Λίγο μετά την πτώση της δικτατορίας, το 1976, ο εμβριθής φιλόσοφος και πεφωτισμένος δάσκαλος Ευάγγελος Παπανούτσος εξέδωσε το εμβληματικό βιβλίο του με τον εξόχως δηλωτικό τίτλο «Η Παιδεία, το μεγάλο μας πρόβλημα», με σκοπό να αφυπνίσει τις υπνώττουσες συνειδήσεις της ελληνικής κοινωνίας αναφορικά αφενός με φλέγοντα εκπαιδευτικά ζητήματα και αφετέρου με συνακόλουθα ευρύτερου ενδιαφέροντος κοινωνικά προβλήματα. Προφανώς, ο κατά τα άλλα διορατικός συγγραφέας αυτής της εμπερίστατης δοκιμιακής πραγματείας δεν θα μπορούσε να διανοηθεί ότι ύστερα από σχεδόν το ήμισυ του αιώνα όχι μόνον η παραλυτική παθογένεια της παιδείας μας θα παρέμενε το ίδιο απειλητική και ακαταπτόητη αλλά κι αυτός ο κορυφαίος θεσμός του πανεπιστημίου θα αποτελούσε τωόντι την πυορροούσα πληγή της ελληνικής εκπαίδευσης.
Προκαλεί πράγματι ανείπωτη θλίψη το γεγονός ότι το ίδιο το πανεπιστήμιο κατέληξε να είναι ένα από τα μεγάλα προβλήματα της πατρίδας μας, το οποίο μάλιστα έχει άκρως στρεβλωτικές συνέπειες στο ήθος και στη νοοτροπία εκτενέστατων στρωμάτων του πληθυσμού, ενώ σε άλλες χώρες, καθώς είναι παγκοίνως γνωστόν, τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα λειτουργούν ως εμπνέουσες δυνάμεις και κινητήριοι μοχλοί για την πνευματική άνοδο του λαού και την οικονομική άνθηση της κοινωνίας. Επειδή λοιπόν θρυλείται ότι επίκειται λίαν συντόμως άλλη μία σαρωτική νομοθετική παρέμβαση εκ μέρους της ελληνικής πολιτείας, προκειμένου να επιλυθούν επιτέλους τα χρονίζοντα προβλήματα των ημεδαπών πανεπιστημίων, σκόπιμο κρίνεται να απαριθμήσουμε διά βραχέων κάποιες από τις εκφυλιστικές ασθένειες που κατατρύχουν εδώ και τόσα χρόνια την ανώτατη παιδεία και υπονομεύουν κάθε φιλότιμη βελτιωτική προσπάθεια απ’ όπου αυτή κι αν προέρχεται.
Συχνότατα το ελληνικό πανεπιστήμιο, κυρίως μέσα από την απαραμείωτη και εν πολλοίς υστερόβουλη κατάχρηση του αυτοδιοίκητου συστήματος διαχείρισης προσώπων και καταστάσεων, μετασχηματίζεται σε χώρο ανεξέλεγκτης ανομίας και απροκάλυπτης εξυπηρέτησης προσωπικών συμφερόντων. Σε πλείστες περιπτώσεις η έντιμη και ειλικρινής επιδίωξη της νομιμότητας και της δεοντολογίας παγιδεύεται θανάσιμα στα δόκανα μιας ανεκδιήγητης αλλά συνάμα και ανενδοίαστης γραφειοκρατίας, η οποία μοναδικό σκοπό έχει να συγκαλύψει εξόφθαλμες παρατυπίες και έκθεσμες ενέργειες, στέλνοντας τον καλοπροαίρετο ακαδημαϊκό πολίτη, που διακαώς αναζητεί την αποκατάσταση της δικαιοσύνης, από τον Αννα της πανεπιστημιακής διοίκησης στον Καϊάφα του αρμόδιου υπουργείου και τούμπαλιν, έως την ηθική και οικονομική εξουθένωσή του. Δυστυχώς, κατά κανόνα ο καθ’ όλα εύηχος και πολλά υποσχόμενος θεσμός της αυτοκυβέρνησης των ανώτατων ιδρυμάτων ευτελίζεται ανεπανόρθωτα στα χέρια ανάξιων και ανεύθυνων δημόσιων λειτουργών αλλά και υψηλά ιστάμενων αξιωματούχων, οι οποίοι εν τέλει αποθρασύνονται, καθώς βαθμηδόν συνειδητοποιούν ότι στο πλαίσιο των αυτοτελών και αυτοδιοικούμενων πανεπιστημίων μας τα πάντα επιτρέπονται και η κάθε αυθαιρεσία είναι συγγνωστή και ενίοτε ευπρόσδεκτη.
Η φενάκη, η σχετική με τον αδιάβλητο και άσπιλο χαρακτήρα του αυτοδιοίκητου των ελληνικών ανώτατων ιδρυμάτων, όπου, φευ, μόνον έλλογοι και υπεράνω υποψίας πνευματικοί ταγοί δεν κατοικοεδρεύουν, γιγαντώνεται επικίνδυνα από τη βαθέως ερριζωμένη απροθυμία και την παντελή άρνηση μιας σημαντικής μερίδας διδασκόντων και υπαλλήλων να αξιολογηθούν σύμφωνα με διεθνώς αναγνωρισμένα και κατοχυρωμένα πρότυπα και κριτήρια. Εξαπατούμε όντως εαυτούς και αλλήλους με την αίολη πεποίθηση ότι σπασμωδικές και εν πολλοίς αφερέγγυες πιστοποιήσεις πανεπιστημιακών μονάδων και προγραμμάτων σπουδών θα περιενδύσουν τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα με την περιπόθητη τήβεννο της σοβαρότητας και της εγκυρότητας. Ενώ ωστόσο αναντίρρητο είναι ότι με υποκριτικές φιοριτούρες και ρητορικούς λυγισμούς δεν κρύβονται τα μεγάλα και δυσεπίλυτα προβλήματα ως προς την αποτελεσματική σκοποθεσία των προσφερόμενων εκπαιδευτικών προγραμμάτων, την ορθολογική διαχείριση και δραστική προστασία των πανάκριβων υλικών υποδομών από τον ανελέητο και αλλεπάλληλο βανδαλισμό, και ιδίως την απαρέγκλιτη τήρηση του ακαδημαϊκού πρωτοκόλλου και των κεντρικών καταστατικών αρχών που διέπουν τις προπτυχιακές και μεταπτυχιακές σπουδές, καθώς και το σύνολο των διδακτικών και διοικητικών υπηρεσιών.
Δεδομένης της εξοργιστικής κακοδιοίκησης των ελληνικών πανεπιστημίων, εντελώς ακατανόητο φαντάζει το αίτημα για περισσότερη αυτοτέλεια και γενναιόδωρες κρατικές επιχορηγήσεις, διότι το εκρηκτικό μείγμα ασυδοσίας και χρήματος αποτελεί ασφαλέστατη συνταγή για απόλυτη αποτυχία και πλήρη απαξίωση. Εάν επομένως θέλουμε να ενταφιάσουμε τα ελληνικά πανεπιστήμια, τότε βεβαίως πρέπει να τα εγκαταλείψουμε, ωσάν αξιοθρήνητο άθυρμα, στο έλεος μιας έως μυελού οστέων διεφθαρμένης νομενκλατούρας, η οποία, εξαχρειωμένη πλέον, θα λεηλατήσει βουλιμικά τον σημερινό άθλιο ερειπιώνα. Θα αναρωτηθεί κάποιος: υπάρχει άραγε διέξοδος στο διαφαινόμενο αδιέξοδο ενός άλλου επερχόμενου καλοπροαίρετου πιθανόν αλλά, κατά τινες Κασσάνδρες, αλυσιτελούς νομοθετικού εγχειρήματος; Ισως το μεγάλο πρόβλημα των ανώτατων ιδρυμάτων μας και κατ’ ουσίαν της ίδιας της παιδείας μας ως ευρωπαϊκού έθνους επιλυθεί υπό την προϋπόθεση ότι ελεγχθεί αφενός με την επιβαλλόμενη αυστηρότητα η αυθαιρεσία του πανεπιστημιακού αυτοδιοίκητου και περιοριστεί αφετέρου δραστικά η διαλυτική γραφειοκρατία που επερείδεται στην επάρατη πολυνομία, στην εξωφρενική αλλεπαλληλία ανώφελων διαπιστωτικών διαδικασιών και διχαστικών αρχαιρεσιών, και στην οπισθόβουλη απάθεια πολλών εκ των εμπλεκομένων σε όλα τα επίπεδα. Νόμοι με στόχο την αναβάθμιση της ανώτατης παιδείας υπήρξαν πολλοί κατά το αμαρτωλό παρελθόνˑ αυτό όμως που δεν υπήρξε ποτέ ήταν η ακαταδάμαστη βούληση από μέρους της ελληνικής πολιτείας να εφαρμοστούν από όλους και προς πάσα κατεύθυνση. Είθε αυτή η φιλότιμα σχεδιαζόμενη μεταρρύθμιση στον χώρο της ανώτατης εκπαίδευσης να ευοδωθεί επ’ ωφελεία της πατρίδας μας.
*Ο κ. Ανδρέας Γ. Μαρκαντωνάτος είναι καθηγητής της Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού.