσιν.

Αυτά και άλλα έγραφε το 1892 στην «Ακρόπολη» ο εξόριστος τότε στην Αθήνα Παπαδιαμάντης, χαμένος μέσα στον θόρυβο και το πλήθος της πρωτεύουσας. Μέχρι και τον Ομηρο  επικαλέστηκε! Θυμήθηκε τον στίχο: «Ουκ αγαθόν πολυκοιρανίη, εις κοίρανος έστω, εις βασιλεύς» (Ιλιάδα 2, 204). (Δεν είναι καλό η πολυαρχία – ένας να είναι ο αρχηγός, ένας ο βασιλιάς.) Δικός του βασιλεύς είναι ο Θεός και υποφέρει όταν η φωνή του ιερέα και του ψάλτη με τα εγκώμιά του δεν φτάνουν να ακουστούν.

Το τέλος του κειμένου εκφράζει με τον πιο τρυφερό τρόπο το πώς θέλει να βιώνει το Πάσχα ο Παπαδιαμάντης – το ξέρουμε ήδη από τα «Πασχαλινά του διηγήματα», που ελπίζω να τα έχουν διαβάσει οι περισσότεροι αναγνώστες μου.

Χρόνον με τον χρόνον, όσον γηράσκει τις, κυριεύεται από την επιθυμίαν, να ευρίσκετο τας ημέρας αυτάς εις μικρόν, σμικρότατον χωρίον, να ήκουεν όλας τας ακολουθίας των αγίων εορτών εις εν μικρόν εξωκκλήσιον, όπου να υπήρχε εις ιερεύς σεβάσμιος, πράος, ενάρετος, και εις ψάλτης με ταπεινήν αλλά γλυκείαν φωνήν – διά να αισθανθεί όλην την ποίησιν και το κάλλος των εορτών, να δοξάση τον Χριστόν, και να εορτάση μετά των προσφιλών του το Πάσχα, ευχόμενος να αξιωθεί και του διαρκούς, του ουρανίου Πάσχα, εν τη ανεσπέρω ημέρα της βασιλείας του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.

(Παπαδιαμάντη Απαντα, τόμος 5ος, εκδόσεις «Δόμος», κριτική έκδοση Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, σελ.184. Οσο ήταν τυπογραφικά δυνατόν – δεν υπάρχουν πια υπογεγραμμένες, ψιλές, δασείες, περισπωμένες  – έχω τηρήσει την ορθογραφία του πρωτοτύπου.)