Σε ένα κομμάτι της κοινής γνώμης έχει σχηματιστεί η εντύπωση μίας ακόμη διαμάχης για συντεχνιακούς και στενά επαγγελματικούς λόγους. Μια άλλη μερίδα των πολιτών ακούει για τον εξοβελισμό των κοινωνικών επιστημών και σπεύδει να δει κάποιο γενικότερο σχέδιο της κυβέρνησης να εξορίσει κάθε «εστία αμφισβήτησης και κριτικής». Αλλοι, τέλος, από τον συντηρητικό και τον φιλελεύθερο χώρο, έχουν από χρόνια πειστεί πως οι κοινωνικές επιστήμες είναι προνομιακά οχυρά της Αριστεράς και μάλιστα συγκεκριμένων κομματικών και συνδικαλιστικών της μηχανισμών.
Μέσα σε αυτές τις συγχύσεις όπου συναντούμε άγνοια, αδιαφορία και τα γνωστά πολιτικά πάθη, πάει να χαθεί το ουσιαστικό ερώτημα: θέλουμε οι κοινωνικές και πολιτικές επιστήμες να έχουν σοβαρή εκπροσώπηση στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και ιδίως στο Λύκειο;
Αυτό είναι το ερώτημα που πρέπει να μας απασχολεί από την άποψη του εκπαιδευτικού σχεδιασμού, της ιεράρχησης των μεταρρυθμιστικών αναγκών και της δημόσιας συζήτησης. Και σε αυτό το ερώτημα το υπουργείο φαίνεται δυστυχώς να απαντά αρνητικά. Αφήνει κάτι για τα προσχήματα και δείχνει να πιστεύει ότι αντικείμενα όπως η Κοινωνιολογία και η Πολιτική Παιδεία – παίρνω δυο παραδείγματα – δεν είναι απαραίτητα στην παιδεία των εφήβων μας.
Αυτή η άποψη αποτυπώνεται στις πρόσφατες αποφάσεις για την αναδιάρθρωση του ωρολογίου προγράμματος. Ηδη η τραγελαφική πόλωση μεταξύ «δεξιών» Λατινικών και «αριστερής» Κοινωνιολογίας (θα έτριζαν τα κόκαλα πολλών γι’ αυτές τις τερατώδεις απλουστεύσεις) πάει να δώσει τη θέση της σε διάφορα σύνδρομα: πολλοί πια δεν μπορούν να διαχωρίσουν το γνωστικό αντικείμενο από τις εντυπώσεις τους για τους υπερασπιστές του αντικειμένου. Επειδή, ας πούμε, αριστεροί παράγοντες και επιστήμονες εμφανίζονται να κινητοποιούνται για αυτά τα μαθήματα, οι «άλλοι» είναι έτοιμοι να αποδεχτούν την ουσιαστική εξάλειψή τους. Οι προκαταλήψεις και η πολιτική των εντυπώσεων σπέρνουν πια ημιμαθείς γενικεύσεις.
Το θέμα όμως είναι τι κάνει το υπουργείο Παιδείας ή το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής. Μέσα και γύρω από τα θέματα των κοινωνικών επιστημών οι διαμάχες για τις ερμηνείες, τους προσανατολισμούς και τους ορισμούς δεν πρόκειται να σταματήσουν. Ομως η πολιτική εξουσία δεν μπορεί να εμφανίζεται «στρατευμένη». Η εντύπωση πως μια συντηρητική νοοτροπία θέλει να εξορίσει τις κοινωνικές επιστήμες ενισχύεται από αυτές τις αποφάσεις αδικαιολόγητης μονομέρειας.
Το ζήτημα του πώς διδάσκεται η Κοινωνιολογία, η πολιτική οικονομία ή τα θέματα πολιτικής παιδείας είναι προς συζήτηση και μπορεί να διατηρεί κανείς δεύτερες σκέψεις για τις ιδεολογικές καταχρήσεις και τη νέα ορθοδοξία που παρατηρείται πια και σε άλλες χώρες. Ομως τώρα αναδύεται περιφρόνηση για πεδία της γνώσης που δεν μπορεί να συρρικνώνονται ή να εξαλείφονται δίχως συνέπειες. Δεν είναι θέμα μόνο υπεράσπισης της εργασίας κάποιων χιλιάδων ανθρώπων ή των όποιων βιοτικών προοπτικών έχουν για επαγγελματική απασχόληση απόφοιτοι Τμημάτων που θεραπεύουν κοινωνικές και πολιτικές επιστήμες. Πιο ανησυχαστικό είναι ότι η ηγεσία του υπουργείου δείχνει να μην αντιλαμβάνεται ότι η αμάθεια γύρω από θέματα του πολιτεύματος, των θεσμών και της κοινωνικής πραγματικότητας στερεί από τους μαθητές το απαραίτητο συμβολικό πλαίσιο για την αναγνώρισή τους μέσα στον κόσμο μας.
Μπορούμε να σκεφτούμε διάφορα.
Υπάρχει σίγουρα μια προβληματική σχέση της Κεντροδεξιάς με ζητήματα όπως οι πολιτικές ιδέες, η κοινωνική θεωρία, η πολιτισμική ανάλυση. Εννοώ της Κεντροδεξιάς ως πολιτικού μηχανισμού και κουλτούρας διακυβέρνησης και όχι ως προς επιμέρους ατομικές φωνές και ευαισθησίες. Στον χώρο αυτόν κυριάρχησε παραδοσιακά ένας εθνικός, χριστιανο-συντηρητικός ιδεαλισμός και έπειτα, σαν εκσυγχρονιστική του διόρθωση, μια ισχυρή δόση τεχνοκρατικού πραγματισμού με σοβαρά δάνεια από τη σοσιαλδημοκρατική νεωτερικότητα. Ενώ πολλοί κοινωνικοί επιστήμονες της κλασικής εποχής είχαν συντηρητικές-φιλελεύθερες και «αστικές» ιδέες (από τον Ντιρκάιμ και τον Μαξ Βέμπερ μέχρι τον Πάρσονς, τους συστημικούς θεωρητικούς κ.λπ.), η «δεξιά» θεώρησε από παλιά το πεδίο κατειλημμένο από τον μαρξισμό ή τη μαρξολογία και τον αντιφιλελευθερισμό. Και όντως έτσι ήταν και είναι το πράγμα ως έναν μεγάλο βαθμό. Και διεθνώς, πεδία όπως η κοινωνική ανθρωπολογία, η κοινωνιολογία, η πολιτική θεωρία, οι σύγχρονες πολιτισμικές σπουδές έχουν πολύ ισχυρή εκπροσώπηση ριζοσπαστικών, αντιφιλελεύθερων, «αντισυστημικών» ρευμάτων και λεξιλογίων.
Ισχυρίζομαι όμως πως αυτή η πραγματικότητα δεν μπορεί και δεν πρέπει να ενδιαφέρει τον σχεδιασμό των σχολικών προγραμμάτων μιας χώρας. Είναι θέματα που μπορεί να απασχολούν διανοούμενους ή κοινωνικούς κριτικούς, αλλά όχι τις ιεραρχήσεις των μαθησιακών προτεραιοτήτων ενός υπουργείου. Η ουσία και αυτό που πρέπει να νοιάζει την κυβέρνηση κάθε δημοκρατικής χώρας είναι πως οι μαθητές του Λυκείου πρέπει να έρχονται αξιοπρεπώς σε επαφή με τις κοινωνικές επιστήμες και τις γνώσεις τους. Και εδώ μιλώ και με την εμπειρία του καθηγητή στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ: από χρόνια οι διδάσκοντες έχουμε καταλάβει πόση αξία έχει το γεγονός ένας φοιτητής ή μία φοιτήτρια να είναι κάπως υποψιασμένοι για έννοιες και τους όρους που χτίζουν τα κοινωνικοπολιτικά οικοδομήματα στα οποία θα κινηθούν και οι ίδιοι ως πολίτες ή ερευνητές. Πιο σημαντικό όμως σκέφτομαι πως είναι να μην εισπράττει κανείς μια αίσθηση απαξίας και υποτίμησης του αντικειμένου στο οποίο βρέθηκε να σπουδάζει ή να διδάσκει. Οι νεότεροι γνωρίζουν ήδη πως κάποια μαθήματα δεν «μετρούν πολύ στην αγορά» διότι τα σημερινά παιδιά διαθέτουν έναν ισχυρό, ενστικτώδη ρεαλισμό. Ας μη νιώσουν όμως ότι έχουν να κάνουν με γνώσεις άχρηστες ή με κάποια είδη πολυτελείας σε καιρούς κρίσης. Αυτή η ιδέα πως πότε τα «καλλιτεχνικά» και πότε «τα μαθήματα κοινωνικών επιστημών» αποτελούν τάχα είδη πολυτελείας είναι ό,τι πιο αρχαϊκό και παλαιολιθικό υπό τον μανδύα του σύγχρονου. Γιατί σήμερα, και οι καλλιτεχνικές και οι κοινωνικο-επιστημονικές γνώσεις και ευαισθησίες έχουν γίνει περισσότερο απαραίτητες για τον προσανατολισμό στον κόσμο της μεγάλης ανασφάλειας και των κρίσεων.
Πολλά πρέπει λοιπόν να γίνουν για την άρση κάποιων παρεξηγήσεων και την αποφόρτιση αντιθέσεων που συχνά έχουν άλλες αφετηρίες. Ομως είναι ανοησία η ξέφρενη πολιτικοποίηση ζητημάτων που αφορούν κυρίως το ποια μαθήματα πρέπει να διδάσκονται το 2020 και όχι ποιες ακριβώς ιδεολογικές ατζέντες είναι αρεστές στους μεν και στους δε. Οι κοινωνικές σχέσεις, το πολιτικό σύστημα, η Ευρώπη και οι κρίσεις, οι πανδημίες σαν αυτή που ζούμε αλλά και οι ρατσισμοί και τα προβλήματα των δημοκρατιών, όλα αυτά και πολλά άλλα περιβάλλουν τον κόσμο στον οποίον ζουν και οι έλληνες μαθητές. Ως μηνύματα, απορίες, προβλήματα, ως ζωντανή ύλη της πραγματικότητας. Η έξωση ή η εμφανής υποβάθμισή τους μοιάζει μετέωρη παιδαγωγικά και αδικαιολόγητη κίνηση.
Ο κ. Νικόλας Σεβαστάκης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ.