Μετά από δέκα χρόνια ευτυχισμένης συμβίωσης με ένα ιαπωνικό αυτοκίνητο (και μάλιστα ιαπωνικής κατασκευής – πράγμα σπάνιο σήμερα) είπα να εκσυγχρονισθώ. Επέλεξα το νέο μικρότερο SUV της κραταιάς VW ονόματι t-cross στην αυτόματη έκδοση καθότι θεωρώ ανόητη και ξεπερασμένη την αρχαία πια σύμπλεξη-αποσύμπλεξη.
Πράγματι αυτά τα δέκα χρόνια η οδήγηση έχει αλλάξει ριζικά. Οθόνες απεικονίζουν τα πάντα, χάρτες σε καθοδηγούν, αισθητήρες σε ειδοποιούν. Οσο για την κατανάλωση, έχει πέσει στο μισό, χωρίς απώλεια επιδόσεων. Βέβαια η ποιότητα κατασκευής δεν είναι ιαπωνική: τριξίματα ακούγονται, μέχρι και δονήσεις. Αλλά δεν μπορείς να τα έχεις όλα…
Προ ημερών, σταθμευμένος σε φαρδύ πεζοδρόμιο, μπροστά σε βιτρίνα, είδα ξαφνικά στο κρύσταλλό της ότι ένα από τα φώτα ημέρας δεν άναβε. Μια και βρισκόμουν στη γειτονιά της αντιπροσωπείας, που διαθέτει και συνεργείο, πήγα κατ’ ευθείαν εκεί.
Η υποδοχή που μου έγινε ήταν πάνψυχρη: «Θα πρέπει να περιμένετε μία ώρα». «Μα δεν μπορεί ένας ηλεκτρολόγος να το δει – μπορεί να μην κάνει επαφή». «Θα πρέπει να περιμένετε μία ώρα». «Ε τότε να κλείσω ραντεβού». «Και πάλι θα πρέπει να περιμένετε μία ώρα».
Και οι δύο υπάλληλοι είχαν ύφος αυτόματου μηχανήματος με ηχογραφημένο μήνυμα.
Θυμήθηκα ότι σε μία λογική απόσταση υπήρχε άλλο (ιδιωτικό, αλλά συμβεβλημένο) συνεργείο της εταιρείας. Εφυγα και πήγα εκεί. Οπου ένας συμπαθέστατος νέος μου εξήγησε αμέσως ότι δεν είχα καν πρόβλημα. «Αυτούς τους κάτω προβολείς», μου εξήγησε, «τους λέμε φώτα στροφής. Είχατε στριμμένο το τιμόνι προς τα δεξιά και άναβε μόνο το δεξί».
«Θα έπρεπε να είχα διαβάσει το βιβλίο οδηγιών. Αλλά έχει 400 σελίδες!» απάντησα. «Και δεν διαβάζεται!» πρόσθεσε ο νεαρός.
Φεύγοντας θυμήθηκα ένα από τα πρώτα χρονογραφήματα που είχα γράψει στο «Βήμα» το 1982. Τίτλος: «Τα ονόματα».
Καλοκαίρι, μεσημέρι, λιοπύρι. Ο μικρός επαρχιακός δρόμος όλο στροφές, τρίκυκλα και μαγαζιά. Οι επιγραφές τους προεξέχουν κάθετα, σαν χέρια πού σου γνέφουν να σταματήσεις: «Φρένα, ο Κώστας», «Ταβέρνα, ο Γιάννης», «Σελφ-σέρβις, ο Νίκος», «Τηλεοράσεις, ο Σταμάτης» .
Θεέ μου, τι λαός είναι αυτός – με το μικρό όνομά του, με το εγώ του στην πρόσοψη. Τίποτα δεν τον πτοεί. Δόξα και όνειδος της φυλής αυτής, η μανία του εγώ. Ολα κινούνται σε προσωπικό επίπεδο. Περιεργάζονται τ’ αυτοκίνητό σου και ρωτάνε: «Πόσο το δίνει, τώρα;». Προσοχή: Οχι πόσο κάνει. Οχι πόσο κοστίζει – αλλά πόσο το δίνει. Ποιος; Αυτός πού το πουλάει. Πρόσωπο – κι ας είναι ανώνυμη εταιρία.
Αχ μωρέ Ελληνες, παμπόνηροι και χαζοί – δύσπιστοι και ορθάνοιχτοι. Το εγώ έξω – στον ήλιο. Ωραίοι άνθρωποι! «Βουλκανιζατέρ, ο Γιώργος» και ουδέν πρόβλημα. Η τεχνική Γιώργος εγγυάται.
Ετσι δεν θα κάνουμε ποτέ βαριά βιομηχανία. Ε, ας μην κάνουμε! Ας έχουν οι άλλοι τα πολύπλοκα συστήματα – εμείς έχουμε τη ζεστασιά της προσωπικής σχέσης και την εφευρετικότητα της άγνοιας και της απελπισίας μας. «Οταν είδαν το αυτοκίνητο έξω», μου έλεγε Γερμανός φίλος, «δεν μπορούσαν να καταλάβουν πώς κινείται». Του το είχε φτιάξει κάποιος «Γιώργος» στην Ελλάδα. Ενα πανάκριβο, πολύπλοκο σπορ αυτοκίνητο. Ούτε το ‘χε ξαναδεί ποτέ του ο Γιώργος. Κι οι Γερμανοί μηχανικοί, ακόμα αναρωτιούνται πώς το έφτιαξε.
Βέβαια, η τεχνική Γιώργος δεν είναι πάντα αλάνθαστη. Μένεις καμιά φορά. Αλλά, βρε αδερφέ, αν όλα λειτουργούσαν γερμανικά, η ζωή δεν θα είχε ενδιαφέρον. Εδώ μένεις από Γιώργο και γι’ αυτό γνωρίζεις τον Γιάννη. Πίνεις κι ένα ούζο με μεζέ. Κι αν δεν φτάσεις τη μέρα που πρέπει – τι είμαστε; Μηχανές;
Απομεσήμερο στην επαρχιακή πόλη. Περπατάω σιγά, συλλαβίζοντας τις επιγραφές. Αναλογίζομαι τους επώνυμους και ανώνυμους προγόνους, τους Γιάννηδες, τους Κωστήδες και τους Γιώργηδες που χρειάστηκαν για να οικοδομηθεί όλη αυτή η εξέλιξη και να φτάσουμε κάποτε τόσο μακριά, τόσο απόμακρα, εδώ, σε αυτή τη σκοτεινή επιγραφή που λέει: «Γραφείο Τελετών, ο Αποστόλης».
Και λες που θα σε πάρει από το χέρι ο Αποστόλης, να σε περάσει τον Αχέροντα, πως προσωπικά θα σε κατευοδώσει στην τελευταία αποστολή σου.
Ετσι ζούμε κι έτσι τελειώνουμε σε αυτόν τον τόπο – με τα μικρά μας ονόματα.