Καθώς έφτιαχνα τις βαλίτσες μου μετά το πρώτο μου σεμινάριο στο Μπουένος Αϊρες, εξαντλημένος από τρεις ώρες διδασκαλία στα ισπανικά, ένας μελαχρινός νεαρός άνδρας με πλησίασε. Εξήγησε ότι είχε έρθει με λεωφορείο από το Καράκας της Βενεζουέλας για να συνεχίσει τις σπουδές του στην Ψυχολογία. Πριν αναχωρήσει για το επικό του ταξίδι, ο πατέρας του, μηχανικός, του είχε δώσει να διαβάζει ποίηση του Καβάφη. Το ποίημα «Ιθάκη» τον ενέπνευσε. Ο ενθουσιασμός του μαθητή αποδείχθηκε ότι δεν ήταν ένα μεμονωμένο γεγονός.
Με ενδιέφερε το κίνητρό του να παρακολουθήσει το μάθημά μου, ένα σεμινάριο τεσσάρων εβδομάδων για τον Καβάφη, το οποίο χρηματοδοτήθηκε από το Ιδρυμα Ωνάση πριν από έξι χρόνια. Πριν από την άφιξή μου ανησυχούσα για το πόσοι μαθητές θα εγγραφούν σε ένα μάθημα για έναν έλληνα ποιητή που δεν μετρούσε για το πτυχίο τους. Στο τέλος εμφανίστηκαν 30 – προπτυχιακοί και μεταπτυχιακοί φοιτητές, καθηγητές, συνταξιούχοι και μέλη της ελληνικής κοινότητας. Αυτός ήταν ένας εκπληκτικός αριθμός σε μια ισπανόφωνη πόλη τόσο μακριά από την Ελλάδα.
Δύο χρόνια αργότερα, όταν επέστρεψα στο Μπουένος Αϊρες για μερικές παρουσιάσεις, έμεινα έκπληκτος από τον αριθμό των μαθητών που είχαν έρθει στο μάθημα των αρχαρίων για τα Νέα Ελληνικά. Την πρώτη ημέρα του μαθήματος με τον συνάδελφό μου μετρήσαμε πάνω από 100 άτομα στριμωγμένα σε ένα δωμάτιο που προοριζόταν για 40 άτομα. Επειδή δεν υπήρχαν περισσότερες θέσεις, κάθε νέος μαθητής έπρεπε να ψάξει να βρει δική του καρέκλα προτού μπει στην αίθουσα.
Είναι εκπληκτικό; Ναι και όχι. Ανακάλυψα ότι έξω από τη Βόρεια Αμερική και τη Δυτική Ευρώπη υπάρχει μεγαλύτερο πάθος για τη λογοτεχνία και για τις λιγότερο διδασκόμενες γλώσσες, όπως η Νέα Ελληνική. Αυτοί οι αναγνώστες είναι πιο οικουμενικοί στα αισθητικά τους γούστα από ό,τι στα μητροπολιτικά κέντρα της Δύσης.
Αυτό επιβεβαιώθηκε για μένα πέρυσι, όταν μίλησα για τη βιογραφία του Καβάφη στο Ινστιτούτο Atatürk του Πανεπιστημίου του Βοσπόρου στην Κωνσταντινούπολη. Λίγα λεπτά πριν από την εκδήλωση ανησυχούσα για την προσέλευση. Την προηγούμενη μέρα είχα δώσει μια διάλεξη για τη θεωρία του καθυστερημένου εκσυγχρονισμού σε άλλο πανεπιστήμιο, όπου είχαμε περίπου 15 συμμετέχοντες, έναν αξιοσέβαστο αριθμό δεδομένου του θέματος και δεδομένου ότι το σεμινάριο ήταν στα αγγλικά. Αλλά πόσοι άνθρωποι θα έρθουν σε μια διάλεξη για τη βιογραφία του Καβάφη; Πόσοι θα τολμήσουν να μπουν στην περιβόητη κυκλοφοριακή κίνηση στην Κωνσταντινούπολη, μια από τις χειρότερες στον κόσμο;
Πάνω από 60 αποδείχθηκε. Στην πραγματικότητα, η αίθουσα ήταν γεμάτη με όρθιους ακροατές και όσοι καθυστέρησαν δεν χώρεσαν να μπουν. Μεταξύ των μελών του ακροατηρίου ήταν φοιτητές και καθηγητές από το Πανεπιστήμιο του Βοσπόρου, έλληνες κάτοικοι της Πόλης, εκπρόσωποι από το Πατριαρχείο, γενικοί αναγνώστες και μια μεγάλη ομάδα φοιτητών από το Ιράκ που έκαναν μεταπτυχιακό σε ένα άλλο πανεπιστήμιο. Στον δρόμο για τη στάση του λεωφορείου ρώτησα μερικούς από αυτούς γιατί είχαν αφιερώσει ένα ολόκληρο απόγευμα για να παρακολουθήσουν μια διάλεξη για τον Καβάφη. Η απάντησή τους ήταν η ίδια όπως στο Μπουένος Αϊρες – επειδή είχαν ακούσει ότι ήταν σημαντικός ποιητής.
Τι συνδέει αυτούς τους μαθητές από το Ιράκ που σπουδάζουν στην Κωνσταντινούπολη με τον νεαρό άνδρα από τη Βενεζουέλα που σπουδάζει στο Μπουένος Αϊρες; Θα έλεγα, η ελληνική λογοτεχνία γενικά και συγκεκριμένα ο Καβάφης. Ενώ αυτά τα άτομα δεν είχαν συναντηθεί ποτέ, συναντήθηκαν στον νοητό χώρο που άνοιξε η ελληνική ποίηση.
Και αυτό είναι το σημαντικό: γιατί μας λέει ότι η λογοτεχνία προάγει απρόβλεπτες σχέσεις μεταξύ ανθρώπων. Επιτυγχάνει όσα είπε ο γερμανός φιλόσοφος Georg Simmel (1858-1918) για τα χρήματα – φέρνουν κοντά τους ανθρώπους από μακρινά μέρη. Ενώ τα χρήματα μπορούν να συνδέσουν αόρατα κάποιον που πίνει καφέ στην Ανδρο με έναν αγρότη στην Αιθιοπία, μια διάλεξη για την ποίηση μπορεί επίσης να συνδέσει ανθρώπους απομακρυσμένους ο ένας από τον άλλον με δεσμούς αμοιβαίου ενδιαφέροντος και ενσυναίσθηση. Σε σύντομο χρονικό διάστημα, για παράδειγμα, οι μαθητές που διαφεύγουν από τη βία του Ιράκ και άλλοι που εγκαταλείπουν την οικονομική καταστροφή στη Βενεζουέλα μπορούν να μοιραστούν τη δέσμευσή τους για το έργο ενός έλληνα ποιητή που γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια.
Διδάσκοντας στο Πρόγραμμα Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Οχάιο, όπου ιδρύθηκε πρόσφατα η Εδρα Μιλτιάδη Μαρινάκη για τη Νεοελληνική Γλώσσα και τον Πολιτισμό, ανακάλυψα ότι υπάρχει ένα κοινό σε ολόκληρο τον κόσμο με τη δική του προοπτική αντίληψης του ελληνικού πολιτισμού, που είναι διαφορετική από εκείνη που συναντούμε στις Ηνωμένες Πολιτείες. Σε μια εποχή που οι άνθρωποι αποσύρονται στα εθνικά τους σύνορα λόγω του εθνικισμού και του κορωνοϊού, γίνεται όλο και πιο αναγκαίο το ταξίδι για να μπορέσουμε να τους συναντήσουμε σε διαφορετικές χώρες.
Ο κ. Γρηγόρης Τζουζντάνης είναι καθηγητής Νεοελληνικών Σπουδών στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο του Οχάιο.