Σίγουρα κάποια άλλη κυβέρνηση, προφανώς της αξιωματικής αντιπολίτευσης, θα είχε ως τώρα ανακαλύψει τον αλγόριθμο για την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση της πανδημίας. Σίγουρα οι καθ’ ύλην αρμόδιοι υπουργοί της θα είχαν αφουγκραστεί καλύτερα τους υπερήχους που προμήνυαν το δεύτερο και τρίτο κύμα του διαβολεμένου ιού και θα χτυπούσαν τα τύμπανα της αντι-COVID προέλασης αντί να ανοιγοκλείνουν αμήχανα το ακορντεόν. Και βέβαια θα είχαν τη δυνατότητα να χαλιναγωγήσουν με τηλεκοντρόλ οποιονδήποτε ρομποκόπ της ΔΙΑΣ ή των ΜΑΤ προτού το κλομπ του αποθρασυνθεί πάνω στη ράχη δικαίων και αδίκων. Ισως να έβρισκαν και τρόπο να διακτινίσουν ανώδυνα, ανεπαίσχυντα και ειρηνικά τους καταληψίες των πανεπιστημιακών κτιρίων ενώ ταυτόχρονα θα είχαν υποδεχθεί τη δυσχείμερη «Μήδεια» με πλήρη εξάρτυση και επιχειρησιακή ετοιμότητα, για να μην πούμε και για την Τουρκιά που αντί να αρμενίζει όρτσα τα πανιά στα πέλαγα της «Γαλάζιας Πατρίδας» θα είχε πάρει τον δρόμο για την Κόκκινη Μηλιά κράζοντας «το Σούλι εχούμησε και μας πλακώνει».
Πάμε τώρα αντίστροφα, και δεν είναι δύσκολο να φανταστούμε τους σημερινούς κυβερνώντες να βγάζουν μπόλικο αντιπολιτευτικό ξίγκι από τις ίδιες μύγες, αν και, ως φαίνεται, στο συγκεκριμένο επιτήδευμα ο ΣΥΡΙΖΑ είναι πιο συστηματικός και παραγωγικός, ενώ λίγο παλιότερα, όταν η πρώτη φορά Αριστερά έβγαλε για πρώτη φορά τόσο μεγάλους λαγούς με τόσο φανταχτερά πετραχήλια από το καπέλο της, εκτός από συστηματικός και παραγωγικός αποδείχτηκε και πειστικός. Φυσικά, στη βάση των εμπειριών μας μπορούμε εύκολα να φανταστούμε και τα υπόλοιπα: τους καλόγνωμους και καθωσπρεπισμένους του ΚΙΝΑΛ να κάνουν τα καθιερωμένα αερόμπικς ίσων αποστάσεων και να αναμηρυκάζουν αφόρητα προβλεπτές αμφίπλευρες κατσάδες προς τους εκ δεξιών και εξ ευωνύμων μοναχοφάηδες του (νέου) δικομματισμού. Το ίδιο ψηλά στην κλίμακα της προβλεψιμότητας είναι συνήθως το ΚΚΕ που εφημερεύει για τα δίκια του λαού και τους Σάιλοκ της ιδιωτικής φάρας όταν δεν ανιχνεύει επείγοντα περιστατικά ιμπεριαλιστικής απειλής στριμώχνοντας στο ίδιο τσουβάλι τη γιαλαντζί Αριστερά και την αβέλτερη Δεξιά, ενώ οι Latter Day Saints της βαρουφάκειας και της βελοπούλειας γαλαρίας συνήθως κερδίζουν σε γραφικότητα αυτό που χάνουν σε προβλεψιμότητα.
Οι νοήμονες θαμώνες της ειδησεογραφίας θα πρέπει, υποθέτω, κάποια στιγμή να αναρωτιούνται: Πώς είναι δυνατόν τα πολιτικά κόμματα να χρησιμοποιούν τόσο αυτάρεσκα και αυτοματοποιημένα μοτίβα τα οποία αναπαράγονται στις ανακοινώσεις τους σχεδόν ερήμην των συνεχών, και κάποτε καλειδοσκοπικών, κινήσεων της πολιτικής και κοινωνικής πραγματικότητας και απηχούν απλώς τις στερεότυπες αντιλήψεις και τον αυτισμό των κομματικών επιτελείων; Μία εξήγηση θα μπορούσε να είναι ότι οι έλληνες πολιτικοί έχουν ανακαλύψει τον τρόπο και τη φόρμουλα να παραμένουν αγέρωχα ανεπηρέαστοι από αυτό που ερωτηθείς είπε ότι φοβάται περισσότερο ο των παλαιών ημερών βρετανός πρωθυπουργός Μακ Μίλαν: τα γεγονότα. Μια άλλη εξήγηση, συμπληρωματική ως προς την προηγούμενη, είναι ότι οι πολιτικοί βλέπουν, ή κάνουν πως βλέπουν, τα γεγονότα όχι ως σύνθετες και πολυπαραγοντικές καταστάσεις που απαιτούν αναλυτική και εμπειρική σκέψη αλλά ως ευκαιρίες για τη διατύπωση απριοριστικών και ιδεολογικά επικαθορισμένων αφορισμών.
Και εδώ δεν έχει σημασία ούτε η κλίμακα ούτε η εμβέλεια των γεγονότων. Ετσι, για παράδειγμα, για την αξιωματική, κυρίως, αντιπολίτευση ο γρίφος της πανδημίας και τα δυσεξιχνίαστα τερτίπια του κορωνοϊού μοιάζουν να είναι αποτέλεσμα της εγκληματικής ανικανότητας ενός επικίνδυνου πρωθυπουργού όχι τόσο επειδή αυτός έκανε το ένα ή το άλλο σοβαρό λάθος αλλά επειδή διαπνέεται από εκείνον τον ανάλγητο νεοφιλελευθερισμό που με ήλιο και βροχή διεκδικεί ισχύ ερμηνευτικού πασπαρτού στις ανακοινώσεις του ΣΥΡΙΖΑ. Με απλουστευτικές και πρετ-α-πορτέ ερμηνείες παραφράζονται στις κομματικές ανακοινώσεις και τα γεγονότα βίας: για τους μεν είναι απλώς τεκμήρια αστυνομοκρατίας και απροσχημάτιστης καταστολής, για τους δε πρέπει να χρεωθούν αποκλειστικά στη σκοτεινή πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ, αυτήν που πρόσφατα μερίμνησε να μας υπενθυμίσει ο κ. Δρίτσας. Ομως το φαινόμενο έχει ιστορικό βάθος, η ειρκτή της πανδημίας τού δίνει σήμερα διαστάσεις που υπερβαίνουν την ελληνική πραγματικότητα και, βέβαια, κάποιες ρίζες του βρίσκονται σε υστερήσεις και ελλείμματα που διαπερνούν το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας.
Οποιος σέβεται και φοβάται τα γεγονότα αναλαμβάνει τον μόχθο να τα αναλύσει νηφάλια και να υποδείξει τα λάθη στη διαχείρισή τους. Το πιο εύκολο είναι να τα ρίξεις στον μύλο ενός γενικόλογου, προκατειλημμένου ή και σκηνοθετημένου ιδεολογικού καβγά, και οι θαμώνες που λέγαμε έχουν πολύ συχνά πολλούς λόγους να αισθάνονται ότι ο δημόσιος λόγος των πολιτικών κομμάτων ρέπει σε αυτή την ευκολία. Αν το πρώτο θύμα αυτού του καβγά είναι η αλήθεια, θα πρέπει να βάλουμε στον λογαριασμό και την αυτόνομη επικράτεια των social media, όπου, εκτός από άμεση θυμική εκτόνωση, πολλοί δεν αναζητούν παρά επιβεβαίωση των εμμονών και των προκαταλήψεών τους (confirmation bias είναι ο διεθνής κλινικός όρος).
Με τόσους παραπειστικούς πολλαπλασιαστές το τελικό γινόμενο ορίζει και το σημείο μέγιστης απομάκρυνσής μας από τα γεγονότα, όπου αίφνης, και χωρίς ακριβώς να το καταλάβουμε, βρεθήκαμε να συζητούμε για διχασμό. Τώρα, δεδομένου ότι για την ώρα τουλάχιστον οι δημοσκοπήσεις δίνουν εξαιρετικά άνισους αριθμούς για τις δύο πλευρές εκατέρωθεν του διχαστικού ρήγματος, δεν ξέρω αν ο διχασμός είναι γεγονός, αλλά είτε είναι είτε όχι η ανεκδοτολογική νότα στην όλη υπόθεση είναι ότι «πρώτος τον λίθον έβαλε» ο Αναμάρτητος, προτού ο τομεάρχης του των Εσωτερικών αποκαλύψει υποχθόνιο σχέδιο της κυβέρνησης «να πατάξει το δημοκρατικό φρόνημα του λαού». Αυτό κι αν δεν είναι γεγονός!
*Ο κ. Θεόδωρος Παπαγγελής είναι ακαδημαϊκός, καθηγητής του Τμήματος Φιλολογίας του ΑΠΘ.