Καμιά φορά γράφεται και έτσι η Ιστορία. Με το θυμικό. Δεν ήταν η αγανάκτηση που γέμισε κάποτε τις πλατείες; Τώρα είναι η κούραση. Δεν ήταν τότε οι κρεμάλες και το σύνθημα «να καεί το μπ… η Βουλή»; Τώρα είναι η μπίρα, η παροχέτευση της μπίρας στο χώμα και το πρόγραμμα του DJ. Από τους «αγανακτισμένους» της πλατείας Συντάγματος, της πάνω και της κάτω πλατείας, στους «κουρασμένους» της πλατείας Βαρνάβα και της πλατείας του Αγίου Γεωργίου. Κάθε συναίσθημα και την πλατεία της. Κάθε δεκαετία και την ψυχολογική της φόρτιση. Κάθε γενιά και τον νταλκά της.
Δεν είναι όμως μόνο ότι το συναίσθημα καταλαμβάνει χώρο και απλώνεται στον χρόνο. Ούτε πως, όπως όλα τα συναισθήματα, κυριαρχεί τόσο ώστε να αρνείται ακόμη και την πραγματικότητα μιας κρίσης – τότε της οικονομικής και σήμερα της υγειονομικής. Είναι και πως παράγει πολιτικά αποτελέσματα. Και αν η αγανάκτηση έγινε πριν από δέκα χρόνια η καύσιμη ύλη για να διαλυθεί ένα ολόκληρο πολιτικό σύστημα, η κούραση σήμερα γίνεται η μαγιά για να εξαγγελθεί ακόμη ένα πρωθυπουργικό διάγγελμα. Λίγη υπομονή, ας ζήσουμε ολόκληρο το Πάσχα σαν Μεγάλη Εβδομάδα για να κάνουμε Ανάσταση το καλοκαίρι. Λίγη αυτοσυγκράτηση, ας μη στήσουμε σούβλες στις πλατείες. Λίγη ενσυναίσθηση, ας μην υποχρεώνουμε 55χρονους DJ να φτιάχνουν, πάνω στην κούραση της μέσης ηλικίας, αντί για προγράμματα κλαμπάτα προγράμματα με κλαρίνα.
Το μετα-πασχαλιάτικο άνοιγμα που αποφάσισε η κυβέρνηση υπακούει σε αυτήν ακριβώς τη λογική – τη λογική του συναισθήματος. Δεν είναι πλέον μόνο μια πανδημία που έχει να διαχειριστεί, αλλά και μια γενική διάθεση. Και αυτή η γενική διάθεση δεν συνωστίζεται μόνο στις πλατείες, αποτυπώνεται και στις δημοσκοπήσεις. Η πλειοψηφία λέει πια πως τα μέτρα πρέπει να χαλαρώσουν. Και πρέπει να χαλαρώσουν όχι μόνο επειδή προκαλούν αρνητικά συναισθήματα, αλλά και επειδή, εντελώς λογικά, κρίνονται ατελέσφορα. Και που τα έχουμε, τι τα κάνουμε; Και που είμαστε μέσα, μήπως δεν είμαστε έξω;
Ολα αυτά θα έμοιαζαν με κυβερνητική παλινωδία, εάν στο μεταξύ δεν εμφιλοχωρούσε η αντιπολιτευτική αμφιθυμία. Ηταν η αντιπολίτευση που έψεγε την κυβέρνηση επειδή άνοιξε το εμπόριο με τόσο πολλά κρούσματα. Και είναι η ίδια αντιπολίτευση που κάλεσε την κυβέρνηση να ανοίξει την εστίαση με ακόμη περισσότερα. Παραλογισμός; Δεν χρειάζεται να είναι κανείς τόσο αυστηρός. Μπορεί να είναι και υπερβολικός συναισθηματισμός. Το ερώτημα όμως δεν είναι εάν η παλινωδία του ενός ή η αμφιθυμία του άλλου θα βοηθήσουν στην εκτόνωση του συναισθήματος προτού μεταβολιστεί η κούραση σε οργή και δώσουν τα κλαρίνα τη θέση τους στους ζουρνάδες. Είναι εάν ο κορωνοϊός θα συνεχίσει να εξαπλώνεται. Εάν θα εξακολουθήσει να μεριμνά για την επιβίωσή του χωρίς ίχνος συναισθήματος.