Θυμάμαι τα χρόνια που, μαθητής, έκλεινα τα βιβλία, τα καταχώνιαζα στη μεγάλη δερμάτινη τσάντα (που περιείχε το 130% της διδακτέας ύλης γιατί είχε και βιβλία περασμένων ετών) και αναστέναζα με ανακούφιση. Τώρα είχα τρεις μήνες μπροστά μου χωρίς καμία έγνοια, παρά μόνο βόλτες με παρέες πεζή ή με το ποδήλατο, ξενύχτια με τραγούδι στην ακρογιαλιά, κάτι πάρτι μάλλον λυμφατικά. Κολύμπι, ψάρεμα και κυρίως ξάπλα. Με βιβλίο φυσικά… Διάβασμα μέχρι να σε πάρει ο ύπνος.
Ολα αυτά στο σπίτι της μεγάλης αδελφής μου, στο Μάτι. (Πάει το Μάτι! Και το σπίτι, που είχε πουληθεί από καιρό, κάηκε το μισό.)
Αλλά δεν κάηκε μόνο το Μάτι. Κάπου κάηκε και το καλοκαίρι…
Από όλα αυτά νοσταλγώ την ανεμελιά. Την αίσθηση της ελευθερίας, του άπειρα διαθέσιμου χρόνου, της εσωτερικής γαλήνης. Τι με απασχολούσε; Τι θα φάμε για μεσημέρι (μια ματιά στην κουζίνα), προς τα πού θα πάμε βόλτα το βράδυ… και αν (ω! Μεγάλο ερώτημα!) αν θα μπορούσα να κλέψω κανένα αθώο φιλί από το κορίτσι που μου άρεσε.
Τώρα τι με απασχολεί; Αν το βράδυ της προεδρικής δεξίωσης την περασμένη Παρασκευή βρέθηκα δίπλα σε κανέναν ασυμπτωματικό και αρχίσω να γίνομαι… συμπτωματικός.
Τελικά ο κορωνοϊός έχει γίνει ένα φάσμα που βρίσκεται παντού, απειλεί τους πάντες και δεν επιτρέπει καμία φαντασίωση ή ονειροπόληση για το μέλλον. «Φόβοι για νέα έξαρση του ιού στην Αττική» διαβάζω στο πρωτοσέλιδο σοβαρής εφημερίδας και φρίττω.
Ωστόσο, η προεδρική δεξίωση ήταν ειδυλλιακή και καμάρωσα την προεδρίνα μας, τόσο στην ομιλία όσο και στις σύντομες συζητήσεις με τους προσκεκλημένους. Επίσης πολύ χάρηκα τις επιλογές στις προσκλήσεις – και αυτοί που έλειπαν καλώς έλειπαν και οι παρόντες ήταν σωστοί.
Αλλά, εκτός από τον κορωνοϊό, τη βραδιά σκίαζε και ο Ερντογάν. Η Αγία Σοφία, οι κινήσεις του στόλου, οι απειλές και η τρομολαγνεία των Τούρκων.
Πώς να χαρείς καλοκαίρι με το δάχτυλο στη σκανδάλη;
Ομολογώ πως θα έδινα όλα τα εφετινά έσοδα των βιβλίων μου προκειμένου να προμηθευτώ μια καλή μερίδα αμεριμνησίας… (Μη σας εντυπωσιάζει η… γενναιοδωρία μου. Από τα έσοδα των βιβλίων μου δεν ζει πια ούτε ένας σκύλος. Πάνε οι εποχές των στρουμπουλών αγελάδων.)
Προς το παρόν διαβάζω τα βιβλία των άλλων. Τελείωσα τους «Πλάνητες» της Τόχαρτσουκ (Προσοχή: όχι Πλανήτες!) και ζαλίστηκα από την ιδιοφυΐα της γραφής. Δεν είναι εύκολο βιβλίο, αλλά είναι από τα καλύτερα που έχω διαβάσει. Μετά από πολλά απογοητευτικά Νομπέλ – ένα ολόχρυσο!
Τα υπέροχα ποιήματα της Λένιας Ζαφειροπούλου στην «Αίθουσα των Χαμένων Βημάτων» (οι ποιήτριές μας λάμπουν!), τα πεζά του «Παπαδιαμάντη της Μυκόνου» Παναγιώτη Κουσαθανά στο «Το σεντούκι που γύρευε το κλειδί του» και το «Από το ΝτεΣεβώ στο Drone» της Αννας Διαμαντοπούλου. Βιβλίο ερωταποκρίσεων, όπου διαπρέπει ο Μάκης Προβατάς, με τη διαυγή σκέψη και γνώση της ευφυέστατης Α.Δ.
Ευτυχώς που υπάρχουν τα βιβλία – και σώζεται το καλοκαίρι…
Υ.Γ. Το περασμένο μου κείμενο («Το μέλλον των Ελλήνων»), το οποίο αναφερόταν σε μια γερασμένη Ελλάδα του 2100, 5,2 εκατ. κατοίκων, που θα μπορούσε να σωθεί αν αξιοποιούσαμε πρόσφυγες και μετανάστες, ξεσήκωσε σάλο σχολίων – ιδιαίτερα στο Twitter. Προτάθηκαν άλλες λύσεις (κανείς δεν θέλει τους ξένους). Να επιστρέψουν όλοι οι Ελληνες του brain drain. (Θα το θελήσουν; Και πόσοι;) Να δοθούν ισχυρά επιδόματα για περισσότερα παιδιά. (Μέθοδος Ορμπαν και Γάλλων). Να δοθούν άλλα κίνητρα, όπως στο Ισραήλ.
Δεν είμαι ειδικός στο θέμα – αλλά έχω την εντύπωση πως το πρόβλημα είναι πολύ πιο σύνθετο. Η στατιστική του «Lancet» με πανικόβαλε – παρ’ όλο βέβαια που δεν με αφορά προσωπικά. Το 2100 ακόμα και η στάχτη μου θα έχει χαθεί.