Το σκεπτόμουν ενώ έβλεπα – από την τηλεόραση όπως όλοι – τα εορταστικά προγράμματα, την παρέλαση και τους υψηλούς επισκέπτες.
Αυτή η άτυχη χώρα γιορτάζει επέτειο, ενώ τα νοσοκομειακά κάνουν ουρές έξω από τα νοσοκομεία και χιλιάδες οικογένειες πενθούν.
Αλλά και πότε ήταν υγιής και χαρούμενη αυτή η χώρα;
Γεννήθηκε (με τη βοήθεια των ξένων) μέσα από μία επανάσταση που περιλάμβανε δεκάδες εμφυλίους. Ο πρώτος (και ίσως καλύτερος) κυβερνήτης της (και ως γιατρός ήταν απαραίτητος) δολοφονήθηκε μέσα σε μία εξέγερση, ενώ ο Μιαούλης έκαιγε τον στόλο. Τι ακολούθησε; Οπως γράφει ο Γιώργος Δερτιλής «Από το 1821 ως το 2012 ή Ελλάδα έχει εμπλακεί σε τέσσερεις εμφυλίους και επτά εξωτερικούς πολέμους». Επιπλέον, συνολικά στους δύο αυτούς αιώνες, το ελληνικό κράτος πτώχευσε επτά φορές.
Τι να θυμηθεί κανείς στα διακόσια χρόνια;… Τις αρχικές ανόητες διαμάχες αυτοχθόνων και ετεροχθόνων; Την «ευγενή μας τύφλωση» στον πόλεμο του 1897 όπου οι Τούρκοι κόντεψαν να φτάσουν στην Αθήνα – και τους σταμάτησαν οι ξένοι;
Ναι, υπήρξαν και στιγμές δόξας και περηφάνιας – που όμως έσβησαν άσχημα στην τραγωδία της Μικρασιατικής καταστροφής. Πάνω από ένα εκατομμύριο πρόσφυγες και πώς να τους ενσωματώσεις;
Κανονικά η Ελλάδα θα έπρεπε να είχε χαθεί μέσα στους εμφυλίους και τις χρεοκοπίες. Δεν ξέρω άλλη χώρα που να πέρασε δύο τόσο ταραγμένους και δολοφονικούς αιώνες. Οταν οι άλλες χώρες ξεπερνούσαν τα τραύματα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, εμείς πολεμούσαμε στον Γράμμο και στο Βίτσι τον δικό μας εμφύλιο. Οταν άρχισε ένα κίνημα «άνοιξης» στη διεθνή νεολαία – από τον Μάη του ’68, ως το Woodstock – εμείς οπισθοδρομούσαμε με μια καραβανάδικη δικτατορία που μας έβαλε στον γύψο. Τη δεκαετία του ’90, μετά τη συνετή και σοβαρή διακυβέρνηση Σημίτη, μια σπάταλη και χαοτική εξουσία μάς οδήγησε στην τελευταία μας χρεοκοπία.
Οταν κυκλοφόρησε η «Δυστυχία τού να είσαι Ελληνας» στη Γερμανία, μία κριτικός έγραψε ότι «αυτό το βιβλίο είναι το παράπονο ενός απαρηγόρητου εραστή». Ηταν η πιο σωστή παρατήρηση. Λάτρευα και λατρεύω την Ελλάδα και κάθε τι που την πλήγωνε, πλήγωνε κι εμένα. Ογδόντα έξι χρόνια συμβίωσης ήταν μια δύσκολη και οδυνηρή συγκυρία.
Και τώρα γιορτάζουμε, ενώ από τις πίσω πόρτες βγαίνουν οι διασωληνωμένοι και πτώματα!
Ωστόσο εγώ μουρμουρίζω μέσα μου αυτό το παλιό εμβατήριο: «Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει…». Και πράγματι, αν είναι κάτι που μας ξεχωρίζει από τα άλλα κράτη, δεν είναι η ομορφιά των τοπίων, των βουνών και των νησιών μας, δεν είναι το υψηλό επίπεδο του ποιητικού μας λόγου (ποιο κράτος έχει να επιδείξει Σολωμό, Κάλβο, Καβάφη, Σεφέρη, Ελύτη, Ρίτσο…). Αυτό που μας ξεχωρίζει είναι η αντοχή και το πείσμα μας. Συχνά κάνουμε τα εύκολα δύσκολα – λες και μας αρέσει να δοκιμάζουμε τη δύναμή μας. Αλλά συνήθως τα καταφέρνουμε.
Χρόνια πολλά, λοιπόν, Ελλάδα (σου γράφω ανήμερα στα γενέθλιά σου), να ζήσεις και να ευημερήσεις! Ζήσαμε μαζί δύσκολες ώρες, πόλεμο, κατοχή, εμφύλιο, δικτατορίες, χρεοκοπίες. Εγώ κάποτε (ελπίζω όσο γίνεται πιο αργά…) θα φύγω, αλλά εσύ θα συνεχίσεις. Ελπίζω να βρεις τον εαυτό σου, την ταυτότητά σου (που ακόμα κυμαίνεται ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση), να ισορροπήσεις το υπερβολικά ένδοξο παρελθόν σου με το φτωχότερο παρόν σου, και να απολαύσεις την ομορφιά του τοπίου σου χωρίς χωματερές και σκουπιδότοπους. Να γίνεις μια «Δανία του Νότου» (όπως είχε ονειρευθεί κάποιος για σένα).
Και να σβήσεις από την παγκόσμια ποίηση τους στίχους του Λόρδου Βύρωνα:
Και τι μένει πια σ’ αυτή την άκρη;
Για τους Ελληνες μία ντροπή, για την Ελλάδα ένα δάκρυ.