Δεδομένο πρώτο. Η πανδημία και η κρίση με την Τουρκία κρύβουν την κυβέρνηση. Και την κρύβουν αποτελεσματικά. Κάτι που με την πανδημία ισχύει φυσικά σε ολόκληρη την Ευρώπη. Καλώς ή κακώς, όλα τα άλλα θέματα έχουν περάσει σε δεύτερη μοίρα.
Δεδομένο δεύτερο. Οποιος θέλει να κάνει αντιπολίτευση αναγκάζεται εκ των πραγμάτων είτε να αντιπολιτευτεί την πανδημία είτε να κάνει αντιπολίτευση στα ελληνοτουρκικά.
Στην πρώτη περίπτωση αποδεικνύεται καταφανώς ανισόρροπος. Σε καμία ευρωπαϊκή δημοκρατία δεν κάνουν αντιπολίτευση σε ένα παγκόσμιο πρόβλημα δημόσιας υγείας. Ξέρουν ότι θα χάσουν, όπως έχασαν και οι δικοί μας με τα καραγκιοζιλίκια στο Πολυτεχνείο…
Στη δεύτερη περίπτωση είναι απλώς επιπόλαιος. Μια αντιπολίτευση στα ελληνοτουρκικά κινδυνεύει να εκληφθεί ως συμπολίτευση με τον Ερντογάν. Δεν νομίζω ότι μετά τα Σκόπια, ο ΣΥΡΙΖΑ αντέχει κάτι τέτοιο.
Δεδομένο τρίτο. Η αντικειμενική αυτή κατάσταση οδηγεί την πολιτική σε ένα είδος εγκλωβισμού και προκαλεί την ενόχληση της αριστερής αντιπολίτευσης. Κατανοητό. Αλλά άντε να βρεις το δίκιο σου. Και γι’ αυτό ενδεχομένως η αριστερή αντιπολίτευση καταφεύγει σε σπασμωδικές κινήσεις, οι οποίες είναι όχι μόνο εκτός πολιτικού κλίματος αλλά και εκτός κοινωνικής πραγματικότητας. Οι οποίες τελικά ενισχύουν την κυβέρνηση. Αυτό μπορεί να μην ενοχλεί το ΚΚΕ, την ΑΝΤΑΡΣΥΑ ή τον Βαρουφάκη, αλλά θα έπρεπε να προβληματίζει τον ΣΥΡΙΖΑ.
Δεδομένο τέταρτο. Μόνο όταν κοπάσει η πανδημία και όταν εκτονωθεί η ένταση με την Τουρκία θα βρεθεί η κυβέρνηση αντιμέτωπη με τον εαυτό της και με την ουσία της διακυβέρνησης για την οποία (πολλοί υποπτευόμαστε) απέχει πολύ από την τελειότητα.
Εκείνη τη στιγμή, θα κληθεί η κυβέρνηση να αντιμετωπίσει τα απόνερα της πανδημίας, που είναι κυρίως η οικονομική κρίση. Μια κρίση για την οποία ξέρουμε ήδη ότι δεν θα είναι απλή υπόθεση. Εχω την αίσθηση ότι αυτά τα δεδομένα δύσκολα μπορεί να αμφισβητηθούν. Και το ερώτημα είναι για ποιον λόγο η αντιπολίτευση θέλει να τα παραγνωρίζει.
Νομίζω ότι η απάντηση είναι απλή: για λόγους ανασφάλειας.
Ο ΣΥΡΙΖΑ (και δευτερευόντως οι άλλοι) εκτιμά ότι ο εγκλωβισμός του στην πρώτη φάση της πανδημίας τού έκανε κακό και ότι πρέπει να απαλλαγεί από τέτοιου είδους δεσμά. Διαφορετικά φοβάται ότι θα βρεθεί εκτός πολιτικού παιχνιδιού. Είναι η λάθος απάντηση σε ένα ορθό (κατά τα άλλα) ερώτημα.
Διότι αν θέλεις να απεγκλωβιστείς από την πανδημία έχεις μόνο δύο δρόμους.
– Τον δρόμο του Τραμπ. Που σημαίνει να την αρνείσαι ή να την υποτιμάς ή να τη διαψεύδεις.
– Τον δρόμο του ΚΚΕ. Που σημαίνει να δραστηριοποιείσαι προσποιούμενος ότι ανεξαρτήτως της επιδημίας μπορείς να τα κάνεις όπως τα έκανες πριν.
Και οι δύο επιλογές έχουν ένα κοινό επιχείρημα. Οτι μια πανδημία δεν μπορεί να επισκιάσει ή να εμποδίσει τη γνώριμη πολιτική δραστηριότητα – είναι το πείσμα μιας άρνησης.
«Αν έτσι έχουν τα πράγματα, φταίνε τα πράγματα!».
Αλλά και ένα κοινό αποτέλεσμα: ηττήθηκαν και οι δύο. Το μεν ΚΚΕ μπορεί φυσικά να συνεχίσει αν θέλει να τσακώνεται με την πανδημία. Αλλά ο Τραμπ πακετάρει για το σπίτι του.
Συνεπώς δεν ξέρω ποιος σώφρων πολιτικός θα επέλεγε τον έναν ή τον άλλον δρόμο. Οχι για λόγους συνείδησης, ιδεολογίας ή υπευθυνότητας.
Αλλά για λόγους στοιχειώδους αυτοπροστασίας. Τίποτα δεν προδικάζει πως με μια τέτοια επιλογή θα τα καταφέρει καλύτερα από τον Τραμπ ή το ΚΚΕ.
Δάκρυα
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το αστυνομικό κράτος του Χρυσοχοΐδη ξεπερνάει τα όρια. Προ ημερών τα ΜΑΤ έδειραν στο Γαλάτσι έναν πεντάχρονο, γεγονός που προκάλεσε ποταμούς δακρύων σε ευαίσθητους συμπολίτες μας. Τώρα απέκτησαν την κακή συνήθεια να κτυπούν κουδούνια στις πολυκατοικίες και να πλακώνουν όποιον κάνει το λάθος να ανοίξει. Αξίζει να σημειωθεί πως ο δυστυχής πεντάχρονος δεν βρέθηκε ποτέ – ενδεχομένως τα ΜΑΤ όχι μόνο τον έδειραν αλλά τον εξαφάνισαν κιόλας… Ενώ (προφανώς κατά σύμπτωση) όσοι ξυλοκοπούνται στα σπίτια τους είναι πάντα φιλήσυχοι πολίτες που προσπαθούν να προστατεύσουν από την αστυνομική βία τα φιλήσυχα παιδιά τους. Δακρύζω κι εγώ με τη σειρά μου.
Στρατηγική ρήξης
Την περασμένη Τρίτη, 17 Νοεμβρίου, το ΚΚΕ επέλεξε μια στρατηγική έντασης. Σε δύο περιπτώσεις αμφισβήτησε ανοιχτά την πολιτεία, τη δημοκρατική τάξη και τα υγειονομικά μέτρα.
Στην πρώτη περίπτωση, η αστυνομία επέδειξε ανοχή. Στη δεύτερη ήταν προφανές πως δεν μπορούσε να ανεχθεί χωρίς να γελοιοποιηθεί. Οπως ήταν αναμενόμενο αντέδρασε.
Αν όμως η πρώτη εκδήλωση «ανυπακοής» είχε μια πλευρά συμβολισμού λόγω της ημέρας, τι νόημα είχε δεύτερη; Τα κίνητρα και το σκεπτικό της πολιτείας είναι λίγο-πολύ εύλογα και ορατά. Δεν επιδίωξε την σύγκρουση, όσο η πρόκληση της άλλης πλευράς κρατήθηκε σε κάποια συμβατικά πλαίσια.
Το ερώτημα αφορά τα κίνητρα και το σκεπτικό του ΚΚΕ. Ηταν απλώς η αστόχαστη εκδήλωση μιας στρατηγικής έντασης; Ή το πρελούδιο μιας στρατηγικής ρήξης;
Ομολογώ ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο να δοθεί μια απάντηση, όσο δεν γνωρίζουμε τη συνέχεια. Οφείλουμε όμως να καταγράψουμε τα εξής:
Πρώτον, η επιλογή δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Είχε προηγηθεί η πρόβα τζενεράλε των καταλήψεων στα σχολεία. Το ΚΚΕ τις υποστήριξε (αν δεν τις υποκίνησε…) παρά τις όποιες επιπτώσεις στην εκπαίδευση και στην υγεία.
Δεύτερον, ο ΓΓ του ΚΚΕ ανέβασε τους τόνους στη Βουλή με μια προσωπική επίθεση εναντίον του Πρωθυπουργού, κάτι το οποίο δεν συνηθίζει (12/11).
Τρίτον, η γενικότερη αντίθεση της Αριστεράς στα μέτρα για την προστασία της δημόσιας υγείας ήταν πρωτίστως επιζήμια για την ίδια, καταφανώς υπερβολική και πάντως δυσανάλογη με την ουσία των μέτρων. Κοινώς, δεν άξιζε τον κόπο.
Τέταρτον, μπορεί η αναταραχή να απέτυχε και φυσικά τίποτα δεν «ακυρώθηκε στην πράξη». Ο ΣΥΡΙΖΑ όμως σύρθηκε στη γραμμή του ΚΚΕ, κάτι που προφανώς το ΚΚΕ θα λογίσει ως επιτυχία του.
Τίποτα από τα παραπάνω δεν είναι καθησυχαστικό για τις προθέσεις του Περισσού.
Ιδίως όταν ένα τυχαίο γεγονός μπορεί εύκολα να μετατρέψει μια ένταση σε ρήξη. Είναι ένα παιχνίδι με τη φωτιά.
Από την άλλη πλευρά βεβαίως η θεωρία ότι ένα κόμμα πολιτεύεται «με τους όρους του» έχει νόημα μόνο όταν οι άλλοι ανέχονται τους όρους αυτούς.
Και φυσικά όταν οι όροι είναι συμβατοί με τη δημοκρατία.