Ενας συγγραφέας που είχε δοκιμάσει κάποτε την τύχη του στο αστυνομικό μυθιστόρημα έλεγε πως το είδος δεν άνθησε ποτέ στην Ελλάδα επειδή θα ήταν αδύνατον να καρποφορήσει ο σπόρος σε ένα κράτος που ήταν συνήθως αστυνομικό και σχεδόν πάντοτε αστυνομοκρατούμενο.
Ο αστυνόμος Μπέκας του Γιάννη Μαρή ήταν, σύμφωνα με αυτή την ανάγνωση, η εξαίρεση στον κανόνα. Αλλά κι αυτός έπρεπε να είναι υπερβολικά προσηνής, ένα υπόδειγμα καλών τρόπων και ευγένειας, για να βρει το κοινό του. Επρεπε να μη φοβίζει μια κοινωνία της οποίας ένα μεγάλο τμήμα είχε σοβαρούς λόγους να αισθάνεται άβολα απέναντι στο πηλήκιο ή ακόμη και να το τρέμει.
Το συναίσθημα ήταν τόσο έντονο που χρειάστηκαν μερικά μεταπολιτευτικά χρόνια και μια κυβερνητική αλλαγή, από την καραμανλική Νέα Δημοκρατία στο ΠαΣοΚ του Ανδρέα Παπανδρέου, για να αποκατασταθεί. Ο αστυνόμος όχι μόνο δεν φόβιζε πια, αλλά εάν πίστευε κανείς τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, είχε τρωθεί τόσο το κύρος του και είχε καταρρακωθεί τόσο το ηθικό του ώστε κάποιος έπρεπε να φροντίσει για την ανύψωσή του. Επέλεξε να το κάνει ο ίδιος ως πρωθυπουργός με τη φράση «το κράτος είστε εσείς».
Ηταν μια μάλλον τραχιά εκδοχή του δόγματος «Νόμος και τάξη». Και ήταν το ίδιο δόγμα που, με διαφορετική διατύπωση, επανέλαβε ο σημερινός πρωθυπουργός στην αρχή της δικής του θητείας. Τριάντα χρόνια μετά, η άποψη του κόμματος που κυβερνούσε τότε και κυβερνά και σήμερα είναι η ίδια. Οπως και τότε, έτσι και σήμερα η ΝΔ λέει πως όχι μόνο δεν κυριαρχεί ο φόβος, αλλά βασιλεύει η ανομία. Ακόμη χειρότερα, όχι μόνο δεν αναγνωρίζεται το μονοπώλιο της βίας στο κράτος, δηλαδή στην αστυνομία, αλλά δικαιολογείται ή υποδαυλίζεται από πολιτικές δυνάμεις του δημοκρατικού τόξου η βία που ασκείται στο όνομα της αδικίας, της οργής ή κάποιου ευγενούς αγώνα.
Σε αυτό το blame game, ο ΣΥΡΙΖΑ της επαναστατικής γυμναστικής δεν έχει παρά να υποδείξει τη ΝΔ των νοικοκυραίων ως έναν μπαμπούλα αστυνομικής βαρβαρότητας με ένοχο παρελθόν. Δεν έχει παρά να παραλλάξει το σύνθημα «ο λαός δεν ξεχνά τι σημαίνει Δεξιά» και να περιμένει το επόμενο κρούσμα αστυνομικής βίας που θα κάνει το ποτήρι της υποτιθέμενης κοινωνικής οργής να ξεχειλίσει. Μόνο που έτσι χάνεται η ουσία του προβλήματος. Και το πρόβλημα είναι πως η αστυνομία, τα κλομπ της οποίας έχουν προσγειωθεί κατά καιρούς στις πλάτες συνταξιούχων και ατόμων με ειδικές ανάγκες ακόμη και όταν κυβερνούσε ο ΣΥΡΙΖΑ, παραμένει ανεκπαίδευτη. Και πως μπορεί και ο αστυνόμος Χαρίτος του Πέτρου Μάρκαρη να είναι προσηνής και καλοκάγαθος, ένας μικροαστός της διπλανής πόρτας, αλλά οι υποθέσεις αστυνομικής βαρβαρότητας που εκδηλώθηκαν επί πασών των κυβερνήσεων κλειδώθηκαν στους φωριαμούς για να μη βγουν από μέσα ποτέ.
Δεν είναι αυτή ασφαλώς η ύλη ενός αστυνομικού μυθιστορήματος. Είναι όμως η ύλη του πολιτικού παιχνιδιού που επιμένει να παίζεται εδώ και δεκαετίες και που, αντίθετα από το αστυνομικό μυθιστόρημα, απογοητεύει όλο και περισσότερο το κοινό του.