Αν είναι ακριβής η εικόνα που επαναλαμβάνουν μονότονα οι δημοσκοπήσεις, τότε την Ελλάδα κυβερνά ένα ευρύ πλειοψηφικό ρεύμα. Ενα ρεύμα που εκτείνεται από τα όρια της άκρας Δεξιάς στις παρυφές της Αριστεράς.
Το ρεύμα αυτό δεν φαίνεται συγκυριακό, ούτε συμπτωματικό. Δεν δημιουργήθηκε δηλαδή από την εκλογική δυναμική ή τις κρίσεις που ακολούθησαν.
Για την ακρίβεια, η κυριαρχία της ΝΔ και η αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ καταγράφονται ήδη από την άνοιξη 2016. Αν δεν κάνω λάθος, η αδιάλειπτη πενταετής κυριαρχία μιας παράταξης πρέπει να αποτελεί κάτι σαν πανελλήνιο ρεκόρ από τότε που έχουμε δημοσκοπήσεις στη χώρα μας. (Ενδεχομένως κάτι ανάλογο σε διάρκεια αλλά σε πιο περιορισμένη έκταση είχε παρατηρηθεί πάλι με τη ΝΔ, τη δεκαετία του 2000.)
Τι συμβαίνει λοιπόν; Γίναμε όλοι φιλελεύθεροι; Δεν το πιστεύω. Η γενική εικόνα δείχνει ένα πολιτικό σκηνικό που όλο και περισσότερο μοιάζει με το γερμανικό.
Υπάρχει ένα μεγάλο κόμμα της Κεντροδεξιάς όπως το CDU-CSU στο 38-42%. Ένα δεύτερο κόμμα της τάξης του 20-25%, όπως το SPD. Και από εκεί και πέρα μια ομάδα κομμάτων κάτω από 10%.
Η διαφορά είναι ότι το τρίτο κόμμα της Γερμανίας, οι Πράσινοι, κινείται τώρα (αλλά όχι πάντα…) στο 17-18%. Δεν αλλάζει κάτι ριζικά στη μεγάλη εικόνα.
Ενα τέτοιο κομματικό σύστημα οδηγεί όμως και σε ένα πολιτικό συμπέρασμα.
Από τη στιγμή που (πολιτικά και αριθμητικά) δεν μπορεί να συγκροτηθεί κυβέρνηση χωρίς το πρώτο κόμμα, η Κεντροδεξιά καθίσταται σχεδόν μοναδικό «κόμμα εξουσίας». Οι υπόλοιποι είναι απλώς πιθανοί εταίροι ή ευκαιριακοί αντίπαλοί της.
Στα δεκαπέντε χρόνια εξουσίας της, η Ανγκελα Μέρκελ έχει κυβερνήσει τρεις φορές (συνολικά έντεκα χρόνια) με τους Σοσιαλδημοκράτες και μία φορά (τέσσερα χρόνια) με τους Φιλελεύθερους.
Στα 71 χρόνια που πέρασαν από την εγκαθίδρυση της Ομοσπονδιακής Γερμανίας (1949), οι Χριστιανοδημοκράτες έχουν κυβερνήσει τα 51 – με διάφορες πλειοψηφίες και καγκελαρίους.
Αποτελούν αδιαμφισβήτητα «το φυσικό κόμμα διακυβέρνησης» – όπως αποκαλούσε ο Στάνλεϊ Μπάλντουιν τους βρετανούς Συντηρητικούς.
Θα προσέθετα όμως ότι αυτό το «ευρύ πλειοψηφικό ρεύμα εξουσίας» που καταγράφουμε (ακόμη επιφυλακτικά…) στην Ελλάδα αποτελεί τη ραχοκοκαλιά της διακυβέρνησης σε όλον σχεδόν τον δημοκρατικό κόσμο – ανεξαρτήτως πώς λέγονται και τι πιστεύουν τα κόμματα ή τα πρόσωπα που την αποτελούν…
Είναι τυπικοί ή άτυποι συνασπισμοί που (σε διαφορετική δοσολογία και με μεταβαλλόμενες προτεραιότητες…) επιδιώκουν να συνταιριάζουν τις ελευθερίες με την ασφάλεια, τα δικαιώματα με την τάξη, την επιχείρηση με το κράτος, το εθνικό με το υπερεθνικό, την ισότητα με την αξιοκρατία, την ευημερία με τη δικαιοσύνη.
Ουσιαστικά αποτελούν την πολιτική βάση της σύγχρονης ευρωπαϊκής δημοκρατίας, η οποία ποτέ άλλοτε δεν είχε τόσο κεντρώα χαρακτηριστικά. Γι’ αυτό και το ερώτημα αν γίναμε όλοι φιλελεύθεροι δεν έχει νόημα.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο φιλελευθερισμός, πολιτικός ή οικονομικός, κεντροδεξιός ή κεντροαριστερός, κοινωνικός ή σοσιαλφιλελεύθερος, αποτελεί το κυρίαρχο πολιτικό παράδειγμα των πρώτων δεκαετιών του 21ου αιώνα.
Αλλά από την άλλη παρέχει την ευχέρεια να τον προσεγγίζει και να τον βιώνει ο καθένας με τον δικό του τρόπο, σαν μια προσωπική σύνθεση.
Αυτού του κυρίαρχου ρεύματος ο Μητσοτάκης είναι στην Ελλάδα το προϊόν, όχι ο δημιουργός. Κι αυτό πιστοποιούν έως τώρα οι δημοσκοπήσεις.
Το ερώτημα είναι αν θα καταφέρει να το μετασχηματίσει σε σταθερή βάση εξουσίας. Αν θα αποτελέσει δηλαδή (και μάλιστα τώρα που δεν υπάρχει ΠαΣοΚ…) «το φυσικό κόμμα διακυβέρνησης».