Ολα έχουν κάποτε ένα τέλος. Και γι’ αυτό είχε δίκιο ο Τσίπρας όταν έλεγε ότι «άρχισε η αντίστροφη μέτρηση» για τον Μητσοτάκη (Alpha, 9/2).

Απλώς δεν ξέρουμε πόσο θα κρατήσει η μέτρηση (θα είναι έως το τρία, έως το δεκατρία ή έως το κανένα εκατομμύριο;) και πότε θα λήξει.

Προς το παρόν δεν βλέπω τον Μητσοτάκη να βιάζεται.

Προφανώς η πρωθυπουργία του έχει ουλές – ούτως ή άλλως έφτασε τους είκοσι μήνες διακυβέρνησης… Αλλά δεν δείχνει στα πρόθυρα της κατάρρευσης, όπως είναι η πρόδηλη διάγνωση και επιθυμία της αντιπολίτευσης.

Εδώ έχουμε ένα ενδιαφέρον ψυχολογικό φαινόμενο.

Μια μειοψηφία συμπολιτών μας δεν γουστάρει, απορρίπτει ή ακόμη χειρότερα μισεί τον Μητσοτάκη και το σημερινό σύστημα διακυβέρνησης.

Αυτή την άποψη όμως καταφανώς δεν συμμερίζεται η πλειοψηφία, κάτι που καταγράφεται σε όλους τους πιθανούς και απίθανους δείκτες.

Φυσιολογικά πράγματα. Δημοκρατία έχουμε.

Τι συμβαίνει όμως; Οι μειοψηφούντες δυσανασχετούν που η άποψή τους είναι μειοψηφική και την αποδίδουν όχι στην ουσία της αλλά στη στρέβλωση των πραγμάτων.

Τους φταίνε οι δημοσκοπήσεις, οι ολιγάρχες, ο Τύπος, οι τηλεοράσεις, η ΕΡΤ, οι «πουλημένοι δημοσιογράφοι», η ανοχή της κοινωνίας, η προπαγάνδα και «ο Θεός που μας μισεί».

Για να παρηγορηθούν κάποιοι (οι πιο αρχόσχολοι, υποθέτω…) βγάζουν το άχτι τους στα social media.

Μόνο που έτσι αναπαράγουν τον εαυτό τους υποδυόμενοι τον κόσμο. Και μετά αγανακτούν όταν αποδεικνύεται ότι τελικά ο κόσμος δεν είναι παρά η αναπαραγωγή του εαυτού του.

«Φταίει ο Χρυσοχοΐδης», «Να παραιτηθεί η Μενδώνη», «Χούντα στα Πανεπιστήμια», «Ανίκανος ο Μητσοτάκης»…

Ολα αυτά μπορεί να ισχύουν ή να μην ισχύουν ανάλογα με την άποψη του καθενός.

Σίγουρα όμως δεν αποτελούν κυρίαρχο ρεύμα στην κοινωνίας μας. Είναι απλώς μια επιλεκτική «κοινή γνώμη» την οποία επικαλούνται διάφοροι ενδιαφερόμενοι («Ξεσηκωμός στο Twitter», Αυγή, 11/2 ή «Κυριαρχεί στο Twitter», Εφ.Συν, 19/2) ώστε να υποστηρίξουν τις δικές τους απόψεις. Κάτι δηλαδή σαν παράλληλο σύμπαν.

Απολύτως θεμιτό. Μόνο που οι κυβερνήσεις πέφτουν από πραξικόπημα, εξέγερση ή εκλογές. Καμία κυβέρνηση δεν έχει πέσει ποτέ από ξεκατίνιασμα.

Η «αντίστροφη μέτρηση» άλλωστε δεν δρομολογείται από τους αντιπάλους τους αλλά από εκείνους που τις εξέλεξαν. Κα γι’ αυτό η κυβέρνηση θα κλονιστεί όχι όταν φωνάζει ο Τσίπρας ή το Instagram, αλλά όταν πάψει να εκφράζει το κοινωνικό ρεύμα που την έφερε στην εξουσία.

Το στρατηγικό λάθος της αντιπολίτευσης είναι ότι η πόλωση ευνοεί την κυβέρνηση αφού της επιτρέπει να περιχαρακώνει τους οπαδούς της.

Σε συνθήκες πόλωσης ένας ψηφοφόρος δυσκολότερα θα εγκαταλείψει το στρατόπεδό του για να μετακινηθεί στους αντιπάλους. Και όλα τα πεδία σύγκρουσης που έχει έως τώρα επιλέξει η αντιπολίτευση είναι σχεδόν εκ προοιμίου προνομιακά για τη φιλοκυβερνητική κοινή γνώμη.

Εκεί που η κυβέρνηση καθίσταται ευάλωτη είναι στα ζητήματα που την εκθέτουν στους ψηφοφόρους της: η καθημερινότητα, η λειτουργία των κρατικών μηχανισμών, η φορολογική επιβάρυνση, ακόμη κι ένας χιονιάς όπως η «Μήδεια».

Υπό μία προϋπόθεση. Οτι η αντιπολίτευση μπορεί να αναδείξει παραστατικά την αδυναμία της κυβέρνησης. Να πείσει δηλαδή ότι εκείνη θα τα έκανε καλύτερα.

Δεν θέλω λοιπόν να διαφωνήσω με τον αρχηγό της αντιπολίτευσης.

Απλώς πολύ φοβούμαι πως ακόμη κι αν άρχισε η αντίστροφη μέτρηση για τον Μητσοτάκη, μάλλον θα αργήσει να τελειώσει.

Τέσσερις μέρες

«Με δυο μέρες χιόνι διαλύθηκε η χώρα» διαπίστωσε το πρωί της Τετάρτης η Γραμματέας της ΚΟ του ΣΥΡΙΖΑ.

Την Πέμπτη η λειτουργία της χώρας είχε αποκατασταθεί.

Πράγμα που σημαίνει ότι η Ελλάδα πρέπει να είναι η μοναδική χώρα που διαλύθηκε και ξαναφτιάχτηκε μέσα σε τέσσερα 24ωρα. Ακόμη κι ο Μεγαλοδύναμος χρειάστηκε έξι μέρες για να φτιάξει τον κόσμο.

Τι συνέβη; Ομολογώ ότι η μόνη εξήγηση που μπορώ να βρω είναι ότι η χώρα ξανάφτιαξε επειδή ανάμεσα στο πρωί και στο βράδυ της Τετάρτης εμφανίστηκε ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ στη Βουλή για να καταγγείλει την κυβέρνηση που διέλυσε τη χώρα.

Απέδωσε.

Βαθιά χασμουρητά

Τέλος καλοκαιριού ήταν κάτι νέοι που πήγαν να κάνουν «αγωνιστικό κάμπινγκ» στον Γράμμο για να αναπολήσουν τον Εμφύλιο.

Το φθινόπωρο κάποιοι ομοϊδεάτες τους θυμήθηκαν τη Χούντα με αφορμή την απαγόρευση των διαδηλώσεων. Πριν ανασύρουν από το χρονοντούλαπο το Σπουδαστικό της Ασφάλειας με αφορμή τον νέο νόμο για την ανώτατη εκπαίδευση.

Την ίδια στιγμή η χώρα (και ο πλανήτης…) έχουν μπει αισίως στην τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα. Και ομολογώ ότι δεν έχω βρει άλλη ευρωπαϊκή δημοκρατία στην οποία ο δημόσιος διάλογος να διεξάγεται με όρους αντίστοιχου αναχρονισμού.

Πριν μερικά χρόνια, κάποιοι έπεσαν να φάνε τον Μητσοτάκη όταν είπε ότι οι σημερινοί νέοι τρεις σκασίλες έχουν για τη δολοφονία Λαμπράκη. Ενδεχομένως δεν έχουν καν ιδέα τι είναι τα τρίκυκλα.

Προφανώς είχε δίκιο. Η δολοφονία Λαμπράκη απέχει από τη σημερινή Κυριακή περισσότερο από όσο απείχε η Δίκη των Εξι από τη Μεταπολίτευση. Αλλά δεν θυμάμαι κανέναν νέο της δεκαετίας του ΄70 να παθιάζεται για τον Γούναρη και τον Πρωτοπαπαδάκη.

Λογικό. Η χώρα σήμερα δεν έχει καμία σχέση με την Ελλάδα του Εμφυλίου ή της Χούντας, ακριβώς όπως η Ελλάδα της Μεταπολίτευσης δεν είχε σχέση με τη Δίκη των Εξι.

Ποιον συνεπαίρνουν λοιπόν όλα αυτά; Ιδέα δεν έχω.

Υποψιάζομαι απλώς ότι αυτός ο επαναλαμβανόμενος αναχρονισμός επιβεβαιώνει πως για ένα αριστερόστροφο κοινό ο Εμφύλιος ή η Χούντα αποτελούν σχεδόν ταυτοτικά στοιχεία.

Τους προσδιορίζουν. Χωρίς αυτά τα στοιχεία, σχεδόν δεν υπάρχουν. Το παρελθόν ορίζει το παρόν τους.

Προφανώς έχουν κάθε δικαίωμα να βιώνουν εξαντλημένες διαμάχες μέσα από αραχνιασμένες ταυτότητες.

Αλλά έτσι καθηλώνουν (όσο μπορούν, βεβαίως…) το σύνολο της κοινωνίας όχι μόνο σε μια ανακύκλωση στερεότυπων προκαταλήψεων αλλά και στην καθυστέρηση ενός ουσιαστικού εκσυγχρονισμού ταυτοτήτων, θεσμών και ιδεών.

Καλώς ή κακώς, και ο Γράμμος και η Χούντα έπεσαν. Τέλος.

Αλλά δεν αξίζει στη σημερινή Ελλάδα να χασμουριέται με το ανιαρό και ατελείωτο replay ενός νοσηρού παρελθόντος.