Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω αν στις διάφορες, διαδικτυακές πλέον, ημερίδες για τα 200 χρόνια από την Επανάσταση του 1821 υπάρχει κάποια η οποία θα αφορά τις παθογένειες του ελληνικού κράτους. Ενδεχομένως ο «Κύκλος» του Ευάγγελου Βενιζέλου να ασχοληθεί με το θέμα – άλλωστε οι εκδηλώσεις που διοργανώνει αρκετές φορές έχουν το στοιχείο της επικαιρότητας και άλλες πάλι είναι εκτός «γραμμής».
Αναφέρομαι στις παθογένειες του ελληνικού κράτους για να αναδείξω την, κατά την γνώμη μου, κορυφαία εξ αυτών, τη δομή και τη στελέχωσή του. Από τις πρώτες κιόλας ημέρες της στελέχωσής του, ο ελληνικός κρατικός μηχανισμός έγινε «αποθήκη» ρουσφετιών και χώρος τακτοποίησης ημετέρων – παιδιά αγωνιστών του ’21, με διευθυντές και προϊσταμένους παιδιά κοτζαμπάσηδων και προεστών. Συνήθως αναλφάβητων ή με ελάχιστες γνώσεις.
Επρεπε να στελεχωθεί το νέο ελληνικό κράτος, και δεν υπήρχε ούτε χρόνος, ούτε διαθέσιμο ανθρώπινο δυναμικό για να υπάρξει κάτι καλύτερο από αυτό. Το δυστύχημα είναι ότι αυτή η πρώτη «μαγιά» όχι μόνο δεν έγινε προσπάθεια να διορθωθεί τις επόμενες δεκαετίες, αλλά αφέθηκε να δίνει το ίδιο «ψωμί» για πολλά χρόνια ακόμη. Τα παιδιά των αγωνιστών του ’21 έδωσαν τη θέση τους στην κομματική πελατεία και με τον τρόπο αυτόν δίπλα στο άντρο του ρουσφετιού θέριεψε η γραφειοκρατία. Και το κράτος από υπηρέτης του πολίτη έγινε βασανιστής, αντίπαλος και εν τέλει εχθρός του.
Κατά καιρούς έγιναν μερικές υποτυπώδεις προσπάθειες να επικρατήσει ένα είδος αξιοκρατίας στις προσλήψεις υπαλλήλων του Δημοσίου, αλλά κάθε φορά που ελάμβανε μια κυβέρνηση ένα μέτρο προς την κατεύθυνση αυτή, μια άλλη κυβέρνηση νομοθετούσε για την υπονόμευσή του.
Αν, ας πούμε, υπήρξε κορυφαία νομοθετική προσπάθεια να μπει ένα τέλος στις ρουσφετολογικές προσλήψεις στο Δημόσιο με τον περίφημο νόμο του Αναστάση Πεπονή (1994), που καθιέρωσε το ΑΣΕΠ, δέκα χρόνια μετά η κυβέρνηση Καραμανλή, απαντώντας στις ασφυκτικές πιέσεις της εκλογικής βάσης για προσλήψεις «δικών μας» παιδιών στο Δημόσιο, θέσπισε την περίφημη «συνέντευξη» ως κριτήριο για την πρόσληψη κάποιου. Ο υποψήφιος προς πρόσληψη δεν αρκούσε να έχει τα τυπικά προσόντα, έπρεπε να περάσει και από συνέντευξη, κατά την οποία υποβαλλόταν σε… σκληρές ερωτήσεις του είδους «το μαύρο άλογο του Καραϊσκάκη τι χρώμα είχε;» ή «τα παιδιά του Ζεβεδαίου ποιον είχαν πατέρα;» και παρόμοια σχετικά. Παρωδία. Αλλά δυστυχώς αυτή η παρωδία παρήγαγε αποτέλεσμα. Σοβαρό. Πάνω από 350.000 «δικά μας», δεξιά, παιδιά προσλήφθηκαν στο Δημόσιο με ένα ετήσιο κόστος 15-20 δισ. και κάπως έτσι η χώρα οδηγήθηκε στα βράχια της χρεοκοπίας…
Τα θυμήθηκα όλα αυτά τώρα που η κακοκαιρία σάρωσε τη χώρα και παρέλυσε την κρατική μηχανή. Και παρακαλώ να τα θυμόμαστε όλοι κάθε φορά που ύστερα από μια τέτοια θεομηνία αναρωτιόμαστε φωναχτά «μα πού είναι το κράτος;». Οχι πως θα νιώσουμε καλύτερα χωρίς ρεύμα, νερό, συγκοινωνίες, αλλά τουλάχιστον να ξέρουμε ότι επί του συγκεκριμένου υπάρχει μια μορφή συνυπευθυνότητας. Γιατί δεν μπορείς να περιμένεις καλύτερο κράτος, όταν με έναν τρόπο έχεις συναινέσει στην κατάργηση της αξιοκρατίας και βολεύεσαι με τη «συνέντευξη» που θεσπίζει ο κάθε τυχάρπαστος ρουσφετολόγος υπουργός…