Πολύ απέχω από το να είμαι ειδικός στα ασφαλιστικά, ούτε βέβαια γνωρίζω να κάνω αναλογιστικές μελέτες (νομίζω ότι έτσι λέγονται), δηλαδή προβολές που αφορούν το μέλλον του ασφαλιστικού συστήματος. Οσα ακολουθούν, λοιπόν, είναι από τη σκοπιά ενός απλού πολίτη, ο οποίος απλώς ανησυχεί για όσα συμβαίνουν γύρω του.
Συμμερίζομαι εδώ και χρόνια την άποψη του Λίντον Τζόνσον, υποτιμημένου εν πολλοίς προέδρου των ΗΠΑ, ο οποίος έλεγε πως πρώτη προϋπόθεση για την όποια ενασχόληση με την πολιτική, και με τα κοινά γενικώς, είναι «να ξέρεις να μετράς». Ιδού, λοιπόν, κάποιοι ενδιαφέροντες όσο και κρίσιμοι αριθμοί.
Αυτή τη στιγμή η χώρα μας, με κάτι λιγότερο από 11 εκατομμύρια κατοίκους, έχει περίπου 2.800.000 συνταξιούχους και 3.300.000 ενεργό πληθυσμό, δηλαδή περίπου 1,2 εργαζόμενο για κάθε συνταξιούχο. Τον Μάρτιο του 2020 οι συντάξεις που καταβλήθηκαν ήταν περίπου 4.500.000, από τις οποίες οι 2.800.000 κύριες (βλ. και πιο πάνω) και 1.700.000 επικουρικές και άλλες. Ενα μόνον ακόμα στοιχείο θα παραθέσω, μια και δεν θέλω να κουράσω με πολλούς αριθμούς: το 55% περίπου της συνολικής δαπάνης για συντάξεις διάβασα κάπου ότι καλύπτεται από χρήματα που συνεισφέρει ο κρατικός προϋπολογισμός.
Καθοριστικής σημασίας για όλα αυτά είναι, βέβαια, η ραγδαία αύξηση του προσδόκιμου ζωής, το οποίο είναι κοντά στα 81 χρόνια για όποιον γεννιέται σήμερα στη χώρα μας, τη στιγμή που το 1950 ήταν 48,1(!) χρόνια. Καλά να είμαστε, και μακάρι να αυξάνεται συνεχώς το προσδόκιμο, και κυρίως το λεγόμενο προσδόκιμο υγιούς ζωής. Ποιος μπορεί να νοσταλγεί τις (όχι και τόσο μακρινές) εποχές όπου το προσδόκιμο ζωής ήταν τα 50 ή τα 60 χρόνια; Με μια διαφορά όμως: ένα ασφαλιστικό σύστημα οφείλει, προφανώς, να λαμβάνει υπόψη αυτά τα συνεχώς μεταβαλλόμενα δεδομένα και να προσαρμόζεται αντίστοιχα.
«Βαίνομεν» λοιπόν, φοβούμαι, προς μια κοινωνία συνταξιοκρατούμενη, προς μια κοινωνία προσαρμοσμένη πρωτίστως στις ανάγκες των συνταξιούχων. Του λόγου το ασφαλές επιβεβαιώνει και μια ματιά στα μέσα ενημέρωσης, τα γνωστά μας ΜΜΕ. Εφημερίδες επί εφημερίδων και εκπομπές επί εκπομπών είναι προφανές, από το περιεχόμενό τους, από τη θεματολογία τους, ακόμα και από το discours τους (που λένε και οι φίλοι μας οι Γάλλοι), πως απευθύνονται πρωτίστως, αν όχι και αποκλειστικά, στους συνταξιούχους. Μάλιστα, το φαινόμενο επιτείνεται στο μέτρο που υπάρχει η άποψη στον χώρο των ΜΜΕ πως οι συνταξιούχοι είναι όχι μόνον πολλοί, αλλά και το κατ’ εξοχήν κοινό των εφημερίδων και των καναλιών. Ως γνωστόν, οι νεότεροι ενημερώνονται, όσο και όπως ενημερώνονται, σχεδόν αποκλειστικά από το Διαδίκτυο.
Δεσπόζουσα, αν όχι και καταλυτική, είναι επίσης η παρουσία των συνταξιούχων στο εκλογικό σώμα. Υπολογίζεται, έτσι, πως σχεδόν οι μισοί από όσους προσέρχονται στις κάλπες (προσοχή: όχι από τους γραμμένους στους εκλογικούς καταλόγους) είναι συνταξιούχοι ή πρόσωπα άμεσα εξαρτώμενα από αυτούς. Ποιος, αλήθεια, πολιτικός τολμάει σήμερα να αντιταχθεί στα αιτήματα ή/και στα συμφέροντα των συνταξιούχων; Τρελός είναι; Ολο και θα φροντίσει να τους κρατάει κάπως ευχαριστημένους. Καμιά αυξησούλα, κάνα εφαπαξάκι, κάνα αναδρομικούλι, κάτι. Ως παλαιότερος, θυμάμαι ότι κάτι αντίστοιχο ίσχυε στις δεκαετίες του 1950 και του 1960 με τους αγρότες, που τότε ήταν η πολυπληθέστερη ομάδα του πληθυσμού, και βέβαια του εκλογικού σώματος. Δεν υπήρχε τότε κυβέρνηση που, συνήθως όταν πλησίαζαν εκλογές, να μην έπαιρνε κάποια φιλοαγροτικά μέτρα, όπως η περιώνυμη διαγραφή των αγροτικών χρεών.
Μένοντας στα βασικά, θα έλεγα ότι το πρόβλημα είναι τριπλό. Πρώτον οικονομικό, αφού λίγο νωρίτερα ή λίγο αργότερα το ασφαλιστικό μας σύστημα θα κλατάρει. Δεύτερον, κοινωνικό. Είναι τραγικό να βλέπεις ανθρώπους από κάθε άποψη ακμαίους, πενηντάρηδες ή πενηνταπεντάρηδες, να σέρνονται από τον καναπέ στο καφενείο και από το καφενείο στον καναπέ, ή να αναλαμβάνουν διαχειριστές της πολυκατοικίας για να περνάει λίγο η ώρα τους. Τα επικολυρικά των ΜΜΕ, όπως «οι απόμαχοι», «οι ασπρομάλληδες», «τα γεροντάκια», κ.λπ. είναι κατάλοιπα άλλων εποχών που σήμερα μόνον ειρωνικά χαμόγελα προκαλούν όταν κοιτάξεις γύρω σου. Τρίτη έκφανση του προβλήματος, αυτή που θα την έλεγα υπαρξιακή. Εχει λιγότερο απτά και μετρήσιμα χαρακτηριστικά, αλλά ας μην την υποτιμάμε. Είναι θλιβερό να βλέπεις ανθρώπους ακμαίους, δυνάμει δημιουργικούς, να αρκούνται στο να κανονίζουν το καρέ για την μπιρίμπα ή να παρακολουθούν τις εκπομπές των Αυτιάδων. Tragic, που έλεγε και μια παλαιότερη διαφήμιση.
Και κάτι ακόμα. Ας μην ξεχνάμε τη διαβρωτική επίδραση που έχουν παρόμοιες αντιλήψεις και πρακτικές στον κοινωνικό ιστό, και στις νεότερες γενιές ειδικότερα. Ποιο πρότυπο και ποιους ορίζοντες μπορεί να έχει ένα παιδί ή ένας έφηβος που ακούει και διαπιστώνει πως καλύτερα απ’ όλους γύρω του «τη βγάζει» ο συνταξιούχος παππούς του; Τι πρέπει να γίνει; Ως προς αυτό, και πιο δύσκολα είναι τα πράγματα και πολύ περισσότερες σελίδες από αυτές ενός τέτοιου κειμένου απαιτούνται. Πριν πάντως βρούμε και καταλήξουμε τι πρέπει να γίνει, θα πρέπει να συμφωνήσουμε πως για μια «χώρα συνταξιούχων» το μέλλον σίγουρα δεν μπορεί να είναι και πολύ ευοίωνο. Αν πάντως δεν αλλάξουμε ρότα, δεν θα αργήσει να έρθει εκείνη η μέρα που θα ρωτάμε το ανιψάκι μας ή το μικρανίψι μας: «Τι θέλεις να γίνεις όταν μεγαλώσεις, Βασιλάκη;», κι εκείνο θα μας απαντάει: «Συνταξιούχος»!
Ο κ. Ανδρέας Παππάς είναι επιμελητής εκδόσεων και μεταφραστής