Τους γνωρίσαμε με τη «17 Νοέμβρη». «Ναι μεν είναι δολοφόνοι, αλλά σκοτώνουν τους σωστούς» – «σωστοί» στην προκειμένη περίπτωση ήταν όσοι δεν γούσταρε ο ομιλών…
Τους είδαμε πάλι με τους «Πυρήνες της Φωτιάς». «Ναι μεν είναι τρομοκράτες, αλλά μιλάμε για νέα παιδιά που τους στοίχισε η δολοφονία του Γρηγορόπουλου». Επανεμφανίστηκαν με το Μνημόνιο και του Αγανακτισμένους. «Ναι μεν είναι τραμπούκοι, αλλά αγανάκτησαν λόγω αδικίας».
Συνέχισαν με τον ΣΥΡΙΖΑ. «Ναι μεν λένε ασυναρτησίες, αλλά κάτι μπορεί να πετύχουν αν τους δοκιμάσουμε».
Κλείνουν τώρα τον κύκλο με τους δήμιους του Αλλάχ. «Ναι μεν είναι ψυχοπαθείς, αλλά ο Μακρόν τους προσβάλλει επειδή η Γαλλία πάσχει από ισλαμοφοβία».
Οταν οι ομάδες παίζουν μπάλα, αυτοί ονειρεύονται να σφυρίζουν τα φάουλ. Απέναντι στο κακό όμως οι «ναιμεναλλάδες» αποδεικνύονται οι κατ’ εξοχήν κήρυκες της συνθηκολόγησης με το κακό.
Οταν σφίγγουν τα γάλατα, ο φόβος τους παραλύει. Χωρίς αδιαπραγμάτευτο πολιτισμικό μέτρο, χωρίς αμετακίνητο αξιακό ορίζοντα, επικαλούνται το σχετικό ή το συμψηφιστικό για να υπεκφύγουν σε μια σύγκρουση που τους τρομάζει.
Είναι οι ίδιοι που στον βιασμό θα πουν «τα ήθελε κι αυτή!» ενώ στη ληστεία θα επικαλεστούν την κοινωνικοποίηση του ληστή. Ακριβοί στις «επαναπροωθήσεις» στο Αιγαίο και φθηνοί στον ISIS.
Σε κάθε αποτρόπαια πράξη έχουν να προσθέσουν μια υποσημείωση. Για κάθε αποκρουστικό έγκλημα επικαλούνται ένα ελαφρυντικό. Και απέναντι στο απόλυτο κακό καταφεύγουν στη σχετικότητα των πραγμάτων και στον συμψηφισμό των καταστάσεων.
«Φωνάζουν τώρα οι Γάλλοι, αλλά ξέρεις τι έχουν κάνει κι εκείνοι στην Αλγερία;». Μόνο που ό,τι κι αν συνέβη εκεί πριν από εξήντα χρόνια, ό,τι σωστό ή λάθος κι αν κάνει σήμερα ο Μακρόν, ό,τι κι αν φρονεί ο καθένας για τη σαρία, τον Προφήτη ή τα ουρί του Παραδείσου, η ουσία είναι ότι ένα «ριζοσπαστικό Ισλάμ» επιτίθεται στον τρόπο ζωής μας.
Πριν από τριάντα χρόνια (περίπου) η Μάργκαρετ Θάτσερ έλεγε για τον IRA ότι «το έγκλημα δεν είναι πολιτική, το έγκλημα είναι έγκλημα».
Ούτε η θρησκεία είναι πολιτική. Οποιος σφάζει στο όνομα της θρησκείας του δεν είναι ευσεβής ή θεοσεβούμενος, προσβεβλημένος ή θύμα φοβίας. Είναι απλώς δολοφόνος.
Ενας γάλλος επαναστάτης, ο Αντουάν ντε Σεν-Ζιστ, παρ’ όλο που δεν είχε καμία πολιτική συνάφεια με τη Θάτσερ, διακήρυξε κάποτε ότι «δεν υπάρχει ελευθερία για τους εχθρούς της ελευθερίας». Η Ευρώπη βρίσκεται για άλλη μια φορά στην ιστορία της αντιμέτωπη με μια «Μάστιγα του Θεού». Ενός άλλου Θεού που ενδεχομένως δεν καταλαβαίνουμε και δεν μας καταλαβαίνει.
Αλλά δεν είναι αυτό λόγος για να κατεβάσουμε τα χέρια, ούτε για να το ρίξουμε στην κουβέντα. Η επίθεση που δέχεται η Γαλλία είναι επίθεση στον πολιτισμό μας.
Σε έναν πολιτισμό ελευθερίας και ανοχής. Στον οποίο ακόμη κι η διακωμώδηση, η προσβολή, ο ασεβής χλευασμός ή η κακόγουστη σάτιρα είναι μέρη ενός υπέρτερου αγαθού που ονομάζεται ελευθερία της έκφρασης.
Από εκεί και πέρα είναι προφανές ότι κανείς δεν θα δεχτεί να αποκεφαλίζουν ανεμπόδιστα τους ανθρώπους σε δρόμους και εκκλησίες διάφοροι μανιακοί τζιχαντιστές.
Υποθέτω ότι θα αντιμετωπιστούν με κάθε μέσο και κάθε μέθοδο. Ο,τι κι αν λένε οι «ναιμεναλλάδες». Οσο κι αν κοστίσει. Ο,τι κι αν τολμήσουν.
Διότι, όπως έλεγε κι ο μεγάλος Λίνο Βεντούρα στους «Tontons Flingeurs» (1963), «οι μαλάκες τα τολμούν όλα! Αλλωστε από αυτό τους αναγνωρίζεις».