Ο κόμπος έφτασε στο χτένι. Δεν πάει άλλο. Ας αντιμετωπίσουμε ως χώρα το μεγαλύτερο ίσως εκπαιδευτικό πρόβλημα που έχουμε επί σειρά ετών: ένα απαξιωμένο Λύκειο προς δόξαν των Φροντιστηρίων (οργανωμένων και ιδιαιτέρων μαθημάτων), ένα αναξιόπιστο (μολονότι αναμφισβήτητα αντικειμενικό), άδικο και απάνθρωπο σύστημα Εισαγωγικών Εξετάσεων και μεγάλο αριθμό φοιτητών που εισάγονται μεν στα ΑΕΙ αλλά δεν θα μπορέσουν να διεξαγάγουν πανεπιστημιακές σπουδές λόγω αντικειμενικών δυσκολιών στην συγκρότησή τους (εισάγονται με πενιχρή επίδοση που δεν επιτρέπει πανεπιστημιακές σπουδές). Υπάρχουν βεβαίως – σπεύδω να δηλώσω – και άλλα προβλήματα στην Γενική Εκπαίδευσή μας, αλλά αυτά είναι αντιμετωπίσιμα και επιλύσιμα με απλούστερες διαδικασίες.
Ποιες λύσεις υπάρχουν; Να ανεβάσουμε την βάση εισαγωγής (στο 10) ή να καθιερώσουμε όριο σε συγκεκριμένο κύριο μάθημα; Ημίμετρα! Να βάζουμε πιο εύκολα θέματα στις Εισαγωγικές ώστε να μειώνεται το επίπεδο αποτυχίας; Κοροϊδία! Να κλείσουμε τα Τμήματα που δέχονται χαμηλόβαθμους υποψηφίους (συνήθως μετεξελιγμένα πρώην ΤΕΙ); Βόμβα και προσβολή στα Πανεπιστήμια που τα δέχθηκαν και ανθρώπινα δράματα για υπηρετούντα μέλη! Και το απαξιωμένο Λύκειο ως βαθμίδα, ως διδάσκοντες καθηγητές όλων των ειδικοτήτων, ως διδασκόμενα αντικείμενα, ως μόρφωση στην καλύτερη σε προσληψιμότητα ηλικία των μαθητών (15-18), θα το αφήσουμε απαξιωμένο και υποβαθμισμένο ή απλώς φροντιστηριοποιημένο (επίσημα στην Γ’ Λυκείου);
Το θέμα σε όλη την έκταση και τις πτυχές του το αντιμετωπίσαμε στον μακρό (6 μηνών), εντατικό (σε συμμετοχή εκπαιδευτικών τής πράξης) και ουσιαστικό διάλογο, τον επί Κώστα Καραμανλή «Εθνικό Διάλογο για την Παιδεία» το 2009 (τού οποίου είχα την τιμή να προεδρεύω). Συνεργαστήκαμε εν συνεχεία (όταν άλλαξε η Κυβέρνηση και στο πλαίσιο μιας συναίνεσης για την Παιδεία) με την Υπουργό Παιδείας κυρία Διαμαντοπούλου και άρχισε να μπαίνει στα σκαριά η εφαρμογή του που συνεχίστηκε και μετά (επί υπουργίας Αρβανιτόπουλου), για να ακυρωθεί παντελώς από τους ακολουθήσαντες υπουργούς τής νέας Κυβέρνησης.
Ποια ήταν η πρότασή μας; Ως κύριο κριτήριο εισαγωγής στα Πανεπιστήμια να ισχύει υψηλά μοριοδοτημένη η επίδοση των μαθητών (μέσος όρος) κατά τα τρία (3) έτη φοίτησης στο Λύκειο, που παρέχουν μια αξιόπιστη εικόνα για τις ικανότητες τού υποψήφιου φοιτητή – κριτήριο, σημειωτέον, που ισχύει στις περισσότερες προηγμένες χώρες τού κόσμου. Συμπληρωματικά θα υπάρχει και μια πανελλαδική εξέταση που θα δίνει τα μόρια που χρειάζεται ο υποψήφιος φοιτητής για να εισαχθεί στο ΑΕΙ που έχει επιλέξει (με περιορισμένο αριθμό επιλογών). Για να είναι αντικειμενική η αξιολόγηση τής επίδοσης των μαθητών, θα πρέπει να υπάρχει παράλληλα για κάθε τάξη (Α’, Β’ και Γ’ Λυκείου) μια εξέταση από γενική Τράπεζα Θεμάτων που θα συνυπολογίζεται στην επίδοση. (Η Τράπεζα Θεμάτων δαιμονοποιήθηκε για δήθεν «υψηλό ποσοστό αποτυχίας» το οποίο απεκρύβη ότι οφειλόταν σε άλλον λόγο, στην ταυτόχρονη «απότομη» καθιέρωση βάσης τού 10 για να περάσει ο μαθητής στην γλώσσα και στα μαθηματικά και 8 στην φυσική και στην χημεία!.. Βεβαίως, η Τράπεζα έπρεπε να δοκιμασθεί πιλοτικά, προτού εφαρμοσθεί, πράγμα που επίσης δεν έγινε. Επειδή πρόκειται να λειτουργήσει και εφέτος για την Α’ Λυκείου, ελπίζω να έχουν γίνει εγκαίρως οι απαραίτητες προετοιμασίες, ώστε να αρθούν οι όποιες δυσκολίες και η συναφής αρνητική κριτική. Σημειωτέον ότι με την Τράπεζα Θεμάτων υποχρεώθηκαν οι διδάσκοντες να καλύψουν όλη την διδακτέα ύλη, γεγονός από μόνο του πολύ σημαντικό, οδήγησε δε και σε μια εντατικοποίηση των σπουδών που απέδωσε καλύτερα αποτελέσματα στις γραπτές λυκειακές εξετάσεις, όπως έδειξε ειδική έρευνα.)
Τις εξετάσεις τόσο τις Πανελλαδικές όσο και τής Τράπεζας Θεμάτων θα διενεργεί ένας Εθνικός Οργανισμός Εξετάσεων (ο οποίος έχει ήδη ιδρυθεί και υπάρχει) υπό την εποπτεία τού Υπουργείου Παιδείας, στελεχωμένος με εκπαιδευτικούς ειδικούς σε θέματα αξιολόγησης (ένα άλλο μεγάλο πρόβλημα που ανακύπτει συνεχώς κατά την βαθμολόγηση). Ο Οργανισμός αυτός θα επιτρέπει επανάληψη εντός 3μήνου τής εξέτασης σε ένα μάθημα, στο οποίο δεν έχει πάει καλά ένας υποψήφιος με δυνατότητα βελτίωσης (αντί να αποτυγχάνει και να περιμένει έναν ολόκληρο χρόνο για να ξαναδώσει όλα τα μαθήματα με άδηλο αποτέλεσμα).
Ενα τέτοιο σύστημα εισαγωγής στα ΑΕΙ είναι αξιόπιστο (δεν κρίνεται ο υποψήφιος σε ένα 3ωρο αλλά από την επίδοσή του σε 3 χρόνια), είναι δίκαιο (δεν στηρίζεται στα Φροντιστήρια που δεν είναι προσιτά σε όλους αλλά στο επίσημο Λύκειο), ουσιαστικό (δεν υπερέχει η παπαγαλία και η απομνημόνευση) και ανθρώπινο (λύνει το δράμα των οικογενειών που περιμένουν έναν χρόνο για επανεξέταση τού υποψηφίου σε περίπτωση αποτυχίας σ’ ένα μάθημα). Είναι και αντικειμενικό, αφού έχει ασφαλιστική δικλίδα την εξέταση για όλους και μέσω τής Τράπεζας Θεμάτων (η βαθμολόγηση τού εκπαιδευτικού – κι αν υποθέσουμε ότι πιέζεται για επιείκεια – κρίνεται τελικά σε σχέση με την επίδοση τού μαθητή στην γενική αντικειμενική εξέταση με βάση την Τράπεζα Θεμάτων).
Συμπέρασμα. Ηλθε η ώρα να τολμήσει η Πολιτεία την μεγάλη αλλαγή, για τους λόγους που εξέθεσα και για το «μπάχαλο» που ζήσαμε κι εφέτος με το ισχύον σύστημα. Αλλά αυτό μπορεί να καθιερωθεί και να πετύχει υπό μία απαραίτητη προϋπόθεση: με πρωτοβουλία τής Κυβέρνησης διά τής Υπουργού Παιδείας πρέπει να γίνει ένας ουσιαστικός διάλογος με ειδικά εξουσιοδοτημένους αντιπροσώπους όλων των κομμάτων τής Βουλής, ώστε να συμφωνήσουν όλα τα κόμματα ότι θα εφαρμοσθεί ένα τέτοιο σύστημα (με όποιες αναγκαίες αλλαγές κριθούν σκόπιμες) από τον εκάστοτε Υπουργό Παιδείας όποιας Κυβέρνησης βρίσκεται στην εξουσία. Πρέπει να πάρουν στα χέρια τους το θέμα οι αρχηγοί των κομμάτων. Ας υπάρξει για μια φορά συναίνεση και ουσιαστικός διάλογος για ένα τόσο μεγάλο θέμα που απασχολεί χιλιάδες ελληνικές οικογένειες και χιλιάδες παιδιά μας.
*Ο κ. Γεώργιος Μπαμπινιώτης είναι καθηγητής Γλωσσολογίας, πρώην πρύτανης του ΕΚΠΑ και πρώην υπουργός Παιδείας.