Εζησα τη δράση της «17 Νοέμβρη», κάλυψα την εξάρθρωση και τη δίκη της, της αφιέρωσα αναρίθμητα κείμενα, πολλές τηλεοπτικές εκπομπές και ένα βιβλίο.
Το 2003, όταν έφευγα από τη δικαστική αίθουσα των φυλακών Κορυδαλλού μετά την ανακοίνωση των ποινών, πίστευα ότι είχα τελειώσει μαζί της. Οτι το θέμα έκλεισε.
Λάθος μου. Υπάρχουν λογαριασμοί που δεν κλείνουν ποτέ.
Δεκαοκτώ χρόνια αργότερα να ‘μαστε πάλι με τον Κουφοντίνα, τους συνήγορους του Κουφοντίνα, τους φίλους του Κουφοντίνα και τους οπαδούς του Κουφοντίνα στους δρόμους να δηλώνουν «Γεννήθηκα 17 Νοέμβρη». Η Αθήνα πρέπει να είναι η μοναδική δυτική πρωτεύουσα που ζει τέτοιους παροξυσμούς.
Το κόλπο είναι παλιό. Με το πρόσχημα κάποιου «δικαιώματος» στήνεται μια πολιτική διεκδίκηση. Η κυβέρνηση εκβιάζεται να παρέμβει και να διαπραγματευτεί τη διεκδίκηση ώστε να ηττηθεί και η κυβέρνηση και η δημοκρατία. Το περιέγραψε εξαιρετικά ο Α. Μανιτάκης (4/3).
Ενδεικτικά. «Εχουμε πολιτικές αποφάσεις και πολιτική πρέπει να είναι η λύση» (Ιωάννα Κούρτοβικ, συνήγορος Κουφοντίνα, 2/3).
«Το θέμα είναι καθαρά πολιτικό, πολιτική θα είναι η απόφαση» (Ν. Μπίστης, στέλεχος ΣΥΡΙΖΑ, 1/3).
«Είναι ένα πολιτικό ζήτημα που απαιτεί πολιτική λύση» (Εκτωρ Κουφοντίνας, 4/3).
Στην κατεύθυνση υποστήριξης του εκβιασμού δραστηριοποιήθηκαν «χρήσιμοι συμπαραστάτες» στο όνομα του διαφωτισμού, του ανθρωπισμού και του δικαίου. Ενώσεις δικαιωμάτων, πανεπιστημιακοί, η Ενωση Δικαστών και Εισαγγελέων κ.λπ.
Ακόμη χειρότερα, τον βασικό μοχλό του εκβιασμού υιοθέτησε απερίσκεπτα όχι μόνο η εξωκοινοβουλευτική Αριστερά αλλά και προσωπικά ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, το ΜέΡΑ25, το ΚΚΕ και σύσσωμος (σχεδόν) ο ΣΥΡΙΖΑ.
Το ζητούμενο ήταν να μετακινηθεί η υπόθεση από μια απειλή κατά της Δημοκρατίας στη διακινδύνευση μιας ανθρώπινης ζωής. Ισως συνειδητά, ίσως όχι, υιοθετούσαν το κεντρικό επιχείρημα του εκβιασμού αλλά και τον ίδιο τον εκβιασμό ζητώντας από την κυβέρνηση να παρέμβει.
Ηταν η πρόβα τζενεράλε για την επανεισαγωγή στην πολιτική ζωή της εξωθεσμικής πίεσης από νοσηρές ομάδες και επικίνδυνους παράγοντες. Το πονηρό επιχείρημα ότι η τρομοκρατία είναι μια «ηττημένη υπόθεση» (άρα η δημοκρατία μπορεί να δείξει επιείκεια…) δεν ήταν παρά η Κερκόπορτα για τη νεκρανάστασή της.
Ετσι, το τελεσίγραφο πως η κυβέρνηση οφείλει να υποκύψει «για λόγους ασφάλειας του κράτους, της χώρας και της δημόσιας τάξης» (Κούρτοβικ, 4/3) ακούστηκε πολύ ωμό για να θεωρηθεί ρητορικό.
Το βέβαιο είναι ότι η μεγάλη πλειοψηφία κατάλαβε τι παίζεται και δεν «τσίμπησε» στις οιμωγές για κάποιο προσχηματικό δικαίωμα. Το 69,8% ζητεί να μην ικανοποιήσει η κυβέρνηση το αίτημα του Κουφοντίνα. Μόνο το 15,5% διατυπώνει την αντίθετη άποψη (MRB, 4/3).
Δεν «τσίμπησε» όμως ούτε η κυβέρνηση, κι αυτό έως τώρα είναι μάλλον το πιο θετικό στοιχείο της υπόθεσης. Αν μια κυβέρνηση άγεται και φέρεται από υπογραφές, διαδηλώσεις και σφραγίδες τότε δεν κυβερνά η κυβέρνηση. Κυβερνούν οι υπογραφές, οι διαδηλώσεις και οι σφραγίδες.
Υποστηρίζοντας ότι η πολιτεία «έχει κλείσει τους λογαριασμούς της μαζί του» (24/2) οι υποστηρικτές του Κουφοντίνα έκαναν διπλό λάθος.
Πρώτον, η μόνη που έχει κλείσει τους λογαριασμούς της είναι η Δικαιοσύνη. Και ορθά.
Δεύτερον, παραμένουν απολύτως ανοιχτοί οι λογαριασμοί με τη Δημοκρατία και τους ανθρώπους – ενδεχομένως και για τον ίδιο τον Κουφοντίνα όσο εξακολουθεί να υποδύεται τον επαναστάτη…
Αλλά με τους ανοιχτούς λογαριασμούς δεν παίζεις.