Απεχθάνομαι τη λέξη «Μέγας» επειδή έχει επικρατήσει να χρησιμοποιείται σαν επίθετο για κατακτητές και πολεμάρχους. Πόσο «Μέγας» είναι ένας τέτοιος άνθρωπος, όταν τον δεις με τη ματιά του κατακτημένου και του δούλου; Το επίθετο αυτό θα έπρεπε να αφορά μόνο ευεργέτες της ανθρωπότητας. Μέγας Παστέρ – ναι. Μέγας Ναπολέων – όχι.
Ανάμεσα στους ευεργέτες θα αριθμούσα και τους δημιουργούς: Μέγας Αισχύλος, Μέγας Μπετόβεν, Μέγας Σαίξπηρ, Μέγας Μιχαήλ Αγγελος.
Προσωπικά έχω βαφτίσει (και μάλιστα για πρώτη φορά) δύο Μεγάλους – και είμαι υπερήφανος γι’ αυτό.
Ο πρώτος ήταν ο Διονύσης Σαββόπουλος. Το 1975, όταν ήταν ακόμα ένας αμφιλεγόμενος και αμφισβητούμενος τραγουδοποιός, σε μια υποσημείωση του νέου (τότε) βιβλίου μου: «Η δυστυχία του να είσαι Ελληνας», σχολιάζοντας το τραγούδι του «Σαν τον Καραγκιόζη», έγραψα: «Και δαγκώθηκα που ο μεγάλος (σε στίχο και μουσική) Σαββόπουλος έκλεισε σε μία φράση όσα προσπάθησα να πω σε πολλές σκέψεις». Το βιβλίο πούλησε χιλιάδες αντίτυπα εντός και εκτός Ελλάδος και η υποσημείωση ταξίδεψε παντού.
Η δεύτερη φορά που χρησιμοποίησα αυτή τη λέξη ήταν στα τέλη της δεκαετίας του ’80 μιλώντας στο ραδιόφωνο για την άγνωστη τότε ποιήτρια Κική Δημουλά – είπα ότι είναι «η μεγαλύτερη ελληνίδα ποιήτρια μετά τη Σαπφώ». Λίγο αργότερα έγραψα και την πρώτη μελέτη για το έργο της που μεταφράστηκε και σε άλλες γλώσσες.
Αλλά εδώ θέλω να μιλήσω για τον Διονύση.
Τον είδα προχθές στη μοναχική συναυλία που έδωσε διαδικτυακά από το Κέντρο Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος, μόνος, αμήχανος, τρακαρισμένος από την έλλειψη ακροατηρίου, αλλά τόσο γλυκός, τόσο συμπαθής, τόσο οικείος. Επίτηδες, πιστεύω, διάλεξε πολλά από τα πρώτα τραγούδια του, τα πιο προσιτά – θα ήταν δύσκολο μέσα στον άδειο Θόλο-στούντιο να ακουστεί το φοβερό εκείνο «Με αεροπλάνα και βαπόρια».
Αν θυμάμαι καλά, για πρώτη φορά τον άκουσα το 1963, σε ένα υπόγειο στην οδό Βουλής, που είχε ανοίξει ο Κώστας Χατζής – «Η ρουλότα του Τσιγγάνου». Δεν θα έμεινε εκεί πολύ – ύστερα τον άκουγα σχεδόν κάθε βράδυ στο «Συμπόσιο» στην Πλάκα, όπου τραγουδούσε μετά τον Γιώργο Μούτσιο («Ενα μύθο θα σας πω») και την Ντόρα Γιαννακοπούλου («Ο κήπος έμπαινε στη θάλασσα»). Ο Διονύσης έλεγε το «Ηλιε ήλιε αρχηγέ!», το «Βιετνάμ γιε γιε», τη «Σωματική ανάγκη» και τα άλλα του «Φορτηγού».
Οπαδός από παλιά αυτής της μεικτής τέχνης του τραγουδοποιού (στίχοι, μουσική και εκτέλεση), μανιακός θαυμαστής του Brassens, του Brel και της Barbara, είχα βρει τον δικό μου τραγουδοποιό. Βέβαια αργότερα ήρθαν στη ζωή μου ο Bob Dylan και ο Leonard Cohen, που τον είχα γνωρίσει στην Υδρα ως ποιητή και συγγραφέα (πώς λυπήθηκα που δεν πήρε αυτός το Νομπέλ!).
Αν τα ελληνικά ήταν μια διεθνής γλώσσα, αυτό το Νομπέλ θα μπορούσε να το είχε κερδίσει επάξια ο Διονύσης Σαββόπουλος. Αλλά η τέχνη του τραγουδοποιού είναι αμετάφραστη, όπως και η καλή ποίηση. Φυλλομετρώ τις 680 σελίδες της «Σούμας», του βιβλίου που φιλοξενεί τους περισσότερους στίχους του Διονύση (μέχρι το 2003 που εκδόθηκε – τώρα θα χρειαζόταν αρκετές σελίδες ακόμα) και διαπιστώνω άλλη μία φορά πως τα τραγούδια του Σαββόπουλου είναι ποιήματα αυτοδύναμα – και κακώς δεν υπάρχουν στις ανθολογίες.
Μια ολόκληρη ζωή, Μεγάλε Διονύση Σαββόπουλε, αφέντη τσουτσουλομύτη, εκατοντάδες χιλιάδες Ελληνες την περάσαμε μαζί σου. Εγώ, που έχω ένα ημερολόγιο και γράφω τα δικά μου, να μη σου πω εδώ ένα Μεγάλο Ευχαριστώ;