Με τη λέξη «επέτειο» χαρακτηρίζουμε την πανηγυρική ανάκληση γεγονότων με την οποία επιθυμούμε να «βεβαιώσουμε», δημόσια, για μια ακόμα φορά, τη διάχυτη συμφωνία για τη σημασία που αποδίδουμε σε αυτά.
Μια επέτειος, έτσι οριζόμενη, δείχνει να έχει ως προέχουσα «αποστολή» μια περισσότερο ή λιγότερο δοξολογική αναπαράσταση των γεγονότων, μέσω της οποίας επιδιώκεται ο εγκοινωνισμός μας σε μια, εξίσου λιγότερο ή περισσότερο, επίσημη σημασιοδότηση των συμβάντων. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η επέτειος προσκτάται συμβολική λειτουργία. Ενα σύμβολο, θυμίζω, παράγεται όταν κάποιο αντικείμενο το κόψουμε σ’ ένα ή περισσότερα «κομμάτια» και αυτά τα μοιράσουμε έτσι ώστε μόνο η «συνάντηση», ή συμβολή, όλων των κομματιών να επιτρέπει την ανασύνδεση του όλου. Και ενώ στην αρχή το σύμβολο έχει υλική υπόσταση, ξύλινη, πήλινη ή άλλη, σιγά-σιγά η συμβολή, η συμφωνία, η συνάντηση αρχίζει να αφορά εικόνες, λόγους, αξίες που οι άνθρωποι μοιράζονται μεταξύ τους. Οχι πια όμως με το να κρατάει ο καθένας ένα υλικό τμήμα της εικόνας, ή μια λέξη από τον λόγο, αλλά με το να υποθέτει, ο καθένας, πως η αντίληψή του πάνω στην εικόνα, πάνω στη λέξη, πάνω στην αξία, συμπίπτει, συναρμόζεται, συμβάλλεται με την αντίληψη των άλλων. Ομως οι υποθέσεις ή οι αντιλήψεις δεν συναντώνται πάντοτε εντελώς. Από τη στιγμή που τα «κομμάτια» των συμβόλων έπαψαν να είναι υλικά, δηλαδή εξ αντικειμένου αναμφισβήτητα στο σχήμα και στο όνομα, γίνονται απόψεις. Και η διεκδικούμενη συναντίληψη υποφέρει. Και τότε ένα ζήτημα επιλογής ανακύπτει ανάμεσα σε δύο μορφές – ακριβέστερα χρήσεις – της επετειακής λειτουργίας:
1. τη μνημειακή – καθιερωτική και
2. την κριτική – δημιουργική.
Πρόκειται για δύο τρόπους γιορτής και σκέψης που μπορούν ταυτόχρονα να χρησιμοποιηθούν και ως «ιδεατυπικές» κατασκευές ανάλυσης και ταξινόμησης εφαρμόσιμες και σε άλλες δραστηριότητες της κοινωνικής και πολιτικής ζωής και επικοινωνίας. Να είναι δηλαδή σε κάποια έκταση ευρύχωρες ερευνητικές κατηγορίες.
1. Και πρώτα η μνημειακή χρήση της επετειακής λειτουργίας.
Αυτή χαρακτηρίζεται κυρίως από το ότι είναι το παρελθόν, το κύρος του περασμένου χρόνου και όχι μόνο τα γεγονότα αυτά καθαυτά που διαθέτουν αίγλη που τα καθιερώνει. Η μνημειακή λειτουργία μετακινεί αθόρυβα και αδιόρατα, άρα και σχετικά ανεξέλεγκτα, τα γεγονότα από την Ιστορία προς τον μύθο. Τα δραπετεύει για να τα κάνει απρόσβλητα και, στο μέτρο που το επιτυγχάνει, αυτό μπορεί να διευκολύνει τον ψυχικό και διανοητικό ταυτισμό πάνω στην ουσία των γεγονότων τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο. Το παρελθόν, κατά κανόνα ωραιοποιημένο, είναι ένας τόπος σε διασφαλισμένη απόσταση. Τότε είναι που γίνεται τοπίο στο οποίο με σιγουριά και με απόλαυση κάποιος εγκαταλείπεται. Ετσι το τοπίο γίνεται καταφύγιο ή και κρησφύγετο και η ανάγκη ερμηνευτικής ευθυκρισίας, όσο αυτή είναι εφικτή, υποχωρεί. Και τη θέση των «λόγων» καταλαμβάνουν τόνοι και υφή. Σε κάποιες περιπτώσεις όλα αυτά αποτυπώνονται ακόμα και στο σώμα. Που πρέπει να στέκεται κατά τη γιορτή με ισάξιο τρόπο και με το βλέμμα ευθύγραμμο και αδιατάρακτο.
2. Η δεύτερη, η δημιουργική χρήση της επετείου.
Αυτή αναζητείται από την όσο γίνεται κριτική ανάγνωση των γεγονότων. Αλλά και όλων των σκέψεων, αρχικών και κατοπινών, που παράχθηκαν και διατυπώθηκαν πάνω σ’ αυτά. Και τελικά επικάθησαν σ’ αυτά. Και ενώθηκαν με αυτά. Η δημιουργική κριτική – προσέγγιση ενισχύει μια περισσότερο, ερευνητικά τουλάχιστον, νομιμοποιημένη παρουσίασή τους. Η δημιουργική χρήση της επετείου ευνοεί τις πολλές ερμηνείες. Οι πολλές ερμηνείες δεν θίγουν, δεν βλασφημούν τα γεγονότα. Δεν χωρίζουν τους ανθρώπους αλλά δίνουν στον καθένα από μας τη δυνατότητα της ελεύθερης συμμετοχής, τη δυνατότητα να έρθει κάποιος στην επέτειο φέρνοντας άφοβα μαζί του την άποψη που έχει γι’ αυτήν. Στην πραγματικότητα είναι οι περισσότερες ερμηνείες και όχι η μία που… εθνικοποιούν τα γεγονότα και τα διεθνοποιούν συνάμα. Παράλληλα οι περισσότερες ερμηνείες – όπως συμβαίνει σχεδόν πάντα – ενισχύουν τη δυνατότητα εξελικτικής προσέγγισης της κάποιας αλήθειας πάνω σ’ αυτά. Γιατί μέσα από τις διαλεκτικές θέσεις και αντιθέσεις, μέσα από τις γόνιμες αντιδικίες, θα φανερώνεται, θα αποκαλύπτεται όλο και περισσότερο ότι πράγματι συνέβη. Ετσι ώστε η ιστοριογραφική αρτιότητα να μην έχει παραμεληθεί.
Οι δύο αυτές χρήσεις της επετείου, όπως προαναφέραμε, είναι ιδεατυπικές κατηγορίες με τη μεθοδολογική έννοια του όρου. Δεν διακρίνονται η μία από την άλλη παρά μόνο αναλυτικά. Ομως, από την έκταση με την οποία ο κάθε τρόπος σκέψης μετέχει στη γιορτή, συνδυάζοντας τη μια χρήση με την άλλη, προσδιορίζεται και ο κυρίαρχος χαρακτήρας της επετείου. Αν θα είναι, δηλαδή, αυτός κυρίως μνημειακή ή κυρίως δημιουργική.
Αν επιλέγαμε κυρίως τη δεύτερη στάση, τη δημιουργική, δεν θα έδειχνε ότι είμαστε περισσότερο υπεύθυνοι πολίτες και λιγότερο υπήκοοι επιβαλλόμενων απολαύσεων; Οτι επιτέλους συζητούμε κριτικά και αναλυτικά πάνω στα γεγονότα και ότι έτσι τα αποτιμούμε και τα τιμούμε;
Εναν ολόκληρο χρόνο έχουμε μπροστά μας να σκεφτούμε με ποιον τρόπο θέλουμε… να σκεφτόμαστε.
*Ο κ. Γιάννης Μεταξάς είναι επίτιμος καθηγητής πανεπιστημίων, τακτικό μέλος της Academie Europeenne Interdisciplinaire des Sciences.