Οσοι παρακολουθούν την αύξουσα βουλιμία με την οποία ο τούρκος πρόεδρος αναχαρτογραφεί τους μαχαλάδες του κόσμου όπου η Τουρκία θεωρεί δικαίωμα και υποχρέωσή της να κάνει γεωπολιτικό γιουρούσι, ευλόγως θα διερωτώνται τι είδους ιστορικά αναγνώσματα εξουσιοδοτούν τον Ταγίπ Ερντογάν και, κυρίως, πώς αυτός διαβάζει την Ιστορία. Πρόσφατες πηγές μάς πληροφορούν ότι στο 1.100 οντάδων σαράι του στην Αγκυρα δεν υπάρχει χώρος για βιβλιοθήκη αλλά μόνο για συμβούλους που μοιράζονται μαζί του το ίδιο έλλειμμα κριτικής σκέψης και διανοητικής εγρήγορσης: «Το μόνο εκτός πολιτικής ενδιαφέρον του είναι το ποδόσφαιρο. Δεν απέκτησε ποτέ μόρφωση που θα του κέντριζε το ενδιαφέρον του για τις τέχνες και τα γράμματα… Κατανοεί την κουλτούρα μόνο ως απομνημόνευση στίχων από το Κοράνιο, ως ακρόαση οθωμανικών στρατιωτικών εμβατηρίων και ως επικοινωνιακό νταβαντούρι όπου συμπρωταγωνιστεί με γνωστούς ποπ σταρ».
Αλλά ας μην προκαταλαμβανόμαστε. Ο Ταγίπ άρχισε να μπαίνει στο νόημα της Ιστορίας όταν άκουσε τον Νετζμεντίν Ερμπακάν, τον πρώτο δηλωμένο ισλαμιστή τούρκο πρωθυπουργό, να διευκρινίζει ότι δεν μπορείς να διεκδικείς γνήσια τουρκικότητα αν δεν αισθάνεσαι σελτζούκος πρόμαχος στο Μαντζικέρτ, ηρωικός πολιορκητής της Κωνσταντινούπολης, μεγαλοπρεπής Σουλεϊμάν καθ’ οδόν προς τη Βιέννη, και άλλα αρειμάνια. Και από τον ίδιο Ερμπακάν διδάχθηκε ότι η Τουρκία που, σύμφωνα με τις υποθήκες του Κεμάλ, φλέρταρε με την ευρωπαϊκή Δύση έπαιζε κορώνα γράμματα την οθωμανική και μουσουλμανική ψυχή της. Το μάθημα έπιασε τόπο και ο μαθητής αρίστευσε στις πρώτες επίσημες εξετάσεις του όταν, ως υποψήφιος δήμαρχος της Πόλης τον Μάρτιο του 1994, υποσχέθηκε κάτι πολύ σημαντικότερο από καθαριότητα: «Εμείς που στεκόμαστε μπροστά από τη θλιμμένη Αγια-Σοφιά θα κατακτήσουμε για δεύτερη φορά την Πόλη. Η 27η Μαρτίου θα είναι η μέρα που θα κλείσει μια εποχή και θα αρχίσει μια νέα εποχή». Μετά από 26 χρόνια, στη νέα αυτή εποχή, η Αγια-Σοφιά ως τζαμί ξαναβρήκε το κέφι της.
Η αλήθεια είναι ότι στην προσπάθειά του να ρυμουλκήσει την Τουρκία προς τη μεριά της ευρωπαϊκής Δύσης το κεμαλικό πρότζεκτ απώθησε το οθωμανικό και ισλαμικό παρελθόν στα όρια της επίσημης λήθης. Αλλά είναι επίσης αλήθεια ότι όταν το απωθημένο, κατά τη συνήθειά του, επέστρεψε (περίπου από τα τέλη της δεκαετίας του ’60), την αφήγησή του δεν την ανέλαβε η νηφάλια και τεκμηριωμένη ιστοριογραφία αλλά μια αντικεμαλική φάμπρικα ιστορικής μυθοπλασίας, λαϊκών θρύλων, μύθων και ηρωικών προσωπογραφιών που δοξολογούν το οθωμανικό μεγαλείο σε λαϊκές απογευματινές για ευρεία κατανάλωση. Τον πιο πρόσφατο οβολό σ’ αυτόν τον νοσταλγικό έρανο τον έριξε η τηλεόραση με «ιστορικές» σειρές που συστήνει ο ίδιος ο Ερντογάν, όχι όμως χωρίς να ασκήσει κριτική όταν το σενάριο επιτρέπει στο ενάρετο τουρκικό κοινό να παρακολουθήσει τα ενδότερα του σουλτανικού χαρεμιού από την κλειδαρότρυπα.
Ο Ταγίπ αντλεί ιστορική γνώση και από αυτό το είδος ιστορικής σαπουνόπερας που διακινεί η νεοοθωμανική «ιντελιγκέντσια» και οι εντεταλμένες εκλαϊκευτικές παραφυάδες της, ωστόσο τη βαθύτερη αίσθηση και πεποίθηση του ιστορικού του προορισμού την οφείλει σε πολιτικοθρησκευτικούς μέντορες οι οποίοι δεν νοιάζονται απλώς για την ανάταξη της οθωμανικής και ισλαμικής ψυχής ως βασικού συστατικού της τουρκικής ταυτότητας αλλά φιλοτεχνούν και μανιχαϊστικές αντιπαραθέσεις Δύσης και Ανατολής, όπου η πρώτη, παρακμιακή και μουρντάρα, απειλεί να μαγαρίσει τα αναντάν μπαμπαντάν (sic) άσπιλα μουσουλμανικά ήθη.
Ο πιο προβεβλημένος ανάμεσά τους, και αυτός στο όνομα του οποίου πίνει νερό ο Ερντογάν, είναι ο Νετζίπ Φαζίλ (1904-1983), κήρυκας απροσχημάτιστου ισλαμοφασισμού που έζησε στην ευρωπαϊκή Δύση όσο χρειάστηκε για να τη μισήσει και για να αποφανθεί ότι η Τουρκία πρέπει να γίνει «το σπαθί και η ασπίδα» του Ισλάμ απέναντι στον ιμπεριαλισμό της Δύσης. Το 2013, μιλώντας ως πρωθυπουργός ο Ερντογάν, αφού περιέγραψε τον Φαζίλ ως πνευματικό οδηγό δικό του αλλά και των μελλοντικών γενιών, παραδέχθηκε ότι από αυτόν έμαθε «να κατανοεί το νόημα της Ιστορίας», το οποίο, σύμφωνα με τον Φαζίλ, είναι απλό: η ρασιοναλιστική και μηχανιστική Δύση είναι σήψη θανάτου, το Ισλάμ είναι ζωή και οσμή ευωδίας πνευματικής, γι’ αυτό υπερασπιζόμαστε το Ισλάμ μισώντας και εξολοθρεύοντας τους εχθρούς του, δηλ. τους Εβραίους, τους Ελεύθερους Τέκτονες, όσους προκρίνουν ευρωπαϊκά ήθη και, ασφαλώς, τους Κεμαλιστές. Ο Φαζίλ θεωρούσε το μίσος εναντίον των «άλλων» εφαλτήριο πολιτικού ακτιβισμού, σ’ αυτό το μίσος όρκιζε την τουρκική νεολαία και γι’ αυτό, τοις κείνου ρήμασι πειθόμενος, ο Ταγίπ οραματίζεται σήμερα «μια γενιά εμφορούμενη από ισλαμική ευσέβεια και μίσος». Ο Ερντογάν δεν είναι «διαταραγμένος», όπως έγραφε τις προάλλες στους «Νιου Γιορκ Τάιμς» ο Μπερνάρ Ανρί Λεβί – έχει απλώς δασκαλευτεί να διαβάζει την Ιστορία με ιδιόρρυθμο τρόπο.
Και θα μπορούσε, ίσως, να τη διαβάσει πιο ισορροπημένα αν, έστω και με σφιγμένα δόντια, έριχνε μια ματιά και στις ιστορικές μυθοπλασίες του Ορχάν Παμούκ, γιατί ο τελευταίος αναγνωρίζει μεν το πρόβλημα που δημιούργησε ο κεμαλικός ριζοσπαστισμός με την υποχρεωτική απαλοιφή του οθωμανικού και του ισλαμικού από την τουρκική ταυτότητα, αλλά στην ιστορική του μυθοπλασία άφησε τους χαρακτήρες του να συναντηθούν στις μεταιχμιακές ζώνες Δύσης και Ανατολής, παρόντος και ιστορικού παρελθόντος, και να επιδοθούν σε ένα παιχνίδι εναλλακτικών ταυτοτήτων για να αναδειχθεί η δυνατότητα ενός δημιουργικού κοσμοπολιτισμού. Ο Παμούκ ονειρεύεται ξύπνιος ότι θα μπορούσε να πείσει τους πολιτικούς της Τουρκίας να εκδώσουν ταυτότητες που θα αναγράφουν και Ισλάμ και Ευρώπη.
Επιτρέπεται να υποθέσει κανείς ότι σήμερα παραμένει ξύπνιος αλλά δυσκολεύεται να ονειρευτεί γιατί πίσω από την κοσμοπολίτικη μειονότητα σαλεύει ο ογκώδης ντουνιάς μιας βαθιάς και ριζιμιάς «Anadolu» που μοιάζει να συμφωνεί πολύ περισσότερο με τον Νετζίπ Φαζίλ και τα πολιτικά του τσιράκια: «Θέλουν να μας ντύσουν Ευρωπαίους, αλλά όταν φοράμε ευρωπαϊκά ρούχα μοιάζουμε με κλόουν». Στην αρχή της πολιτικής του διαδρομής, ο Ταγίπ μπορεί να δοκίμασε, ή έκανε πως δοκιμάζει, ευρωπαϊκά ρούχα, αλλά αργότερα «κατάλαβε το νόημα της Ιστορίας».
Πληροφορίες και αφορμές για τις παραπάνω σκέψεις αντλήθηκαν από τη μελέτη του Μ. Hakan Yavuz, Nostalgia for the Empire. The Politics of Neo – Ottomanism, Οξφόρδη 2020. Η πλούσια ιστορική τεκμηρίωση και ανάλυση του ερντογανικού φαινομένου μπορεί να δώσει αξιόπιστες απαντήσεις στα ερωτήματα της ελληνοτουρκικής επικαιρότητας, και γι’ αυτό θα χρειαστεί να επανέλθουμε.
Ο κ. Θεόδωρος Παπαγγελής είναι ακαδημαϊκός, καθηγητής του Τμήματος Φιλολογίας του ΑΠΘ