Δεν ξέρω τι ακριβώς αφορούσε η μεσολάβηση της Ανγκελα Μέρκελ μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, ούτε πόσο αποτελεσματική ήταν. Καλοδεχούμενη πάντως. Οπως όλες οι μεσολαβήσεις σε στιγμές έντασης.

Ελπίζω απλώς η κυβέρνηση να μη θεωρήσει αφελώς ότι η Μέρκελ είναι με το μέρος μας. Δεν είναι.

Οχι επειδή αγαπάει περισσότερο τους Τούρκους. Ούτε επειδή θέλει το κακό μας. Κάθε άλλο. Αλλά επειδή εκείνο που η Γερμανία πρωτίστως επιδιώκει είναι να έχει την ησυχία της και να κλείσει καμιά καλή δουλειά.

Για την ησυχία της είναι σημαντικότερος ο Ερντογάν. Αυτός κάνει τη φασαρία. Το ίδιο και για τις δουλειές. Ο Ερντογάν τις μοιράζει όπως και όπου θέλει.

Μην αδικούμε όμως το Βερολίνο. Η στάση της Γερμανίας είναι περίπου η στάση των περισσότερων ευρωπαϊκών χωρών. Θεωρούν ότι τσακωνόμαστε με τους Τούρκους, όχι ότι μας επιτίθενται. Και φοβούνται ότι παίρνουμε τους άλλους Ευρωπαίους ομήρους σε μια διαμάχη που δεν τους αφορά.

Ετσι ζητούν (στην ευγενέστερη διατύπωση) «βρείτε τα!». Πώς; «Κάντε διάλογο».

Ακόμα κι αν η άλλη πλευρά επιζητεί απλώς να επιβεβαιώσει την ισχύ της. Ακόμα κι αν λόγω της Τουρκίας δεν υπάρχει κανένα πλαίσιο ή προϋπόθεση διαλόγου. Ενδεχομένως ούτε καν αντικείμενο.

Επιστημονικοί οργανισμοί της Γερμανίας (όπως το έγκριτο Ινστιτούτο Διεθνούς Δικαίου του Πανεπιστημίου του Κιέλου) έχουν μάλιστα ταχθεί υπέρ της «προσωρινής λύσης» μιας «από κοινού οικονομικής ανάπτυξης» ώστε «να μοιράζονται τα κέρδη» και αυτή η προσωρινή κοινή διαχείριση «να γίνει τελικά η μόνιμη λύση» (Νέλε Ματς-Λικ, διευθύντρια του Ινστιτούτου, Deutsche Welle, 29/6).

Δεν ξέρω πώς το σκέφτηκαν αλλά ζητούν απλώς να επικυρωθεί η ισχύς των άλλων – αυτό ακριβώς δηλαδή που διεκδικεί η Τουρκία.

Ουσιαστικά λένε: Δώστε για να μη φωνάζουν….

Το θέμα είναι πως η Ευρωπαϊκή Ενωση (με πρώτη τη Γερμανία και προσωπικά τη Μέρκελ) έχει πέσει εντελώς έξω στην εκτίμηση της «Τουρκίας του Ερντογάν».

Νομίζει ότι κάνουμε μια διαπραγμάτευση τύπου Βρυξελλών. Λίγο πάνω, λίγο κάτω, θα τα βρούμε – όπως με το Ταμείο Ανάκαμψης.

Αλλά τέτοια διαπραγμάτευση ούτε υπάρχει ούτε μπορεί να γίνει με τον Ερντογάν. Διότι η Τουρκία δεν ψάχνει λύση αλλά θέλει μέσα από τη διαπραγμάτευση να επιβεβαιώσει την κυριαρχία της. Κάτι που καμία ελληνική κυβέρνηση δεν θα μπορούσε ποτέ να αποδεχθεί.

Ετσι λοιπόν η Γερμανία ψάχνει κυρίως έναν «νέο Τσίπρα» που θα βάλει το κεφάλι του στην γκιλοτίνα για να εξασφαλίσει με την Τουρκία εκείνο που η Γερμανία (και η Ευρώπη) επιζητεί. Ησυχία και δουλειές.

Οπως έγινε με τα Σκόπια – αλλά σε μεγαλύτερη κλίμακα…

Αυτή είναι η «ρεαλιστική» αντίληψη της Μέρκελ για τα πράγματα, κυρίως όταν τα κάνουν άλλοι!

Ομολογώ ότι δεν κατάλαβα να έχει κάτι τέτοιο στο μυαλό του ο Μητσοτάκης. Αλλά ακόμα κι αν το έχει σκεφθεί (πράγμα που δεν πιστεύω…), δύσκολα θα βρει πολλούς να τον ακολουθήσουν.

Το πρόβλημα δηλαδή για μια «γενική διευθέτηση» με την Τουρκία δεν είναι η ιδέα – θα μπορούσα να τη βρω θετική… – αλλά ότι το βάρος της διευθέτησης θα κληθεί να σηκώσει η χώρα που έχει με την Τουρκία τους ανοιχτούς λογαριασμούς.

Συνεπώς δεν βλέπω υποψηφίους να το αναλάβουν!

ΥΓ.: Το χειρότερο δεν είναι να μιλάει στη Βουλή ο εκπρόσωπος της αξιωματικής αντιπολίτευσης για «δυο κόμματα που λεηλάτησαν τη χώρα». Το χειρότερο είναι να το λέει και να τον χειροκροτούν από κάτω ο Ραγκούσης, η Ξενογιαννακοπούλου, η Τζάκρη, η Κασιμάτη, ο Μωραΐτης και από απόσταση ο Αντώναρος, ο Καμμένος, ο Μπίστης, ο Τζουμάκας και η Παπακώστα.

Καβγάς
Ενας βουλευτής της ΝΔ πλακώνεται στο Twitter με διάφορους δημοσιογράφους ή μη.
Οι δημοσιογράφοι ή μη την πέφτουν στον βουλευτή. Εκείνος τους απειλεί με μήνυση επειδή θεωρεί ότι τον βρίζουν.
Γενικώς θα λύσουν τις διαφορές τους στα δικαστήρια, όπου προσφεύγουν όσοι νομίζουν ότι θίγονται από κάποιον άλλον. Δικαίωμά τους.
Εμάς τους υπόλοιπους όμως τι μας κόφτει ο καβγάς; Και βασικά τι σχέση έχει με το σωματείο των δημοσιογράφων; Δηλαδή αν κάποιος τσακωθεί με τον χασάπη της γειτονιάς του θα παρέμβει το Σωματείο Κρεοπωλών;
Αλλωστε κι η Dua Lipa την έπεσε στο έθνος αλλά δεν είδα κανένα σωματείο να αντιδρά. Πάλι καλά που επαγρυπνούσε η Καίτη Γαρμπή!

Στη «χώρα της κασέτας»

Δεν έχω αντίρρηση να δεχθώ την άποψη Κουβέλη ή Παπαγγελόπουλου ότι διολισθαίνουμε σε «χώρα της κασέτας». Με μια επιφύλαξη: δεν υπάρχουν πια κασέτες.
Εχουν αντικατασταθεί εδώ και δεκαετίες από τα CD και πιο πρόσφατα από τα «στικάκια».
Δεν ξέρω λοιπόν πού διολισθαίνει η χώρα, πάντως όχι σε κασέτες.
Υποθέτω ότι η αντίθεσή τους δεν είναι τεχνολογική. Αφορά τη δημοσιοποίηση συνομιλιών που έχουν ηχογραφηθεί παράνομα και των οποίων η χρήση είχε νομιμοποιηθεί το 2015 με νόμο… Παπαγγελόπουλου!
Να συμφωνήσω μαζί τους. Δεν είναι ωραία η δημοσιοποίηση τέτοιων ηχητικών.
Από την άλλη όμως αποδεικνύονται ιδιαίτερα διαφωτιστικά. Και στην περίπτωση Παππά και για τη δραστηριότητα Καμμένου και για την προσπάθεια συγκάλυψης στο Μάτι.
Υποθέτω λοιπόν ότι το επιχείρημα δεν αφορά τον τρόπο ηχογράφησης αλλά κάτι που η αντιπολίτευση αποκαλεί «θεσμική εκτροπή».
Μόνο που η θεσμική εκτροπή είναι εξαιρετικά δυσδιάκριτη. Η Βουλή παρέπεμψε τον Παπαγγελόπουλο και τους συνεργούς του. Η Δικαιοσύνη άσκησε ποινική δίωξη στην εισαγγελέα Διαφθοράς. Κατά το Σύνταγμα και τους νόμους.
Μπορεί να αποδειχθεί ανεπαρκώς τεκμηριωμένο. Στη «χώρα της κασέτας».
Ολοι οι πολίτες της χώρας, από τους πολιτικούς έως τους δικαστικούς και από τους εισαγγελείς έως τους δημοσιογράφους, υπόκεινται στον έλεγχο του νόμου. Κανείς δεν έχει το ακαταδίωκτο.
Ετσι η υπόθεση μιας παρακρατικής οργάνωσης βρίσκεται στα χέρια της Δικαιοσύνης. Σε ποια άλλα χέρια θα έπρεπε να βρίσκεται; Της UEFA;
Και συνεπώς όταν η αντιπολίτευση μιλάει για «διατάραξη του πολιτικού κλίματος» θα έπρεπε να εξηγήσει τι δεν διαταράσσει το πολιτικό κλίμα. Μια γενική αμνησία;
Νομίζω ότι κάνουν κι εδώ λάθος.
Αν η υπόθεση Παπαγγελόπουλου, Τουλουπάκη και λοιπών δεν διαλευκανθεί από εκείνους που έχουν την αρμοδιότητα να το κάνουν, η Αριστερά θα μείνει με μια ανεξίτηλη ρετσινιά την οποία σίγουρα δεν έχει ανάγκη.
Δεν την έχει ανάγκη ούτε η δημοκρατία μας.
Τους επόμενους μήνες η Δικαιοσύνη θα κάνει τη δουλειά της. Δεν είμαι εγώ που θα κατηγορήσω εισαγγελείς ή δημοσιογράφους – τρέφω μεγάλο σεβασμό στο τεκμήριο αθωότητας.
Αλλά πρέπει επιτέλους κάποιος να πει τι συνέβη και ποιος ευθύνεται για μια απόπειρα ελέγχου της πολιτικής ζωής.
Με ανεξόφλητους λογαριασμούς και σκελετούς στο ντουλάπι της καμία δημοκρατία δεν μπορεί να ζήσει.