Παρακολούθησα πρόσφατα τηλεοπτικό διάλογο μεταξύ Ντόρας Μπακογιάννη και του δημοσιογράφου της Αυγής Ν. Σβέρκου. Αντικείμενο, η απεργία πείνας του πολυισοβίτη τρομοκράτη. Η Ντόρα Μπακογιάννη, με ανοικτή την πληγή της δολοφονίας του Παύλου Μπακογιάννη μιλούσε νηφάλια, ψύχραιμα, συναινετικά. Ο δημοσιογράφος της Αυγής με το ύφος και το λόγο του απέπνεε μίσος και εχθροπάθεια. Δεν αποτελεί μεμονωμένη περίπτωση. Είναι το σύνηθες ύφος και ο πολιτικός λόγος των περισσότερων στελεχών της Αριστεράς. Η σημερινή Ελληνική Αριστερά, με όλες τις εκδοχές της και σε όλες τις εκδηλώσεις της, αποπνέει μίσος, εχθροπάθεια και διχασμό. Εκφράζεται και λειτουργεί απαξιωτικά για τις αρχές και τις αξίες της φιλελεύθερης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Δείχνει ότι δε βολεύεται με τους κανόνες της, τους «αρμούς της εξουσίας».
Είναι ώρα να πούμε τα πράγματα με το όνομα τους. Η ποιότητα ενός δημοκρατικού καθεστώτος κρίνεται με βάση τον σεβασμό των δικαιωμάτων της μειοψηφίας. Στην Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία, η δημοκρατική συνθήκη έχει αντιστραφεί. Η μειοψηφία αμφισβητεί συστηματικά τα δικαιώματα της πλειοψηφίας. Το αδιαπραγμάτευτο δικαίωμα της εκάστοτε Κυβέρνησης να εφαρμόζει τις πολιτικές για τις οποίες την εξέλεξε ο ελληνικός λαός, η Αριστερά το αμφισβητεί. «Αυτός ο νόμος θα μείνει στα χαρτιά». Είναι η αμφισβήτηση του δικαιώματος της πλειοψηφίας να νομοθετεί, χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της Αριστεράς.
Ο πρώην βουλευτής Γ. Κυρίτσης, δήλωσε σχετικά με το πρόσφατο νόμο για την αποκατάσταση της κανονικότητας στα ελληνικά πανεπιστήμια : «Όταν βάζετε την αστυνομία στα πανεπιστήμια, κάθε βδομάδα θα έχετε σκηνικό Νέας Σμύρνης. Αν δεν θέλετε τέτοιες εικόνες πάρτε πίσω τον νόμο Κεραμέως». Παρόμοιες δηλώσεις έκαναν ο πρόεδρος του ΚΚΕ Δ. Κουτσούμπας και ο πρώην Υπουργός Παιδείας Ν. Φίλης. Πραγματοποιώντας τις απειλές τους, ΚΚΕ και ΣΥΡΙΖΑ, από κοινού με τις ακροαριστερές «συλλογικότητες», προχώρησαν στην κατάληψη του ΑΠΘ. Ογδόντα φοιτητές, πανεπιστημιακοί και εξωπανεπιστημιακοί, σε σύνολο 80.000 μελών της πανεπιστημιακής κοινότητας, κράτησαν το πανεπιστήμιο κλειστό επί 18 ημέρες. Η κατάληψη έληξε με επέμβαση της αστυνομίας. Ακολούθησαν οι συνήθεις κραυγές της Αριστεράς για «καταστολή» και «αστυνομοκρατία». Ο Πρύτανης που έκανε το καθήκον του καλώντας την αστυνομία, καταγγέλθηκε ως «καταδότης». Αυτή τη χρόνια αριστερή «κανονικότητα» των Ελληνικών ΑΕΙ, ο νέος νόμος επιχειρεί να μετατρέψει σε «κανονική κανονικότητα».
Αριστερά και κουλτούρα ανυπακοής
Η κουλτούρα ανυπακοής, ανομίας και ατιμωρησίας που συστηματικά καλλιεργεί η Αριστερά είναι βαθιά αντιδημοκρατική. Πλήττει τον πυρήνα της Δημοκρατίας, την εφαρμογή των νόμων. Οι καταλήψεις, οι αποκλεισμοί δρόμων, οι καταστροφές δημόσιας και ιδιωτικής περιουσίας δεν είναι πρελούδιο σοσιαλιστικής επανάστασης, όπως φαντασιώνεται. Είναι εκδηλώσεις κοινωνικής ανευθυνότητας. Στρέφονται κατά της κοινωνίας και όχι κατά της Κυβέρνησης την οποία εκβιάζουν με ομήρους τους πολίτες. Η αντίληψη ότι η καταπάτηση του νόμου είναι επίδειξη επαναστατικότητας, ενώ η εφαρμογή του είναι «καταστολή» και «αυταρχικότητα» χαρακτηρίζει μια Αριστερά όχι απλώς αναχρονιστική, αλλά μια Αριστερά που θεωρεί κατάκτηση την άρνηση της να εκσυγχρονισθεί.
Αριστερά και πολιτική βία
Ο βίαιος και διχαστικός πολιτικός λόγος και οι αντιδημοκρατικές πρακτικές, ιδίως σε περιόδους κρίσης, στρώνουν το χαλί για την εισβολή της πολιτικής βίας. Δημιουργείται έτσι πρόσφορο έδαφος για την αναβίωση της τρομοκρατίας. Δεν συνδέω τη θεσμική Αριστερά με την τρομοκρατία. Στην πράξη όμως ανέχεται ή και συνυπάρχει με τα ακροαριστερά μορφώματα και τους κουκουλοφόρους σε κάθε άσκηση «επαναστατικής γυμναστικής» που οργανώνει. Η Αριστερά αρνείται την πραγματικότητα. Τη βία με αριστερό πρόσημο. Απορρίπτει τη θεωρία των δύο άκρων, γιατί δεν επιθυμεί να συγκρουσθεί με το δικό της άκρο. Εθελοτυφλεί μπροστά στη μάστιγα της αριστερόχρωμης βίας που πλήττει τον πυρήνα της Δημοκρατίας. Την ασφάλεια και την ελευθερία έκφρασης πολιτικού λόγου των πολιτών. Ενώ συντάχθηκε με την Κυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου στην καταστολή της βίας του νεοναζί μορφώματος, αντιτάσσεται στην καταστολή της ακροαριστερής βίας. Η Κεντροδεξιά έλυσε τους λογαριασμούς της με την ακροδεξιά. Έστειλε στη δικαιοσύνη τα ηγετικά της στελέχη. Η δικαιοσύνη τα καταδίκασε για τις πράξεις και όχι για τις ιδέες τους. Αντίθετα, η Αριστερά αρνείται να λύσει τους λογαριασμούς της με το δικό της άκρο. Αποδοκιμάζει φραστικά τη βία και την τρομοκρατία. Στην πράξη όμως προσφέρει πολιτική κάλυψη στα τάγματα εφόδου της ακροαριστεράς. Τους αντιμετωπίζει ως «εγκληματίες με ιδεολογικό πρόσημο» που δικαιούνται ευνοϊκής μεταχείρισης. Ο ΣΥΡΙΖΑ, ως Κυβέρνηση, ψήφισε σειρά ευνοϊκών διατάξεων που μεταξύ άλλων επέτρεπαν στον αμετανόητο πολυισοβίτη τρομοκράτη τη μεταγωγή του στις αγροτικές φυλακές και τις πενθήμερες άδειες εξόδου.
Όλες οι δυτικές δημοκρατίες έχουν τελειώσει ιδεολογικά με το θέμα της τρομοκρατίας. Η Ελλάδα παραμένει η μόνη χώρα που τρομοκρατία και πολιτική βία στοιχειώνουν τη Δημοκρατία. Αιτία, η πολιτική ανοχή που επιδεικνύει η Αριστερά, στα φαινόμενα πολιτικής βίας που οδηγούν στην τρομοκρατία «σε αναστολή», όπως δηλώνουν οι θιασώτες της. Η δήλωση του πολυισοβίτη τρομοκράτη, μετά τον τερματισμό της απεργίας πείνας είναι αποκαλυπτική και εκθέτει ανεπανόρθωτα την Αριστερά. «Μπροστά στη δύναμη αυτών των αγώνων, δηλώνω από τη μεριά μου ότι με την καρδιά και το μυαλό μου είμαι κι εγώ εκεί ανάμεσα σας». «Αγώνες» με την ευγενική χορηγία ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΜΕ.
Η Κυβέρνηση δεν υπέκυψε στον εκβιασμό. Υπερασπίστηκε τη Δημοκρατία και το Κράτος Δικαίου. Η Δημοκρατία δεν εκδικείται. Ούτε όμως εκβιάζεται, ούτε ξεχνά. Το κοινό αίσθημα, το 69.8% των πολιτών συντάχθηκε με την Πολιτεία.
Αριστερά στη νέα εποχή
Ποια είναι η ταυτότητα της σημερινής Αριστεράς και ποια η συνεισφορά της στην ποιότητα της δημοκρατίας και την πρόοδο της χώρας και της κοινωνίας;
Η κατάρρευση των καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού το 1990 διέλυσε κάθε ψευδαίσθηση για τη σημασία και την απήχηση στην κοινωνία της «πάλης για το σοσιαλισμό». Παράλληλα οδήγησε σε πολιτική αφάνεια όλα τα δυτικοευρωπαϊκά κομμουνιστικά κόμματα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η κατάρρευση των ιστορικών ΚΚ. Γαλλίας και Ιταλίας. Άμεση συνέπεια η απελευθέρωση ανεξέλεγκτων δυνάμεων με αριστερό πρόσημο, χωρίς όμως θεσμική υπευθυνότητα. Τα θεσμικά ΚΚ λειτουργούσαν στα πλαίσια και τα όρια των θεσμών. Σε μεγάλες κρίσεις, όπως στο Μάη του 68 στη Γαλλία, ή στην έξαρση της τρομοκρατίας με τη δολοφονία του Άλντο Μόρο στην Ιταλία, βρήκαν πεδία συνεννόησης με τα συντηρητικά κόμματα και αποφεύχθηκαν ανεξέλεγκτες καταστάσεις. Ο σταθεροποιητικός ρόλος των ΚΚ, στα πλαίσια των δημοκρατικών θεσμών, σήμερα δεν υπάρχει. Δημιουργήθηκε μια πολιτική ρευστότητα που αποτελεί δοκιμασία για τη δημοκρατία. Στη Γαλλία τα «κίτρινα γιλέκα» αποτελούν ένα συνονθύλευμα ακροαριστερών, ακροδεξιών και μπαχαλάκηδων που η βία τους δίνει υπόσταση και λόγο ύπαρξης. Η Ελληνική αριστερά πέρασε σε νέα εποχή.
ΚΚΕ και επιστροφή στο παρελθόν
Αδυνατώντας να επεξεργασθεί μια νέα πολιτική ταυτότητα, το ΚΚΕ επέστρεψε στο παρελθόν. Εξακολουθεί να θεωρεί ότι έχασε άδικα στον εμφύλιο, παρόλο που βρισκόταν στη σωστή πλευρά της ιστορίας, ενώ οι νικητές στη λάθος. Απολαμβάνει τα πλεονεκτήματα της φιλελεύθερης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, ενώ με την κουλτούρα της ανυπακοής και παραβατικότητας που καλλιεργεί, υποσκάπτει το κύρος και τα θεμέλια του κράτους δικαίου. Διαβρώνει τις αξίες της δημοκρατίας. Ανάγει σε «δικαίωμα» την παραβίαση των νόμων και περιφρονεί τα δικαιώματα των πολλών. «Νόμος είναι το δίκιο του εργάτη, του απεργού, του καταληψία, του διαδηλωτή», δηλαδή του ΠΑΜΕ. Η εφαρμογή των νόμων συνιστά «ποινικοποίηση των αγώνων». Βαθιά συντηρητικό, αντιστέκεται σε κάθε μεταρρύθμιση που υπαγορεύει η ανάγκη προσαρμογής της χώρας και της κοινωνίας στις σύγχρονες εξελίξεις. Βαθιά ταξικό, υπερασπίζεται με πάθος ακραία προνόμια των συντεχνιών του δημόσιου τομέα σε βάρος των εργαζόμενων του ιδιωτικού τομέα και σε βάρος της κοινωνίας των πολιτών. Ανάγει σε casus belli την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών.
Η εμμονή στα οράματα της οκτωβριανής επανάστασης του 1917, τοποθετεί το ΚΚΕ όχι στην κατηγορία των πολιτικών κομμάτων, αλλά της θρησκευτικής σέχτας. Όπως οι βουρβόνοι, το ΚΚΕ «δεν έμαθε τίποτα και δεν ξέχασε τίποτα».
Πολιτικός τυχοδιωκτισμός
Ο ΣΥΡΙΖΑ, συνονθύλευμα περιθωριακών αριστερών «συνιστωσών», καβάλησε το κύμα οργής και αγανάκτησης του Ελληνικού λαού που προκάλεσε η οικονομική κι όχι μόνο, χρεοκοπία. Με σημαία τον λαϊκισμό, πέτυχε σε μια πενταετία, 2010-2015, από 4% να αναδειχθεί σε κόμμα εξουσίας, ενσωματώνοντας το βαθύ λαϊκίστικό ΠΑΣΟΚ.
Η ώσμωση της πάνω και της κάτω πλατείας των «αγανακτισμένων», την περίοδο 2011-12, αποτυπώθηκε στο κυβερνητικό σχήμα που προέκυψε από τις εκλογές του 2015, με τη συνεργασία ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ και συγκυβερνήτη τον Πάνο Καμμένο. Η συνεργασία με ένα τμήμα της ακροδεξιάς αποτελεί ανεξίτηλο στίγμα στη φυσιογνωμία ενός αριστερού κόμματος που επικαλείται ανερυθρίαστα τις «ιστορικές καταβολές» της Αριστεράς. Με «αυταπάτες» αντί για σχέδιο διακυβέρνησης και με Υφυπουργό αρμόδιο για την κοινωνική ασφάλιση τον Παύλο Χαϊκάλη, η Ελλάδα απέφυγε τα χειρότερα, χάρη στην περίφημη «κωλοτούμπα» του Α. Τσίπρα, μετά το καταστροφικό δημοψήφισμα τον Ιούλιο του 2015.
Η έλλειψη βασικών προϋποθέσεων παραγωγής πολιτικής της ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ, παιδεία, στρατηγική σκέψη, επαγγελματισμός, τον οδηγούν, ως Αντιπολίτευση, στο πολωτικό και διχαστικό πολιτικό του DNA. Καταφεύγει στην επίκληση φαντασμάτων ξεκομμένων από τα ιστορικά βιώματα της σημερινής ελληνικής κοινωνίας και ιδιαίτερα της νεολαίας. Από τη μετεμφυλιακή περίοδο του 1950 απέχουμε 74 χρόνια και από τη χούντα 54. Δηλητηριάζει την πολιτική ζωή με λόγο τοξικό. Ταυτίζει μια ολόκληρη παράταξη με την παιδοφιλία. Αντιγράφει τον Ερντογάν αντιστρέφοντας την πραγματικότητα. Επιχειρεί να προσάψει στον πολιτικό του αντίπαλο ακριβώς ο,τι χαρακτηρίζει τον ίδιο και τον πολιτικό του λόγο. Εχθροπάθεια, τοξικότητα, διχασμό. Τη φιλελεύθερη πολιτική της Κυβέρνησης Μητσοτάκη την καταγγέλλει ως «νεοφιλελευθερισμό». Βαφτίζει νεοφιλελευθερισμό κάθε εκσυγχρονιστική μεταρρύθμιση που θίγει συντεχνιακά συμφέροντα. Ξεχνά ότι είναι αυτός που εφάρμοσε τις πιο σκληρές πολιτικές στα πλαίσια του τρίτου μνημονίου που προσυπέγραψε. Θυμήθηκε και τους «νοικοκυραίους» ενώ είναι αυτός που εξόντωσε τη μεσαία τάξη.
Εκμεταλλευόμενος ένα περιστατικό υπέρμετρης αστυνομικής βίας, ο ΣΥΡΙΖΑ επιχείρησε να μετατρέψει την πλατεία Νέας Σμύρνης σε πλατεία «νεοαγανακτισμένων». Αγνόησε τη ρήση του Μαρξ ότι «όλα τα μεγάλα γεγονότα παρουσιάζονται δύο φορές. Τη μια ως τραγωδία, την άλλη ως φάρσα». Με σύνθημα «έξω οι μπάτσοι από τις γειτονιές μας», οργάνωσε, με επικεφαλής τη νεολαία του, διαδήλωση και πορεία κατά του αστυνομικού τμήματος. Στο προσκλητήριο ανταποκρίθηκαν «Ρουβίκωνες», «συλλογικότητες» και χούλιγκανς. Το άγριο λιντσάρισμα του νεαρού αστυνομικού από κουκουλοφόρους με δολοφονικά ένστικτα, ακύρωσε τους πολιτικούς σχεδιασμούς της Κουμουνδούρου και το αίμα του «μπάτσου» έπεσε επί των ανεγκέφαλων κεφαλών των οργανωτών.
Η τυχοδιωκτική αντιπολιτευτική τακτική του ΣΥΡΙΖΑ αποτυπώνεται στο μείζον πρόβλημα της υγειονομικής κρίσης. Στην αρχή της πανδημίας, όταν η αποφασιστικότητα του Κυρ. Μητσοτάκη και η ανταπόκριση της κοινωνίας και του ΕΣΥ μετέτρεψαν τη χώρα μας σε διεθνές πρότυπο «έβαλε πλάτη». Σήμερα που η πανδημία έχει προσλάβει εκρηκτικές διαστάσεις, όχι μόνο στη χώρα μας αλλά διεθνώς λόγω της μετάλλαξης του ιού, «βάζει πλάτη στον κορωνοϊό». Με 632 διαδηλώσεις σε 50 μέρες, επενδύει στην κατάρρευση του ΕΣΥ, την αύξηση των νεκρών και το θάνατο του εμποράκου. Αντιγράφοντας τον πολυισοβίτη, εκβιάζει την Κυβέρνηση προτείνοντας moratorium. Να σταματήσει να νομοθετεί για να σταματήσει να διαδηλώνει, «αναλαμβάνοντας το ρίσκο» για τους θανάτους των άλλων. Στη Μαλεσίνα, σε ένα γάμο με 200 καλεσμένους, 60 πήγαν στα νοσοκομεία και 13 στον άλλο κόσμο. Σε καμία ευρωπαϊκή χώρα η πανδημία δεν έγινε αντικείμενο πολιτικής αντιπαράθεσης. Μόνο στην Ελλάδα η Αντιπολίτευση, στην πιο βίαιη αναμέτρηση ζωής και θανάτου, επιδιώκει μικροκομματικά οφέλη.
Επανεφεύρεση της Αριστεράς
Η αδυναμία διατύπωσης από την Αριστερά μιας αξιόπιστης και ρεαλιστικής εναλλακτικής πρότασης για τα μείζονα προβλήματα της χώρας και της εποχής (παγκοσμιοποίηση, κλιματική αλλαγή, ανισότητες, μετανάστευση) την εγκλωβίζει στο παρελθόν και την οδηγεί στον πολιτικό ακτιβισμό, στο δρόμο. Με δυσδιάκριτα πολλές φορές τα όρια με την πολιτική βία. Η αδυναμία προσαρμογής στην πραγματικότηα και τα δημοκρατικά θεσμικά πλαίσια στερεί την πολιτική ζωή από την επιδίωξη συνενόησης και συναίνεσης. Θυμίζω ότι πάνω στα δύο αυτά συστατικά της πολιτικής ομαλότητας, που επέδειξαν όλες οι πολιτικές δυνάμεις μετά τη Χούντα, θεμελιώθηκε η Μεταπολίτευση.
Η Αριστερά, στο παρελθόν, διέθετε ηγετικά στελέχη με υψηλό αίσθημα ευθύνης, παιδεία και πολιτικό ήθος. Άλλα ηττήθηκαν, όπως ο Λεωνίδας Κύρκος και ο Γρηγόρης Φαράκος. Άλλα έφυγαν νωρίς, όπως ο Μιχάλης Παπαγιαννάκης. Και σήμερα υπάρχουν αριστεροί με αρχές, αξίες και οράματα. Δεν κοσμούν όμως τις τάξεις της σημερινής Αριστεράς. Οι ισοπεδωτικοί κομματικοί μηχανισμοί αναδεικνύουν μετριότητες, οπορτουνιστές και στελέχη του κομματικού σωλήνα. Η Αριστερά πρέπει να επανεφευρεθεί. Η δημοκρατία τη χρειάζεται.
Γίνεται συχνά λόγος για σύγκρουση δύο κόσμων. Το πολωτικό σκηνικό μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς έχει καταρρεύσει. Σήμερα οι διαχωριστικές γραμμές τοποθετούνται μεταξύ υπευθυνότητας και ανευθυνότητας. Μεταξύ αυτονόητου και αδιανόητου. Μεταξύ ορθολογισμού και ανορθολογισμού. Οι πολίτες, ανεξάρτητα από τι ψηφίζουν, βλέπουν κρίνουν και αποτιμούν με αυτά τα κριτήρια. Γι αυτό ένα ποσοστό της τάξης του 70% ψηφοφόρων του ΚΙΝΑΛ και 30% του ΣΥΡΙΖΑ επικροτούν τις βασικές επιλογές της Κυβέρνησης Μητσοτάκη. Με τα σημερινά δεδομένα, αντίπαλος της Κυβέρνησης είναι ο εαυτός της.
Ο κ. Βασίλης Κοντογιαννόπουλος είναι πρώην υπουργός.