Η δημιουργία ενιαίου Τμήματος Οικονομικού Εγκλήματος στην Εισαγγελία Εφετών και η τοποθέτηση ως επικεφαλής του εισαγγελέα Χρ. Μπαρδάκη κλείνουν τυπικά ένα κεφάλαιο ντροπής για τη δημοκρατία μας.
Ηταν η πρώτη προσπάθεια μετά την αθώωση του Ανδρέα Παπανδρέου στο Ειδικό Δικαστήριο (1992) να χρησιμοποιηθεί η Δικαιοσύνη ως όπλο στην πολιτική αντιπαράθεση. Μια μέθοδος η οποία χρησιμοποιείται μόνο σε ανελεύθερα καθεστώτα, όπως στη Ρωσία ή στην Τουρκία.
Ευτυχώς η επιχείρηση ποινικής ομηρείας της πολιτικής απέτυχε. Αλλά η μεθόδευση ήταν και δόλια και αξιόποινη.
Σε αυτό τουλάχιστον κατέληξε η προανακριτική επιτροπή της Βουλής για τον πρώην αναπληρωτή υπουργό Δικαιοσύνης Δ. Παπαγγελόπουλο και η τακτική Δικαιοσύνη για την επικεφαλής της Εισαγγελίας Διαφθοράς. Και οι δύο διώκονται για σωρεία αδικημάτων.
Θυμίζω ότι η «αυτονομία» της Εισαγγελίας Διαφθοράς ήταν το πλαίσιο στο οποίο στήθηκε η μεθόδευση της υπόθεσης Novartis. Το «αυτόνομο» πολύ γρήγορα (και με άνωθεν πολιτική καθοδήγηση) εξελίχθηκε σε «ανεξέλεγκτο».
Το νέο Τμήμα Οικονομικού Εγκλήματος όχι μόνο συγχωνεύει δύο εισαγγελίες, την Οικονομική και τη Διαφθοράς, αλλά εντάσσεται και στη διοικητική δομή της Εισαγγελίας Εφετών με επικεφαλής έναν εισαγγελέα Εφετών και άλλους δεκαέξι δικαστικούς (τακτικούς εισαγγελείς, αναπληρωτές και επίκουρους). Σε αυτό το νέο πλαίσιο η δράση «κυκλωμάτων τύπου Ρασπούτιν» καθίσταται δυσκολότερη.
Να θυμίσω ότι οι δύο εισαγγελίες που συγχωνεύονται υπήρξαν δημιουργήματα της μνημονιακής περιόδου και απαιτήσεις της τρόικας. Ηταν η δικαστική έκφραση της ιδεοληψίας ή της ανοησίας των δανειστών ότι το βασικό πρόβλημα της Ελλάδας είναι ένα πρόβλημα διαφθοράς.
Στην παραδοχή αυτή και στη συνακόλουθη απόπειρα ενοχοποίησης του πολιτικού και οικονομικού συστήματος συνέκλιναν όχι μόνο οι μνημονιακοί ελεγκτές αλλά και οι αντιμνημονιακές δυνάμεις που (υποτίθεται) τους πολεμούσαν. Ηταν ένα ετερόκλητο αλλά συνολικά «αντισυστημικό» αφήγημα.
Για την απόπειρα ελέγχου της πολιτικής ζωής η υπόθεση Novartis δεν ήταν παρά μια προσχηματική (όσο και εμβληματική) κορυφή του παγόβουνου.
Δεν είναι απλό να στήσεις δέκα πολιτικούς στο εδώλιο με κατασκευασμένους μάρτυρες και αστήρικτο ακροατήριο.
Αυτό όμως ήταν και το λάθος τους. Το παραδέχθηκε αργότερα ο τότε πρωθυπουργός Αλ. Τσίπρας λέγοντας ότι «υπάρχουν δεύτερες σκέψεις για το αν το χειριστήκαμε σωστά». Και εξηγώντας: «Θα μπορούσαμε κι εμείς να είχαμε χειριστεί με λιγότερη αφέλεια την υπόθεση και να πούμε: ποιοι είναι οι τρεις που εμφανίζονται να έχουν μεγαλύτερη σχέση με το σκάνδαλο; Ε, αυτούς τους τρεις έπρεπε να τους πάμε στην Προανακριτική» (συνέντευξη στην «Καθημερινή», 7/6/2020).
Με άλλα λόγια, η εξοργιστική μεθόδευση «να βάλουμε μερικούς φυλακή για να κερδίσουμε τις εκλογές» ήταν τόσο καταφανής που λειτούργησε σαν ύβρις. Και έφερε τη νέμεση.
Ακόμη περισσότερο που το κύκλωμα πολιτικών, δικαστικών και δημοσιογραφικού υποκόσμου που συγκροτήθηκε γύρω από τον «Ρασπούτιν» λειτούργησε ταυτοχρόνως και ως ενοικιαζόμενη παραδικαστική ή παρακρατική κομπανία.
Η ίδια παρέα δηλαδή έκανε και outsourcing (κατά την ακριβή επισήμανση του Ν. Παππά) για να βγάλει κανένα φράγκο, όπως στις υποθέσεις Βγενόπουλου, Μιωνή ή λίστας Λαγκάρντ. Νόμισαν ότι έπιασαν την «καλή».
Τώρα φυσικά όλοι οι παραπάνω έχουν πάρει τον δρόμο της Δικαιοσύνης. Είναι ο μόνος δρόμος που προστατεύει τη δημοκρατία.
Η παραδειγματική τιμωρία τους δεν είναι πράξη αντεκδίκησης ή συναλλαγής, όπως κάποιοι εξ αυτών ισχυρίζονται.
Είναι απλώς η εγγύηση πως δεν θα τους ξαναβρούμε μπροστά μας. Ούτε τους ίδιους. Ούτε όσους θα θελήσουν ενδεχομένως να τους μιμηθούν στο μέλλον.