Appetitus dominandi…

Ετσι ονομάζεται η, πιθανότατα εγγενής, ενστικτώδης ψυχική παρόρμηση που κάνει ορισμένους πολιτικούς να διψούν για εξουσία. Ισως για κάποιους αυτή η δίψα να υπολείπεται μόνο του ενστίκτου της αυτοσυντήρησης, καθώς και του αντίστοιχου λιβιδινικού. Εστω και αν η κατάκτηση της εξουσίας δεν συνοδεύεται από προσδοκία οικονομικού οφέλους (ενώ πολλοί εξουσιομανείς δεν θα είχαν ούτως ή άλλως πρόβλημα δημοσιότητας, κοινωνικής αναγνωρισιμότητας και αποδοχής…).

Πιστεύω ωστόσο πως οι κυριαρχούμενοι από αυτό το ένστικτο περί εξουσίας – όσοι δηλαδή είναι έτοιμοι να υποστούν τις εξευτελιστικές ενίοτε θυσίες για την κατάκτησή της και να αναλάβουν τις επίμοχθες προσπάθειες της άσκησης ή, πιο ταπεινά, της διαχείρισής της – χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: αφενός μεν υπάρχουν όσοι πρωτίστως αισθάνονται ηδονικές δονήσεις από τη «μέθεξη», την πορεία προς το ακριβό αντικείμενο του πόθου τους, αφετέρου δε όσοι αντλούν ικανοποίηση από αυτή καθ’ εαυτή την άσκηση διακυβέρνησης (ενώ βλέπουν τις εκλογικές διαδικασίες ως ένα βαρετό, ίσως και επώδυνο προαπαιτούμενο για την κατάκτηση της θέσης και του ρόλου που θα τους επιτρέψει να αναδείξουν τις κυβερνητικές τους ικανότητες).

Αν ο Γεώργιος και ο Ανδρέας Παπανδρέου, όπως και ο Κώστας Καραμανλής άλλωστε, εύκολα θα κατατάσσονταν στην πρώτη υποκατηγορία, δεν νομίζω πως πολλές αμφιβολίες είναι επιτρεπτές ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα «συναντούσε» τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και τον Κώστα Σημίτη στη δεύτερη (με τον Κώστα Μητσοτάκη κινούμενο κάπου in-between…).

Καταφανώς διαπερνώμενος από την ηθική της ευθύνης και έχοντας καταγραφεί πλέον στην κοινή συνείδηση ως μέγας μαέστρος της κυβερνητικής ορχήστρας, ασφαλώς και θα προτιμούσε να συνεχίσει να καταξιώνεται, προεκτείνοντας απερίσπαστος από εκλογικές αναταραχές αυτό που έως τώρα κάνει. Θα το προτιμούσε, ακόμη και αν η πρόωρη προσφυγή στις κάλπες δεν εγκυμονούσε (όπως συμβαίνει σήμερα με τα δεδομένα θεσμικοπολιτικά, οικονομικά, κοινωνικά και υγειονομικά στοιχεία) τεράστιους κινδύνους. Οχι μόνο για τον ίδιο και το κόμμα του, αλλά και για τη χώρα. Ούτε, δε, είμαι απόλυτα βέβαιος ότι θα ήθελε να δώσει ένα συντριπτικό χτύπημα στον βασικό αντίπαλό του, δημιουργώντας τριγμούς, ενδεχομένως δρομολογώντας και διαλυτικές διεργασίες στον ΣΥΡΙΖΑ: υπάρχει κίνδυνος ο χώρος να κυριαρχηθεί από κινήσεις και προσωπικότητες πολύ πιο αντισυστημικές και επικίνδυνες – οι ψεκασμένοι δεν εξέλιπαν – σε σχέση με τον σημερινό «εξημερωμένο» Τσίπρα (ο οποίος, ευλόγως, δεν τολμά πλέον να διακηρύξει πως με έναν νόμο και ένα άρθρο μπορεί ο Ηλιος να υποχρεωθεί να περιστρέφεται πέριξ της Γης…).

Ωστόσο… Θεωρώ πως υπάρχουν μια σειρά από παράγοντες ικανοί να προβληματίσουν τον Πρωθυπουργό…

Ειδικότερα:

Πρώτον, όποιος γνωρίζει το πολιτικό DNA του ΣΥΡΙΖΑ – ύφεση μόνο 4% δήλωσε πως «συγχωρεί» ο πολιτικός προϊστάμενος του Καρανίκα – δεν αμφιβάλλει πως το κόμμα αυτό θα επιχειρήσει να αξιοποιήσει πεζοδρομιακά από το φθινόπωρο το επιχείρημά του για μειωμένη πολιτικοκοινωνική νομιμοποίηση μιας αναπόφευκτα «σκληρής» κυβέρνησης (αν αυτή δεν έχει αναβαθμιστεί με νέο πρόγραμμα στη λαϊκή κολυμπήθρα…).

Δεύτερον, ο πρόσθετος κυβερνητικός χρόνος που θα κερδίσει ο Μητσοτάκης είναι περίπου 16 μήνες, όχι και τόσο αμελητέος. (Τώρα το απώτατο χρονικό σημείο προσφυγής στον λαό είναι ο Ιούνιος του ’23, θα γίνει ο Οκτώβριος του ’24…)

Τρίτον, όσον και αν η επιτυχία και η κοινωνική αποδοχή του έχουν κατασιγάσει τις αποκλίνουσες εσωκομματικές φωνές,

ασφαλώς και καλά γνωρίζει πως η ΝΔ είναι ένα συμπίλημα με ισχυρά «υποκόμματα», π.χ. λαϊκή Δεξιά, λαϊκιστές, εθνικιστές, μακεδονόπληκτους, καραμανλικούς, σαμαρικούς, ρασόφρονες, ακροδεξιούς κ.λπ. Στην πρώτη δυσκολία ή α(πο)τυχία – δεν διαθέτει δα και τον καλύτερο κρατικό μηχανισμό, θυμηθείτε πώς λειτούργησε η Αστυνομία στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου – η φωνή της εσωκομματικής αντιπολίτευσης θα ακουστεί ηχηρή.

Τώρα, ίσως μόνο τώρα, έχει σπάνια ευκαιρία να «εκμητσοτακίσει» πλήρως το κόμμα. Τον προσεχή Σεπτέμβριο οι εκλογές θα διεξάγονταν με λίστα. Οθεν, το κομματικό καταστατικό επιβάλλει μεν τη συμμετοχή στις εκλογικές λίστες όλων των εν ενεργεία βουλευτών, ουδεμία υποχρέωση όμως του δημιουργεί να τους περιλάβει σε – σίγουρα – εκλόγιμες θέσεις. Με τις δημοσκοπήσεις να του δίνουν double score, ελάχιστες προεκλογικές διαμαρτυρίες θα ακουστούν και απειροελάχιστους θα μπορέσει να φιλοξενήσει σε εκλόγιμες θέσεις ο Βελόπουλος (ενώ, αν ήταν με σταυρό προτίμησης, θα απορροφούσε πολύ περισσότερους).

Τέταρτον, ακόμη και στον Τσίπρα θα έδινε η λίστα τη δυνατότητα να αποδυναμώσει την πιο απροσάρμοστη/αριστερή πτέρυγα του κόμματός του…

Πέμπτον, να χρειαστούν δεύτερες εκλογές είναι εξαιρετικά απίθανο. Μολονότι διάφοροι – «ειδικοί επί του γενικού» – δημοσιογράφοι ισχυρίζονται πως η αυτοδυναμία προϋποθέτει άνω του 50% των ψήφων, ένα ρεαλιστικό ποσοστό, το πολύ γύρω στο 46%-46,5%, αρκεί για 151 έδρες (και αυτό αν ξαναμπεί ο Βαρουφάκης στη Βουλή, αλλιώς αρκεί ακόμη χαμηλότερο ποσοστό). Ακόμη όμως και αν δεν κατακτηθεί – ή είναι απολύτως οριακή – η αυτοδυναμία, πρέπει κάποιος να αγνοεί ολοσχερώς τη νέα εσωκομματική πραγματικότητα στο άνευ Μαλέλη ΚΙΝΑΛ, για να πιστεύει πως το κόμμα θα αναζητήσει άλλη επιλογή, πέραν της διασφάλισης σταθερής κυβερνησιμότητας του τόπου…

Τέλος, δε, έκτον, εκριζώνεται διά παντός ο θεσμικός παράγων πολιτικής αστάθειας που είναι η απλή αναλογική, κάτι που σε ουδεμία άλλη πολιτική συγκυρία θα μπορούσε να συμβεί χωρίς παρενέργειες…

Το «διά ταύτα;» βέβαια ένας μόνο άνθρωπος μπορεί να το απαντήσει. Προεξοφλώ ωστόσο πως θα σταθμίσει τα προαναφερόμενα…

Ο κ. Θανάσης Διαμαντόπουλος είναι ομότιμος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης.