Είναι αλήθεια ότι οι διερευνητικές συνομιλίες που άρχισαν τη Δευτέρα, 25 Ιανουαρίου, διεξήχθησαν μετά από μια περίοδο ιδιαίτερα τεταμένων σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών. Η σύναψη του παράλογου τουρκολιβυκού Μνημονίου τον Νοέμβριο του 2019, οι παράνομες τουρκικές συντεταγμένες και ο σχετικός χάρτης που κατέθεσε η Τουρκία για πρώτη φορά στον ΟΗΕ (Μάρτιος του 2020), προβάλλοντας αυθαίρετες διεκδικήσεις στην υφαλοκρηπίδα όλης της θαλάσσιας περιοχής από τα δυτικά της Κύπρου μέχρι και τη Λιβύη, καθώς και οι πρόσφατες παράνομες δραστηριότητες του «Oruç Reis» σε περιοχή ελληνικής υφαλοκρηπίδας, εν μέρει μάλιστα σε εν δυνάμει χωρικά ύδατα του Καστελλορίζου, είναι βέβαιο ότι επηρεάζουν την περιρρέουσα ατμόσφαιρα των συνομιλιών αυτών.
Παρ’ όλα αυτά δεν χωράει αμφιβολία ότι αυτές οι άτυπες, προπαρασκευαστικού χαρακτήρα, συνομιλίες είναι μονόδρομος, εφόσον είναι το μόνο πλαίσιο στην παρούσα φάση εντός του οποίου τα μέρη μπορούν, μέσω του απευθείας διαλόγου, να εκθέσουν τις απόψεις τους και να συνδιαλεχθούν προκειμένου να διαπιστωθεί αν υπάρχει και σε ποια ζητήματα δυνατότητα σύγκλισης. Αυτό θα βοηθήσει όχι μόνο στην εκτόνωση της υφιστάμενης κρίσης, αλλά θα προλειάνει και το έδαφος για την παραπομπή της διαφοράς γύρω από την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας η οποία, πλέον, διεκδικείται από την Τουρκία όχι μόνον λεκτικά αλλά και με αυθαίρετες ενέργειες επί του πεδίου, σε ουσιαστικές πλέον διαπραγματεύσεις για τη σύναψη συμφωνίας οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών, σε περίπτωση δε αποτυχίας αυτών, σε δικαστική επίλυση της εν λόγω διαφοράς. Οι διαπραγματεύσεις μάλιστα αυτές, δεν είναι ζήτημα επιλογής της μιας ή της άλλης πλευράς, αλλά νομική υποχρέωση και των δύο κρατών, η οποία ρητά προβλέπεται στο άρθρο 83 (1) της Σύμβασης του Δικαίου της Θάλασσας (ΣΔΘ), που αντανακλά κανόνα διεθνούς εθιμικού δικαίου, δεσμεύοντας και χώρες που δεν είναι συμβαλλόμενες στη Σύμβαση αυτή, όπως η Τουρκία. Αλλωστε, η τελευταία έχει δεχθεί τον εθιμικό χαρακτήρα του κανόνα αυτού με σχετικές δηλώσεις της.
Στο σημείο αυτό είναι χρήσιμες κάποιες γενικές επισημάνσεις για να γίνει καλύτερα αντιληπτή η σημασία των διερευνητικών. Σύμφωνα με τη νομολογία των διεθνών δικαστηρίων, η έννοια της νομικής διαφοράς προϋποθέτει διαφωνία μεταξύ των δύο κρατών για ένα νομικό ή πραγματικό ζήτημα, προϋποθέτει δηλαδή διάσταση ή αντίθεση νομικών θέσεων ή συμφερόντων. Πράγματι, η χώρα μας, σύμφωνα πάντα με το Διεθνές Δίκαιο και με πλήρως εμπεριστατωμένα νομικά επιχειρήματα, παγίως και συστηματικά αντικρούει και απαντά στις υπερβολικές αξιώσεις (excessive claims) της Τουρκίας σε ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα (σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο), όπως αυτές εκφράζονται μέσα από τις παράνομες και προκλητικές ενέργειές της (δόγμα της Γαλάζιας Πατρίδας, η σύναψη του παράνομου τουρκολιβυκού Μνημονίου, παράνομες σεισμικές έρευνες κ.λπ.). Σύμφωνα, δε, με τον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών (άρθρο 2 παρ. 3), όλα τα κράτη-μέλη του Οργανισμού έχουν την υποχρέωση να επιλύουν ειρηνικά τις διεθνείς διαφορές τους προκειμένου να μη διακυβεύεται η διεθνής ειρήνη και ασφάλεια, καθώς και η δικαιοσύνη.
Επομένως, η επανέναρξη των διερευνητικών θα φέρει τα ζητήματα αυτά στο επίκεντρο του διμερούς διαλόγου καθιστώντας πλέον πιο επιτακτική την ανάγκη επίλυση της διαφοράς μεταξύ των δύο κρατών βάσει των κανόνων του Δικαίου της Θάλασσας και του Γενικού Διεθνούς Δικαίου. Μεταξύ δε των τελευταίων πρωταρχική θέση, μαζί με την υποχρέωση της ειρηνικής επίλυσης των διαφορών, κατέχει και η απαγόρευση της απειλής χρήσης βίας, η οποία μάλιστα αποτελεί θεμελιώδη κανόνα του διεθνούς εθιμικού δικαίου, που αποτυπώνεται ρητά και στον Χάρτη του ΟΗΕ (άρθρο 2 παράγραφος 4).
Ενας άλλος κανόνας, η εφαρμογή του οποίου είναι σημαντική τόσο στη φάση των συνομιλιών αυτών όσο και αργότερα στη φάση των διαπραγματεύσεων, είναι αυτός της «καλής πίστης». Σύμφωνα με τον κανόνα αυτόν, τα κράτη οφείλουν να επιδεικνύουν καλή πίστη όταν διεκδικούν «δικαιώματα» σε μια επίμαχη θαλάσσια περιοχή, αλλά και όταν προσέρχονται σε συνομιλίες αυτού του τύπου. Το τι είναι καλόπιστη ή κακόπιστη συμπεριφορά κρίνεται, βεβαίως, με βάση τα συγκεκριμένα περιστατικά και το πλαίσιο εντός του οποίου λαμβάνουν χώρα. Μόνο καλόπιστη πάντως δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί η συμπεριφορά της Τουρκίας σε ό,τι αφορά τη σύναψη του τουρκολιβυκού Μνημονίου και τις διεκδικήσεις της στην υφαλοκρηπίδα της Ανατολικής Μεσογείου, όπου αγνοεί τελείως τα δικαιώματα των ελληνικών νησιών, και προσπαθεί να μονοπωλήσει τον θαλάσσιο χώρο, υπονομεύοντας έτσι κάθε δυνατότητα ειρηνικής επίλυσης της διαφοράς για την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών (ΑΟΖ/υφαλοκρηπίδα), είτε διά της συνάψεως σχετικής συμφωνίας είτε διά της προσφυγής σε διεθνές δικαιοδοτικό όργανο.
Τόσο τα νομικά επιχειρήματα της Τουρκίας (βλ. π.χ. την αρχή της «non-encroachment», την οποία τόσο συχνά επικαλείται) όσο και η συμπεριφορά της αυτή δεν είναι συμβατά ούτε με το δίκαιο των θαλασσίων οριοθετήσεων και τη σχετική διεθνή νομολογία ούτε βεβαίως με τον κανόνα της «καλής πίστης», ο οποίος είναι αποτυπωμένος και στο άρθρο 300 της ΣΔΘ. Σύμφωνα με το άρθρο αυτό τα συμβαλλόμενα κράτη οφείλουν να εκπληρώσουν καλή τη πίστει τις υποχρεώσεις τους με βάση τη Σύμβαση και να ασκούν τα δικαιώματα, τη δικαιοδοσία και τις ελευθερίες που τους αναγνωρίζει αυτή κατά τρόπο που δεν αποτελεί κατάχρηση δικαιώματος. Ετσι, η θέση που προβάλλει η Τουρκία για δικαίωμα στην υφαλοκρηπίδα όλης της θαλάσσιας περιοχής της Aνατολικής Μεσογείου με πλήρη αποκλεισμό της Ελλάδας, πέραν του ότι είναι αβάσιμη, αποτελεί και δείγμα παντελώς κακόπιστης και καταχρηστικής αξίωσης.
Οι διερευνητικές δεν θα λύσουν τα ζητήματα αυτά, ούτε θα αλλάξουν τις εκατέρωθεν θέσεις των δύο μερών, ενδέχεται όμως να εκτονώσουν την ένταση και να συμβάλουν στη δημιουργία ενός ευνοϊκότερου κλίματος για τη διεξαγωγή εντός εύλογου χρονικού διαστήματος ουσιαστικών διαπραγματεύσεων σχετικά με την οριοθέτηση.
Δεν είναι εξάλλου η πρώτη φορά που οι δύο χώρες συνομιλούν για τα θέματα αυτά και μάλιστα εν μέσω τεταμένων σχέσεων. Υπενθυμίζεται ότι και στο παρελθόν, οι δύο χώρες κατόρθωσαν να συμφωνήσουν σε μια διαδικασία (Πρακτικό Βέρνης 1976) διεξαγωγής (εμπιστευτικών) διαπραγματεύσεων για την οριοθέτηση της μεταξύ τους υφαλοκρηπίδας. Η σχετική συμφωνία μάλιστα προέβλεπε αποχή των μερών από κάθε πρωτοβουλία ή πράξη σχετικά με την υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου η οποία θα μπορούσε να παρενοχλήσει τη διαπραγμάτευση (moratorium) για όσο χρόνο βέβαια θα διαρκούσε η διαπραγμάτευση αυτή. Μια τέτοια συμφωνία αποτελούσε έκφραση της από κοινού δέσμευσης για επίδειξη αυτοσυγκράτησης, η οποία απορρέει από τη γενική αρχή της καλής πίστης.
Αντίστοιχη, δε, διάταξη υπάρχει και στη ΣΔΘ [άρθρο 83 (3)], σύμφωνα με την οποία ενόσω εκκρεμούν οι διαβουλεύσεις για την επίλυση μιας διαφοράς οριοθέτησης, τα μέρη θα καταβάλλουν κάθε προσπάθεια να συνάψουν προσωρινές συμφωνίες πρακτικής φύσεως και να μη θέσουν σε κίνδυνο ή να παρεμποδίσουν την επίτευξη ενδεχόμενης συμφωνίας οριοθέτησης (η έμφαση δική μας), διάταξη η οποία είναι εξαιρετικά χρήσιμη και στο πλαίσιο των νέων συνομιλιών. Μπορεί, δε, να δώσει κατευθύνσεις στους συνομιλητές και να καθορίσει τις ενέργειες εκείνες τις οποίες θα πρέπει να αποφεύγουν τα δύο μέρη, ενόσω εκκρεμεί η επίλυση της εν λόγω διαφοράς οριοθέτησης. To βέβαιο είναι ότι το έργο των έμπειρων συνομιλητών θα είναι εξαιρετικά δύσκολο και απαιτητικό και ευχόμαστε η όλη διαδικασία να οδηγήσει σε κάποιο θετικό αποτέλεσμα.