Θα μπορούσε η «φινλανδοποίηση» να είναι μια ελκυστική επιλογή για την Ελλάδα στις σχέσεις της με την Τουρκία, όπως ένας πραγματικά εκλεκτός συνάδελφος θεωρεί; (Νίκος Μαραντζίδης, «Ο Πέλκας στη Φενέρμπαχτσε», «Καθημερινή», 18.10.2020). Θα μπορούσε ίσως να περάσει η πλήρης και ευεργετική εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων μέσα από μια απόφαση της Αθήνας να αποδεχθεί ότι η γεωγραφική εγγύτητα και οι συνεχείς ψυχολογικές πιέσεις και πραγματικές απειλές δεν αφήνουν περιθώριο παρά για ένα κράτος μειωμένης κυριαρχίας;
Προφανώς, όπως κάθε αναλογία, έτσι και αυτή έχει τα (στενά) όριά της, πολύ περισσότερο από τη στιγμή που ο Ψυχρός Πόλεμος είναι μία μοναδική συνθήκη. Ομως υπάρχουν κάποια στοιχεία που δεν μπορούν να σχετικοποιηθούν ούτε για τις ανάγκες ενός άρθρου γνώμης.
Πολλά μπορούν να συζητηθούν, εκτός από ένα: Η Φινλανδία του Ψυχρού Πολέμου ήταν μία χώρα μειωμένης κυριαρχίας. Και αυτό δεν ήταν έκφραση μιας ελεύθερης, δημοκρατικής επιλογής – όπως π.χ. όταν μία χώρα επιλέγει να ενταχθεί στην ΕΕ και να παραδώσει μεγάλο μέρος της κυριαρχίας της – αλλά αποτέλεσμα επιβολής. Οσο και αν οι φινλανδικές κυβερνήσεις της εποχής απέρριπταν τον όρο και το περιεχόμενο, όπως αυτός εμφανίστηκε στην ψυχροπολεμική μυθολογία ήδη από τη δεκαετία του 1950, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι περιγράφει μία συγκεκριμένη κατάσταση πραγμάτων. Και η άρνηση της κατάστασης ήταν μέρος της διαδικασίας.
Το γεγονός ότι η Φινλανδία δεν έγινε Σοβιετική Δημοκρατία είχε το τίμημά του. Η χώρα παρέμεινε ουδέτερη αλλά όχι στη σχέση της με την ΕΣΣΔ. Ποτέ δεν τόλμησε να ασκήσει κριτική στη Μόσχα για οτιδήποτε. Είχε υποχρέωση να μην αντιτίθεται στις όποιες σοβιετικές πρωτοβουλίες, να μη συνάπτει συμφωνίες χωρίς την έγκριση της Μόσχας και να υποστηρίζει ενεργά κάποιες πλευρές της σοβιετικής εξωτερικής πολιτικής. Επισήμως δεν υπήρχε επιβολή λογοκρισίας αλλά ο αυτοπεριορισμός, η αυτολογοκρισία ήταν ο κανόνας στη δημόσια σφαίρα αφού η χώρα έπρεπε να συμπεριφέρεται «υπεύθυνα» και να προλαμβάνει τις επιθυμίες της Μόσχας. Ετσι, οι φινλανδικές κυβερνήσεις επιδοκίμασαν αμέσως και χωρίς καμία επιφύλαξη τη σοβιετική επέμβαση στην Ουγγαρία το 1956 και στην Τσεχοσλοβακία το 1968.
Μιας και η αναφορά στις κυβερνήσεις της Φινλανδίας, αξίζει να θυμηθούμε ότι δεν υπήρξαν και πολλές! Ο Urho Kaleva Kekkonen ήταν πρωθυπουργός από το 1950 ως το 1956 (με ένα μικρό διάλειμμα το 1954 που υπηρέτησε ως υπουργός Εξωτερικών) και Πρόεδρος από το 1956 ως το 1982! Οταν το 1958 επικράτησαν στις εκλογές οι Σοσιαλδημοκράτες, η Μόσχα απαίτησε την παραίτηση της Κυβέρνησης Fagerholm και το 1961 απείλησε με επέμβαση αν δεν επανεκλεγόταν στην προεδρία της χώρας ο Kekkonen.
Στην περίπτωση της Φινλανδίας, η στρατηγική υποταγή εξυπηρέτησε την επιβίωση του κράτους. Στην περίπτωση της Ελλάδας, μιας φιλελεύθερης δημοκρατίας, κράτους-μέλους της ΕΕ, η ευθυγράμμιση και η προσαρμογή με τις τουρκικές επιδιώξεις και επιθυμίες σε τι θα εξυπηρετούσε; Πώς θα προωθούσε τα ελληνικά συμφέροντα – εφόσον βεβαίως θα ήταν δυνατόν να προσδιοριστούν ως αποτέλεσμα μιας εσωτερικής δημοκρατικής διαδικασίας – μία σχέση κηδεμονίας με μία χώρα που συντηρητικοποιείται κάθε μέρα και περισσότερο; Θα βοηθούσε την κοινωνική, πολιτική και οικονομική πρόοδο; Θα βελτίωνε την ποιότητα της ελληνικής δημοκρατίας; Θα επέτρεπε την εμβάθυνση των σχέσεων με άλλες χώρες της περιοχής, π.χ. το Ισραήλ, την Αίγυπτο, τα ΗΑΕ, ή θα έπρεπε να περιμένουμε πρώτα τη βελτίωση των σχέσεών τους με την Τουρκία; Θα μπορούσαμε να αποδοκιμάσουμε τη μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε χώρο λατρείας; Θα ήταν ελεύθερη η ελληνική Δικαιοσύνη να δώσει άσυλο στους «8»; Θα μπορούσαν οι Ελληνες της Κύπρου να απορρίψουν – ακόμη και αν για πολλούς ήταν λάθος – το σχέδιο Ανάν; Θα μπορούσε η Κύπρος να ενταχθεί στην ΕΕ; Θα μπορούσε η Αθήνα να επικαλείται το Δίκαιο της Θάλασσας ακόμη και «μαξιμαλιστικά»; Θα μπορούσε να σφραγίσει τα σύνορα στον Εβρο; Θα μπορούσε να υπερασπίζεται την ελευθερία της έκφρασης, ακόμα και αν αυτή είναι προκλητική, αντιαισθητική και προσβλητική, όπως τα σκίτσα του «Charlie Hebdo»;
Κατά την ταπεινή μου άποψη το δίλημμα – αν υπάρχει – είναι όλα τα παραπάνω, είναι η επιλογή της δημοκρατίας, είναι τελικά η Ιστορία και όχι ο αριθμός των τούρκων τουριστών στη Θεσσαλονίκη. Αν το δίλημμα δεν είναι αυτό, τότε μιλάμε για κάτι άλλο και πάντως όχι για «φινλανδοποίηση».
*Ο κ. Κώστας Υφαντής είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.