Διάβασα πριν από δύο εβδομάδες ένα άρθρο του ιστορικού Γιώργου Θ. Μαυρογορδάτου, στο οποίο πρότεινε να διδάσκεται στα σχολεία μας η καθαρεύουσα. Με την πρόταση αυτή συμφώνησε, σε δικό του άρθρο, και ο συγγραφέας Τάκης Θεοδωρόπουλος.
Θεωρώ την πρόταση αυτή ολέθρια και επικίνδυνη. Αν εφαρμοζόταν θα ήταν σαν να ανασταινόταν ξαφνικά η διγλωσσία. Θα προκαλούσε σύγχυση στους μαθητές – αλλά και στους καθηγητές. Σκεφθείτε το τυπικό μας σχολείο που δυσκολεύεται να διδάξει σωστά μια γλώσσα (τη «νεοελληνική κοινή», αυτή που μιλάμε και γράφουμε όλοι σήμερα) να πρέπει να διδάξει δύο ή και τρεις εκδοχές της (αρχαία, καθαρεύουσα και κοινή).
Αλλωστε το «γλωσσικό ζήτημα» λύθηκε από τη στιγμή που οι περισσότεροι χρήσιμοι όροι της καθαρεύουσας εντάχθηκαν στη δημοτική και αφομοιώθηκαν. Και αντί να ενισχύσουμε αυτή την τάση, θα προσπαθήσουμε να την αντιστρέψουμε;
Εχω κληρονομήσει από τον πατέρα μου διάφορα λεξικά. Μεταξύ τους και το «Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης», έκδοση Πρωίας, 1933. Σε δύο τόμους, 2.664 σελίδων, θεωρήθηκε τότε το πιο σοβαρό πριν από το επίτομο του Δημ. Δημητράκου (1957). Πρόλογος και υπομνήματα στην καθαρεύουσα. Ωστόσο πολύ περισσότερες από τις μισές λέξεις έχουν, μπροστά στο λήμμα, έναν αστερίσκο. Η επεξήγηση είναι ότι οι λέξεις αυτές ανήκουν στη δημοτική γλώσσα. (Ηδη λοιπόν, το 1933, η δημοτική υπερτερούσε.)
Ανήκουν; Δημιουργήθηκαν; Στο υπέροχο λεξικό «Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων» του Στέφανου Α. Κουμανούδη βρίσκει κανείς εκατοντάδες λέξεις που έχουν λόγια προέλευση αλλά έγιναν μέρος της καθομιλούμενης (ή αν θέλετε «δημοτικής») γλώσσας.
Π.χ.: η λέξη «λεωφορείο» είναι δημοτική ή καθαρεύουσα; Καθαρεύουσα βέβαια, αρχαϊκή, σύνθετη (λεώς = λαός και φέρω = φορείον) αλλά δεν υπάρχει πια άλλη λέξη στη δημοτική για να αναφερθεί κανείς στο αντικείμενο αυτό. (Η υπέργηρη θεία μου προπολεμικά το ονόμαζε «μπούσι», προφανώς από το εγγλέζικο bus.)
Η σημερινή ελληνική γλώσσα είναι πια μία και ενιαία. Σαφώς υπάρχουν μέσα της στοιχεία αρχαΐζοντα, αλλά αυτό αποτελεί τον πλούτο της. Θα ήμουν σύμφωνος να προστεθούν στα σχολικά βιβλία κείμενα του Παπαδιαμάντη, του Ροΐδη, του Βιζυηνού, για να φανεί ο πλούτος της γλώσσας και η ειδική χρήση της (π.χ. για τη σάτιρα στον Ροΐδη). Αλλωστε δεν είναι τυχαίο πως οι τρεις μεγαλύτεροι στυλίστες, πεζογράφοι μας και ο πιο ιδιότυπος ποιητής μας (Κ. Π. Καβάφης) έγραφαν στην καθαρεύουσα. Η τεχνητή αυτή γλώσσα προσφέρεται για ειδικές χρήσεις.
Μεγάλωσα μέσα στην καθαρεύουσα. Το πρώτο βιβλίο που διάβασα ήταν οι μεταφράσεις του Ιουλίου Βερν, εκδόσεις Σιδέρη, μεγάλο σχήμα, σε άπταιστη καθαρεύουσα. (Αργότερα τη μιμήθηκε πιστά ο Ανδρέας Εμπειρίκος.) Η εφημερίδα που ερχόταν κάθε μέρα στο σπίτι μας ήταν η «Καθημερινή». Οι μεταφράσεις στις βιβλιοθήκες του σπιτιού ήταν και αυτές στην καθαρεύουσα. (Θυμάμαι τον «Παύλο και Βιργινία».) Τέλειωσα τη μέση παιδεία το 1954. Ολα τα σχολικά εγχειρίδια στην καθαρεύουσα. Σπάνια μας άφηνε ο φιλόλογος να γράψουμε έκθεση στη δημοτική.
Αλλά δεν χρειαζόμουν να μου διδάξουν τη δημοτική – ήταν η γλώσσα που άκουγα, που μιλούσα και που διάβαζα. (Είχα πια αποκτήσει και τη δική μου βιβλιοθήκη.)
Η γλώσσα είναι ένα ζωντανό πράγμα – δεν επιδέχεται παρεμβάσεις και καθοδηγήσεις (που συνήθως αποτυγχάνουν οικτρά). Ξαφνικά ένα μάθημα καθαρεύουσας θα μπέρδευε μαθητές και δασκάλους. (Κι αλήθεια πόσοι καθηγητές θα ήταν σε θέση να τη διδάξουν;) Εγώ, καθαρευουσιάνος από κούνια, δηλώνω αδυναμία να γράψω κάτι στην καθαρεύουσα. Θα μου έβγαινε αυτόματα σε παρωδία.
Ας αφήσουμε τη γλώσσα μας να ακολουθήσει τον δρόμο της. Η καθαρεύουσα δημιούργησε πολλά προβλήματα. Τελικά χρησίμευσε σαν μεταβατικό στάδιο από την αρχαία, μας δώρισε γλωσσικό πλούτο, μερικούς μεγάλους συγγραφείς και ήδη χάνεται στο βάθος της Ιστορίας. Ας την αφήσουμε στην ησυχία της.