Εχουμε συνηθίσει να γιορτάζουμε κάθε εθνική επέτειο εθνικιστικά. Από τον καιρό του σχολείου και του στρατού, εθνική εορτή σημαίνει και εθνικιστική έξαρση.
Το πρόβλημα είναι πως έχουμε έτσι ανατραφεί. Από τις έρευνες και τις δημοσκοπήσεις συνάγεται ότι είμαστε ο πιο εθνικιστικός λαός της Ευρώπης (άνω του 90% των Ελλήνων είναι υπερήφανοι που είναι Ελληνες – ενώ άλλοι, μεγαλύτεροι λαοί κινούνται στο 40%-50%).
Ο εθνικισμός ήταν μια χρήσιμη ιδεολογία τον 19ο αιώνα, όταν διαμορφώνονταν τα σημερινά έθνη. Σήμερα είναι όχι απλώς ξεπερασμένος, αλλά εμπόδιο για τη διεθνή συνεργασία και φιλία. Πρέπει να περάσουμε από τον εθνικισμό στον πατριωτισμό. Ο πατριώτης αγαπάει την πατρίδα του χωρίς να τη θεωρεί ιδιαίτερη και ανώτερη από τις πατρίδες των άλλων.
Αν δεν απαλλαγούμε από τον εθνικισμό, κινδυνεύουμε ο εορτασμός να γίνει μια εθνική φιέστα (σαν αυτές της δικτατορίας) που μπορεί να μας κάνει ρεζίλι.
Προτείνω ο εορτασμός να μην επικεντρωθεί στην Επανάσταση αυτή καθαυτήν, αλλά στα διακόσια χρόνια που πέρασαν και που μας διαμόρφωσαν ως έθνος.
Γιατί, αν μείνουμε στην Επανάσταση, θα πρέπει να αποσιωπήσουμε πολλές σκοτεινές πλευρές της. Εχω στα χέρια μου μια μελέτη του Νίκου Ι. Μέρτζου, εκλεκτού Ελληνα, με τίτλο «Εμφύλιοι πόλεμοι μέσα στον Ιερό Αγώνα», που αποδεικνύει ότι τα τελευταία έξι χρόνια της Επανάστασης δεν υπήρξε ημέρα χωρίς εμφύλια διαμάχη. Οπως έχω ξαναγράψει, πιο πολύ πολεμούσαν οι Ελληνες μεταξύ τους παρά με τους Τούρκους. Τόσο που στο τέλος η Επανάσταση ουσιαστικά αυτοκτόνησε – και ο Ιμπραήμ αλώνιζε έχοντας υποχείρια την Ελλάδα.
Εξ ου και δεν ελευθερωθήκαμε – μας απελευθέρωσαν οι Μεγάλες Δυνάμεις. Με την κοινή τους απόφαση και τη ναυμαχία στο Ναυαρίνο. Αυτό δεν ταιριάζει καθόλου με την εθνική μας υπερηφάνεια. Οπως και η δολοφονία του Καποδίστρια επειδή δεν υπέκυπτε στους τσιφλικάδες.
Αντίθετα, στα χρόνια που ήρθαν μετά κάναμε αξιόλογα πράγματα. Καταφέραμε να αποκτήσουμε Σύνταγμα πριν από πολλά άλλα ευρωπαϊκά κράτη. Καταφέραμε να πολλαπλασιάσουμε την έκταση της χώρας. Μορφές όπως ο Τρικούπης, ο Βενιζέλος και ο Καραμανλής μεγάλωσαν και εκσυγχρόνισαν την Ελλάδα.
Αυτά πρέπει να γιορτάσουμε στα γενέθλια του έθνους μας. Χωρίς να αποκρύπτουμε τις σκιές και τα λάθη, να δώσουμε έμφαση στα θετικά σημεία και στα επιτεύγματα.
Να προβάλουμε τις μορφές των δημιουργών μας. Πόσα κράτη με το δικό μας μέγεθος και τη σύντομη ιστορία μας έχουν μία Κάλλας, έναν Μητρόπουλο, έναν Σκαλκώτα, έναν Θεοδωράκη, έναν Χατζιδάκι, έναν Σαββόπουλο, έναν Vangelis, έναν Ροΐδη, έναν Παπαδιαμάντη, έναν Καβάφη, έναν Σεφέρη, έναν Ρίτσο, έναν Ελύτη, μία Δημουλά και τόσους άλλους ποιητές, συνθέτες, εικαστικούς, στοχαστές, επιστήμονες διεθνούς φήμης.
Δεν χρειάζεται για μία ακόμη φορά να στεφανώσουμε τους ανδριάντες των ηρώων του ’21. Καλύτερα να μελετήσουμε ψύχραιμα και επιστημονικά εκείνη τη δύσκολη περίοδο κερδίζοντας γνώση και πείρα για το μέλλον. Αν καταλάβουμε καλύτερα και τις σκοτεινές μας πλευρές, μπορεί να προχωρήσουμε περισσότερο προς την ωριμότητα. Είμαστε νέο κράτος, από τα νεότερα στην Ευρώπη, κι έχουμε πολλά να μάθουμε ακόμα. Ο τίτλος του μικρού βιβλίου του Γιώργου Δερτιλή «Επτά πόλεμοι, τέσσερις εμφύλιοι, επτά πτωχεύσεις» δίνει μια συνοπτική αφήγηση των 200 ετών που γιορτάζουμε από την αρνητική της πλευρά. Η μεγάλη του μνημειώδης «Ιστορία της νεότερης και σύγχρονης Ελλάδας» όπως και το βιβλίο του Κώστα Κωστή «Τα κακομαθημένα παιδιά της Ιστορίας» θα έπρεπε να είναι υποχρεωτικά αναγνώσματα για όλα τα μέλη της Επιτροπής. Πιστεύω πως πολλά μέλη της θα συμμερίζονται τις απόψεις τους.
Ετσι μόνο θα μπορούσαμε να γιορτάσουμε μια ρεαλιστική αλλά και αυθεντική 200ετία…