Η αποστολή στη Βουλή του φακέλου που αφορά τις καταγγελίες του επιχειρηματία Χρ. Καλογρίτσα σε βάρος του πρώην υπουργού Ν. Παππά, και κατ’ επέκταση σε βάρος του τότε πρωθυπουργού Αλ. Τσίπρα και του ΣΥΡΙΖΑ, εν συνόλω, δεν αποτελεί, όπως επιχειρήθηκε να παρουσιαστεί από τα φιλικά προς τον ΣΥΡΙΖΑ μέσα ενημέρωσης, κάτι σαν «περσινά ξινά σταφύλια». Ούτε πρόκειται για μια επιχείρηση αποπροσανατολισμού της κοινωνίας από τα πραγματικά της προβλήματα που είναι η πανδημία και τα όσα επισώρευσε και εξακολουθεί να συσσωρεύει στην ελληνική οικονομία. Οχι. Είναι μια θαυμάσια ευκαιρία να ξαναδούμε από την αρχή τι ακριβώς ήταν αυτό το περίφημο πλεονέκτημα της Αριστεράς, με το οποίο ως όπλο ανά χείρας ο ΣΥΡΙΖΑ επιχείρησε να εξοντώσει πολιτικά και ιδεολογικά τις δυνάμεις της Κεντροαριστεράς και να ηγεμονεύσει σε έναν χώρο που ποτέ δεν του ανήκε.
Είναι επίσης μια ευκαιρία να «ξεσκονίσουμε» στη μνήμη μας το μοντέλο διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ και να φρεσκάρουμε τις αναμνήσεις μας για την «πρώτη φορά Αριστερά» στην κυβέρνηση.
Είναι προφανές ότι τα όσα καταγγέλλει ο επιχειρηματίας Καλογρίτσας στη Δικαιοσύνη απέχουν πολύ από το να χαρακτηρίσουν αυτό το μόρφωμα πρώτον Αριστερά και δεύτερον ηθικό. Ο,τι συνέβη με τον περίφημο, αντισυνταγματικό από την πρώτη στιγμή, νόμο Παππά για τις τηλεοπτικές άδειες, και αναδεικνύεται πλήρως από τη μηνυτήρια αναφορά Καλογρίτσα στη Δικαιοσύνη, δεν είναι τίποτε περισσότερο από ένα απερίγραπτο παζάρι μικροκομματικών κινήσεων, με τη χρησιμοποίηση και την εμπλοκή του ελληνικού κρατικού μηχανισμού.
Και δεν διαφέρουν ιδεολογικά, σε τίποτε δε, από όσα είναι ταυτισμένη η Δεξιά από δεκαετιών, με διευθετήσεις, μεθοδεύσεις, μεσολαβήσεις, εξυπηρετήσεις, ρουσφέτια κ.λπ. κ.λπ. στη λογική ότι αφού εξελέγην για να κυβερνήσω, το κράτος μού ανήκει.
Οι πρακτικές αυτές αποτυπώνονται πιο χαρακτηριστικά, και με περισσότερη ενάργεια, στον δεύτερο φάκελο που απεστάλη από τη Δικαιοσύνη στη Βουλή στις αρχές της εβδομάδας. Αφορά την υπόθεση της Folli Follie, και η Βουλή θα κληθεί να διερευνήσει αν υπάρχουν ευθύνες δύο υπουργών της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ διότι τα αρμόδια ελεγκτικά όργανα του Χρηματιστηρίου και της ελληνικής οικονομίας δεν προέβησαν στις αναγκαίες παρεμβάσεις προκειμένου να αποτραπεί περαιτέρω λεηλασία της θέσης των μικροεπενδυτών.
Στον μακρύ κατάλογο των σχέσεων του ΣΥΡΙΖΑ με τη διαπλοκή και τις εξυπηρετήσεις που της προσέφερε, ένα ήταν το κυρίαρχο: το πώς μέσα από αυτές τις εξυπηρετήσεις επεδίωξε να διαιωνιστεί η παραμονή του στην εξουσία, προς όφελος όλων. Το ότι εν τέλει δεν τα κατάφερε, είναι από μόνο του ένα δείγμα υγείας του πολιτικού μας συστήματος και μια ακόμα απόδειξη ότι οι δημοκρατικές καταβολές της πλειοψηφίας των πολιτών δεν ευνουχίζονται.
Δεν ξέρω αν οι δύο φάκελοι θα προχωρήσουν, και πώς θα προχωρήσουν – αν δηλαδή συσταθούν εξεταστικές επιτροπές ή ακόμα και προανακριτικές. Γνωρίζω όμως ότι είναι μια θαυμάσια ευκαιρία να διερευνήσει η Βουλή, σε συνδυασμό με τη σκευωρία κατά δέκα πολιτικών προσωπικοτήτων με αφορμή το σκάνδαλο της Novartis, το πώς η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ χρησιμοποίησε τις δομές της οργανωμένης πολιτείας προκειμένου να πετύχει τον κεντρικό της στόχο (παραμονή στην εξουσία) αλλά ταυτόχρονα και την εξόντωση των πολιτικών της αντιπάλων…
Για μένα αυτό είναι και το μεγαλύτερο σκάνδαλο απ’ όσα εντοπίστηκαν στη διάρκεια των τεσσεράμισι ετών διακυβέρνησης Τσίπρα.