Τρεις υποθέσεις σε κοινό περιτύλιγμα. Να το ξετυλίξουμε.
Πρώτον, η υπόθεση του ελληνικού #MeToo που ξεκίνησε με τις καταγγελίες της Σοφίας Μπεκατώρου και συνεχίστηκε με πολλές αποκαλύψεις σε διάφορους κοινωνικούς χώρους.
Δεύτερον, η περίπτωση Λιγνάδη. Η υπόθεση έφτασε στη Δικαιοσύνη ως προς το ποινικό σκέλος. Ως προς το πολιτικό απαντήθηκε από τον Πρωθυπουργό στη Βουλή.
Τρίτον, η επίθεση στην κυβέρνηση είτε επισήμως από την αντιπολίτευση είτε μέσω παραγόντων και προσωπικοτήτων, ή μέσα από ανώνυμες και επώνυμες αναρτήσεις στο Διαδίκτυο.
Η πρώτη και η δεύτερη υπόθεση έχουν πάρει τον δρόμο τους. Ευτυχώς έχουμε κράτος δικαίου και θα επιληφθούν οι φυσικοί δικαστές. Εκείνοι θα ελέγξουν τις έκνομες συμπεριφορές του ενός ή του άλλου.
Η τρίτη υπόθεση είναι μια καθαρά πολιτική επιχείρηση, συνηθισμένη σε μία δημοκρατία. Ο καθένας την κρίνει ανάλογα με τις προτιμήσεις και τις πεποιθήσεις του.
Το επικοινωνιακό πατιρντί είναι σαφώς θελκτικό. Γνωστά ονόματα, καλλιτεχνικά παρασκήνια, σοκαριστικές καταγγελίες, προσωπικές συγκρούσεις και (πραγματικές ή υποτιθέμενες) αποκαλύψεις – η χαρά του τηλεοπτικού πρωινάδικου…
Απλώς το πολιτικό φορτίο είναι εξαιρετικά ασθενές.
Δεν νομίζω ότι υπάρχουν μάζες Ελλήνων που εν μέσω COVID τραβούν ζόρι με τη Μενδώνη ή που καίγονται αν θα παραιτηθεί. Ούτε πιστεύω ότι υπάρχουν κανονικοί άνθρωποι που αποδέχονται τις άθλιες υπόνοιες για «κύκλωμα διακίνησης ανηλίκων» από το Μέγαρο Μαξίμου.
Τι μένει; Το κόστος της υπερβολής. Μετά την Ικαρία, τη «Μήδεια», τα Πανεπιστήμια και τον Λιγνάδη, η ΝΔ καταγράφει προβάδισμα 17,1 μονάδων έναντι του ΣΥΡΙΖΑ (Opinion Poll, 24/2).
Ο απολογισμός λέει λίγα για την κυβέρνηση, η οποία απλώς κατάφερε να πιαστεί από την υπερβολή των άλλων για να βγει από τη δύσκολη θέση που την είχε φέρει η υπόθεση Λιγνάδη.
Αλλά λέει πολλά για την αντιπολίτευση. Κυρίως ότι το καταγγελτικό ύφος τύπου Πολάκη που παραδόξως έχει υιοθετήσει ο Αλ. Τσίπρας και άλλοι στον ΣΥΡΙΖΑ δεν πουλάει.
Γενικότερα σε όλα τα μέτωπα των τελευταίων ημερών, η αντιπολίτευση κατάφερε να βγει ζημιωμένη. Οχι επειδή δεν υπήρχε αντικείμενο κριτικής στην κυβέρνηση. Υπήρχε και πλούσιο.
Αλλά επειδή η κριτική ξέφευγε τόσο πολύ σε τόνους, επικρίσεις και κατάρες ώστε η κυβέρνηση έδινε την εντύπωση ενός θύματος της υπερβολής των άλλων.
Είναι προφανές ότι είκοσι μήνες μετά την άνοδο του Κ. Μητσοτάκη στην εξουσία, η αντιπολίτευση (μείζων και ελάσσων) δεν έχει βρει ακόμη τον σωστό τόνο στην αντιμετώπιση της κυβερνητικής πολιτικής. Ή έστω δεν έχει βρει τα σωστά λόγια να απευθυνθεί πειστικά στην ελληνική κοινωνία.
Δεν ξέρω αν αποτελεί συνειδητή επιλογή ή αν παρασύρεται από ανεγκέφαλους υστερικούς που πλημμυρίζουν το Διαδίκτυο ή συγκροτούν τον λεγόμενο «αριστερό Τύπο».
Ενδεχομένως ισχύουν και τα δύο. Αλλά το αποτέλεσμα είναι ότι η αντιπολίτευση δείχνει να έχει περιέλθει σε καθεστώς ομηρείας από δυνάμεις τις οποίες η ελληνική κοινωνία καταφανώς αποστρέφεται.
Το παλαιότερο σχέδιο μετακίνησης του ΣΥΡΙΖΑ σε πιο κεντρώους προσανατολισμούς έχει παραπεμφθεί στις ελληνικές καλένδες. Κι άλλες δυνάμεις φαίνεται να έχουν πάρει το πάνω χέρι.
Αυτό δεν σημαίνει φυσικά ότι η κυβέρνηση έχει και θα έχει λευκή επιταγή. Αλλά ακόμη κι αν η επιταγή αρχίσει να γίνεται τσουχτερή, χρειάζεται πάντα κάποιος για να την εισπράξει.
Και κατά προτίμηση όχι με 45άρι στο γκισέ της τράπεζας!