Στα ευαίσθητα πολυπαραμετρικά προβλήματα χάραξης πολιτικής είναι ευλόγως αυξημένη η πιθανότητα λανθασμένων αποφάσεων. Οταν δε η περί της ορθότητας αυτών των αποφάσεων συζήτηση γίνεται εκ των υστέρων, είναι ακόμα ευχερέστερη η καταδίκη αυτών των αποφάσεων, οι οποίες μάλιστα είχαν κατ’ ανάγκην ληφθεί επειγόντως.
Τέτοια είναι και η περίπτωση της «ελληνικής» λύσης για τα έγκαιρα περιοριστικά μέτρα κατά του κορωνοϊού. Τώρα ακούγονται ήδη μερικές φωνές υπέρ «άλλων» προτύπων («μοδέλων» κατά τον πολύσημο και ανεπαρκή ξενικό όρο). Η πειστικότερη απ’ αυτές τις φωνές θα έλεγε «Γιατί δεν το κάναμε όπως οι Σουηδοί;». Εχομε λοιπόν, νομίζω, καθήκον να συνδιερωτηθούμε κι εμείς – και διότι, πιθανότατα, έχουμε δρόμο μπροστά μας.
1. Το πρώτο και σημαντικότερο επιχείρημα υπέρ του σουηδικού προτύπου είναι η άποψη ότι «τα περιοριστικά μέτρα θα προκαλέσουν τέτοια βραχυπρόθεσμη φτώχεια, ώστε εξαιτίας της θα πεθάνουν περισσότεροι απ’ όσους θα πέθαιναν απ’ την ελεύθερη μετάδοση του ιού». Γνωρίζω όμως ότι το υπολογιστικό προσομοίωμα («μοδέλο» κι αυτό…) που οδηγεί σ’ ένα τέτοιο συμπέρασμα έχει ανάγκη από τόσο μεγάλο πλήθος υποθετικών δεδομένων, ώστε πολύ λίγοι επιστήμονες θα μπορούσαν να αναλάβουν την πολιτική ευθύνη να συστήσουν μιαν αντίστοιχη στρατηγική «αδιαφορίας». Κι εξάλλου μια τέτοια στρατηγική θα ισοδυναμούσε με έναν προσχεδιασμένο μαζικό φόνο, εδώ και τώρα, έναντι υποθετικών πάντοτε μελλοντικών απωλειών. Αυτό το μαθηματικό προσομοίωμα θα έπρεπε, επομένως, να επιδέχεται και αξιακής φύσεως συντελεστές βαρύτητας στις ποικίλες κερδοζημίες – και δεν τους επιδέχεται, ούτε τους καταδέχεται.
2. Και πώς άραγε το σουηδικό προσομοίωμα έλαβε υπ’ όψιν χρηματοτροπικώς το βέβαιον ενδεχόμενο της κατάρρευσης του εθνικού συστήματος υγείας μιας φτωχής χώρας; Οι κατακλυσμιαίες κοινωνικο-οικονομικές συνέπειες ενός τέτοιου ενδεχομένου σε χώρες εμφανώς πτωχότερες της Σουηδίας δεν θα διευκόλυναν τη στρατηγική της «αδιαφορίας».
3. Κι ύστερα, έρχεται πάλι το επιχείρημα της «ανοσίας» έναντι του δεύτερου επιδημικού κύματος: η άμυνα έναντι αυτού λαμβάνεται (ποσοτικώς, βέβαια) υπ’ όψιν στο υπολογιστικό προσομοίωμα. Μπράβο στους μαθηματικούς, λέω, που κατάφεραν εκ προοιμίου να απαντήσουν στα επιστημονικώς εκκρεμή ερωτήματα:
α) Πόσης αποτελεσματικότητας και διάρκειας αντισώματα αφήνει αυτή η νόσος και πώς αιτιολογούνται οι παρατηρηθείσες επαναλοιμώξεις;
β) Τι μεταλλάξεις θα έχει κάνει ως τον χειμώνα αυτός ο μάλλον δύστροπος ιός;
Αλλη μια μπαταρία, λοιπόν, από φανερές ή κρυφές υποθέσεις υπονομεύουν την αξιοπιστία του προσομοιώματος – όχι ως ερευνητικού εργαλείου, αλλ’ ως βάσεως επειγουσών πολιτικών αποφάσεων.
Και αν υποθέσομε (το ισχυρώς πιθανολογούμενο) ότι μέχρι τον χειμώνα θα διατίθενται μερικά αποτελεσματικότερα φάρμακα αγωγής (όχι εμβόλιο, βέβαια), τότε η συνιστώμενη «ελεύθερη» πανδημία της παρούσας άνοιξης δεν θα είχε άραγε τον χαρακτήρα μάταιης δολοφονίας συνανθρώπων μας εν ονόματι μιας αβέβαιης «ανοσίας»;
4. Τέλος, καλό είναι να θυμόμαστε ότι στον επιστημονικό κλάδο των Φυσικών Καταστροφών (σεισμοί, πλημμύρες, δασικές πυρκαγιές κ.ά.), όταν οι προβλέψεις είναι χαοτικές, οι σχετικές πολιτικές αποφάσεις στηρίζονται στην Αρχή της Προληπτικότητας, οπότε νομίμως επιβαρύνουν οικονομικώς δυσανάλογα την παρούσα γενιά. Ο περί των ιών προβληματισμός δεν είναι λοιπόν τελείως πρωτότυπος.
Και πάντως φαίνεται ότι η σουηδική γυμναστική δεν είναι το μόνο σύστημα αθλήσεως.
Ο κ. Θεοδόσης Π. Τάσιος είναι ομότιμος καθηγητής του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου.