Το λάθος του 2004

Ευτυχώς ούτε ο Σημίτης ούτε ο Καραμανλής είναι καλαμπουρτζήδες. Και οι δυο συμφώνησαν δημοσίως ότι έχουν «διαφορετικές αντιλήψεις», κάτι που γνωρίζαμε εδώ και είκοσι πέντε χρόνια.

Η αντιπαράθεση Κ. Σημίτη και Κ. Καραμανλή για τα ελληνοτουρκικά έχει κυρίως ιστορική σημασία. Οι συνθήκες είναι τόσο διαφορετικές ύστερα από είκοσι χρόνια, ώστε το παρελθόν έχει τα χαρακτηριστικά του παρελθόντος.

Δεν επαναλαμβάνεται παρά μόνο ως φάρσα.

Ευτυχώς ούτε ο Σημίτης ούτε ο Καραμανλής είναι καλαμπουρτζήδες. Και οι δυο συμφώνησαν δημοσίως ότι έχουν «διαφορετικές αντιλήψεις», κάτι που γνωρίζαμε εδώ και είκοσι πέντε χρόνια.

Μόνο που η ουσία των διαφορών παρέμεινε ασαφής.

Η Συμφωνία του Ελσίνκι (1999) υποχρέωνε την Τουρκία να επιλύσει «τις εκκρεμείς συνοριακές διαφορές και άλλα συναφή θέματα» με την Ελλάδα μέχρι το τέλος του 2004, αν ήθελε να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις ένταξης στην ΕΕ.

Να εξηγήσουμε στους ανόητους ότι τα «θέματα» που ζητείται να επιλυθούν είναι τα «συναφή» με τις «εκκρεμείς συνοριακές διαφορές» – όχι ό,τι βάλει ο καθένας στο κεφάλι του.

Το 2004 όμως η κυβέρνηση Καραμανλή αποδέχθηκε την έναρξη των διαπραγματεύσεων χωρίς προηγουμένως η Τουρκία να έχει επιλύσει «τις εκκρεμείς συνοριακές διαφορές».

Απεμπόλησε δηλαδή ένα μέσο πίεσης (δικαίωμά της…) και μάλιστα χωρίς κάτι σε αντάλλαγμα.

Ο Σημίτης λέει σήμερα του Καραμανλή ότι «το Ελσίνκι ήταν μια ευκαιρία σε μια συγκυρία και την άφησες να περάσει ανεκμετάλλευτη».

Ο Καραμανλής απαντά στον Σημίτη ότι η ευκαιρία δεν ήταν πραγματική, διότι με τη διαδικασία επίλυσης «θέταμε οι ίδιοι την εδαφική μας ακεραιότητα υπό επανεξέταση».

Μιλώντας το 2021 (και όχι φυσικά το 2004…) είναι προφανές ότι ο Καραμανλής υπολόγισε λάθος.

Δεκαεπτά χρόνια αργότερα η συγκυρία επιδεινώθηκε δραματικά και ξέρουμε ότι η ευκαιρία του 2004 χάθηκε μάλλον ανεπιστρεπτί.

Ο χρόνος δηλαδή δίνει την απάντηση στο ερώτημα. Και όχι φυσικά τα πατριωτικά περί ακεραιότητας και κυριαρχίας.

Φυσικά δεν θα απορρίψω αβασάνιστα τη λογική Καραμανλή. Εχει στοιχεία που αξίζουν συζήτηση. Οπως, για παράδειγμα, για ποιον λόγο να προσφύγεις στη Χάγη όταν η Χάγη δεν σου διασφαλίζει μια ικανοποιητική λύση στο πρόβλημα.

Η άποψη ότι «δεν ξεκινάς τη διαδικασία επίλυσης μιας διαφοράς αν δεν έχεις ισχυρή πιθανολόγηση τι θα προκύψει ως λύση» είναι παλαιά και σοβαρή άποψη στη διπλωματία.

Οπως εξίσου σοβαρή είναι η απόψη ότι «η όποια λύση δεν είναι εξ ορισμού προτιμότερη από τη μη λύση» – κάτι που πολλοί ονομάζουν «δόγμα Μολυβιάτη».

Συνεπώς η επιλογή Καραμανλή δεν στερούνταν επιχειρημάτων τη δεδομένη στιγμή. Απλώς τίποτα δεν διασφάλιζε ότι τα δεδομένα της στιγμής θα ίσχυαν στο διηνεκές και ακόμη λιγότερο ότι δεν θα μεταβάλλονταν προς το χειρότερο.

Ακριβώς δηλαδή ό,τι συνέβη. Ο συσχετισμός Ελλάδας – Τουρκίας σήμερα είναι πολύ δυσμενέστερος για την Ελλάδα, η βεντάλια των τουρκικών διεκδικήσεων έχει ανοίξει υπέρμετρα, οι ευρωπαϊκές επιδιώξεις της Αγκυρας έχουν ουσιαστικά εκμηδενιστεί, σε αντίθεση με τις περιφερειακές φιλοδοξίες της που έχουν ενισχυθεί.

Γενικώς δηλαδή η συγκυρία ή η ευκαιρία (όπως θέλει ας την ονομάσει ο καθένας…) του Ελσίνκι πέρασε ανεκμετάλλευτη. Και αυτό είναι το λάθος του 2004.

Θα μου πείτε, μα ήταν δυνατόν να γνωρίζει τότε ο Καραμανλής ότι η Ελλάδα θα χρεοκοπήσει ή ότι η Τουρκια θα ενισχυθεί σε όλα τα επίπεδα ή ότι θα διαλυθεί σχεδόν η Μέση Ανατολή ανατρέποντας πλήρως τον ελληνοτουρκικό συσχετισμό;

Θα δεχθώ πως δεν ήταν. Αλλά συνέβη. Και εξηγεί γιατί έγινε λάθος.

Προσβολή

Πρέπει να πω ότι ουδόλως με ενδιαφέρουν οι απόψεις του Ερντογάν για τις γυναίκες. Μπορεί αν θέλει να τις αναπτύσσει με την κυρία Εμινέ στο σπίτι ή με τους (τις) ψηφοφόρους του στις πλατείες.
Με ενδιαφέρει αν μεταχειρίστηκε προσβλητικά την πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και αν στο πρόσωπό της προσέβαλε την Ευρωπαϊκή Ενωση.
Εβαλε το χεράκι του και ο Σαρλ Μισέλ όπως υπονοούν οι Τούρκοι; Ακόμη χειρότερα.
Στην προκειμένη περίπτωση δεν μιλάμε για καλούς τρόπους ή έλλειψη αβρότητας, ενώ ουδόλως ενδιαφέρει αν επικεφαλής της Επιτροπής είναι γυναίκα, άνδρας ή ΛΟΑΤΚΙ.
Για τον απλούστατο λόγο ότι το ζήτημα δεν είναι το φύλο. Είναι η προσβολή.

Με το μάτι

Ως μέλος κλιμακίου βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ, η Ραλλία Χρηστίδου επισκέφθηκε την Ακρόπολη για να ελέγξει τις εργασίες συντήρησης του μνημείου που γίνονται υπό την επίβλεψη του κορυφαίου αρχαιολόγου Μανόλη Κορρέ.
Ομολογώ πως δεν θα το πίστευα αν δεν το διάβαζα σε ανακοίνωση της ίδιας. Ανακοίνωση που εμπλουτίζεται με διάφορα σχόλια για τη σημασία της Ακρόπολης, την καλαισθησία και την αισθητική των εργασιών.
Είναι προφανές, άλλωστε, ότι η αισθητική των επιστημόνων που δεκαετίες ολόκληρες έχουν αφιερώσει τη ζωή τους στην Ακρόπολη θα διαφέρει (μάλλον ριζικά…) από την αισθητική της βουλευτίνας του ΣΥΡΙΖΑ.
Το αντίθετο θα με εξέπληττε.
Υποθέτω ότι υπό λιγότερο δραματικές συνθήκες η υπόθεση θα γινόταν νούμερο επιθεώρησης. Αλλά μάλλον δεν είναι εποχή για καλαμπούρια. Είναι η εποχή όπου «όλοι τα σφάζουν όλα και τα μαχαιρώνουν όλα».
Ετσι, η Ραλλία επιθεωρεί την Ακρόπολη. Ο Πολάκης ξαναγράφει την ιστορία, όταν δεν επινοεί φάρμακα κατά του κορωνοϊού. Ο Βελόπουλος τσακώνεται με τον Τσίπρα για τα εμβόλια. Και ο Βαρουφάκης εξαγγέλλει οδηγίες επί παντός του επιστητού.
Πάλι καλά, θα μου πείτε.
Το σκέφτεστε να είχαμε αναθέσει στον Πολάκη την Ακρόπολη και στη Ραλλία τον κορωνοϊό; Δεν είναι εύκολο να το συλλάβεις, παρ’ όλο που δύσκολα θα άλλαζε κάτι επί της ουσίας.
Το ερώτημα είναι για ποιον λόγο επιστρατεύονται διάφοροι άσχετοι βουλευτές να ελέγξουν ένα άκρως εξειδικευμένο επιστημονικό εγχείρημα, όπως τα έργα συντήρησης της Ακρόπολης.
Τι θα καταλάβουν; Και πώς θα κρίνουν; Με το μάτι;
Αν η αξιωματική αντιπολίτευση διατηρεί αμφιβολίες για την πορεία του σχεδίου, δεν θα μπορούσε άραγε να βρει δυο-τρεις ειδικούς της εμπιστοσύνης της και να ζητήσει τη γνώμη και την αξιολόγησή τους;
Ασφαλώς θα μπορούσε. Αλλά τότε τι δουλειά θα έκαναν οι βουλευτές;
Οπως άλλωστε εξήγησε και η Ραλλία Χρηστίδου, «για την αισθητική του εγχειρήματος δεν χρειάζονται επιχειρήματα. Μάτια έχουμε όλοι και βλέπουμε».
Με το μάτι, λοιπόν. Δυστυχώς.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.