Τα πρώτα γενέθλια της κυβέρνησης Μητσοτάκη γιορτάστηκαν σε συνθήκες μέλιτος με την κοινή γνώμη. Το φαινόμενο είναι μάλλον πρωτοφανές και σίγουρα ασυνήθιστο για τα πολιτικά πράγματα της μεταπολιτευτικής Ελλάδας.
Βεβαίως δεν διαθέτουμε αξιόπιστα δημοσκοπικά στοιχεία για να συγκρίνουμε την πρώτη επέτειο της κυβέρνησης Μητσοτάκη με το 1975 (πρώτος χρόνος κυβέρνησης Κ. Καραμανλή) ή το 1982 (πρώτος χρόνος κυβέρνησης Α. Παπανδρέου).
Αλλά η σύγκριση με όλες τις κυβερνήσεις που ακολούθησαν και για τις οποίες διαθέτουμε σχετικές μετρήσεις είναι καθαρά υπέρ της σημερινής.
Ενδεικτικά να θυμίσω ότι έναν χρόνο μετά τις εκλογές του Ιανουαρίου 2015 η ΝΔ είχε σχεδόν καλύψει τη διαφορά της από τον ΣΥΡΙΖΑ ενώ έναν χρόνο από τις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015 είχε ήδη πάρει κεφάλι στις δημοσκοπήσεις.
Ουσιαστικά η ΝΔ και ο Μητσοτάκης κλείνουν τεσσεράμισι χρόνια συνεχούς και διευρυνόμενης δημοσκοπικής υπεροχής, επίδοση που πρέπει να αποτελεί πανελλήνιο ρεκόρ.
Η εξήγηση του φαινομένου έχει δύο όψεις.
Πρώτον, την κυβέρνηση. Σε μια εποχή περιορισμένων πολιτικών προσδοκιών, η κυβέρνηση Μητσοτάκη ήλθε πάνω σε ένα κύμα απόρριψης των προκατόχων της αλλά αποδείχτηκε καλύτερη και επαρκέστερη, όχι μόνο από τους προηγούμενους, αλλά και από το κοινά αναμενόμενο.
Μέτρησε δηλαδή στα υπέρ της το στοιχείο της θετικής έκπληξης. Αυτό αφορά κυρίως τον Πρωθυπουργό.
Δεν είναι τυχαίο ότι η «επιλογή Μητσοτάκη» για την πρωθυπουργία (η οποία με όλες τις μετρήσεις κυμαίνεται σήμερα στο 43%-45% και πάνω) ενισχύθηκε περισσότερο επί της πρωθυπουργίας του παρά στον δρόμο προς την εξουσία.
Κοντά στον βασιλικό όμως ποτίζεται και η κυβέρνησή του.
Δεύτερον, την αντιπολίτευση. Η μετεκλογική εικόνα δείχνει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει υποστεί ένα πολύ βαθύτερο πολιτικό πλήγμα από εκείνο που φάνηκε το βράδυ των εκλογών.
Το ίδιο φαίνεται ότι ισχύει και για τον Αλ. Τσίπρα. Είναι χαρακτηριστικό ότι η «επιλογή Τσίπρα» κινείται πλέον στα όρια της πτωτικής δημοσκοπικής επιρροής του κόμματός του.
Ολα τα παραπάνω φυσικά καταγράφηκαν και σε μια δεδομένη πολιτική συγκυρία, η οποία λειτούργησε σαφώς υπέρ της κυβέρνησης. Αλλά η κυβέρνηση πέτυχε να την εκμεταλλευτεί, τίποτα δεν ήταν προδιαγεγραμμένο.
Αλλωστε η αναπόφευκτη μεταβολή της συγκυρίας δεν φαίνεται προς το παρόν να ανατρέπει τους βασικούς συσχετισμούς. Η πανδημία λειτούργησε όχι μόνο ως τεστ κυβερνητικής επάρκειας αλλά και ως ελαφρυντικό για όσα ακολουθούν. Χαμήλωσε κι άλλο τις προσδοκίες.
Αν θέλουμε να ξεφύγουμε από τη μικροπολιτική ερμηνεία των πραγμάτων θα πρέπει ίσως να αναρωτηθούμε μήπως το θέμα δεν είναι μόνο η ΝΔ ή ο ΣΥΡΙΖΑ, ο Μητσοτάκης ή ο Τσίπρας. Αλλά η ίδια η κοινωνία. Η οποία βγήκε από την κρίση το 2019 πολύ διαφορετική από την κοινωνία του 2010.
Αυτή η διαφορετική κοινωνία μοιάζει σήμερα πιο κοντά σε έναν πολιτικό της ρητορικής και του προφίλ Μητσοτάκη παρά της ρητορικής και του προφίλ Τσίπρα.
Είναι μια σχεδόν πλήρης αντιστροφή σε σχέση με το 2015 όταν ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ προσωποποιούσε, όταν δεν μονοπωλούσε, «το πνεύμα της εποχής».
Αν «η υπόθεση της κοινωνίας» ισχύει (και τίποτα δεν το αποκλείει…) τότε ο Μητσοτάκης δύσκολα θα απειληθεί όσο ο Τσίπρας και το κόμμα του δεν αλλάζουν ώστε να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα.
Φυσικά ο δρόμος είναι μακρύς και είμαστε ακόμη στο 1/4 της διαδρομής. Αλλωστε έχει αποδειχθεί ότι σε βάθος χρόνου οι χειρότεροι αντίπαλοι των πολιτικών δεν είναι οι αντίπαλοί τους αλλά ο εαυτός τους.
Το επόμενο διάστημα της πρωθυπουργίας του ο Μητσοτάκης θα κληθεί να επιβεβαιώσει ή να διαψεύσει αυτό το αξίωμα.