Οταν η κατάρρευση του Τείχους του Βερολίνου συμπαρέσυρε τα κομμουνιστικά καθεστώτα, στη διεθνή ημερήσια διάταξη βρέθηκε η συζήτηση για το «μετά» στο πολιτικό γίγνεσθαι. Το ερώτημα που απασχολούσε ήταν αν ένα «μετα-πολιτικό» και «μετα-ιδεολογικό» Zeitgeist θα αντικαθιστούσε έναν κόσμο έντονων διαιρέσεων βάζοντας ένα τέλος στις παραδοσιακές συγκρούσεις της κλασικής νεωτερικότητας. Αναμφίβολα, ο κόσμος που αναδύθηκε μετά το 1989 ήταν περισσότερο ρευστός, γεμάτος ρίσκα, στα οποία τα άτομα ήταν εκτεθειμένα πιο άμεσα και χωρίς αρκετές από τις κρατικο-κοινωνικές διασφαλίσεις του παρελθόντος που δημιουργούσαν αίσθηση προβλεψιμότητας για το μέλλον.
Εχουν περάσει τριάντα χρόνια από την πτώση του Τείχους που σημαδεύτηκαν από κομβικά γεγονότα βίαιης ριζοσπαστικοποίησης, καταστροφών και κρίσεων. Στον κόσμο μας μετά το 1989, η αύξηση της επιρροής των λαϊκιστών λειτούργησε ως καταλύτης που ενίσχυσε τις συνθήκες ρευστότητας και εξατομίκευσης επιτείνοντας τους φόβους που δημιουργούσαν «μαύρα πρόβατα» και «θεωρίες» συνωμοσίας και υπέσκαπταν σχέσεις εμπιστοσύνης απέναντι στους θεσμούς αποδίδοντας στις ελίτ ιδιοτέλεια και διαπλοκή.
Η πατέντα δεν είχε πέραση…
Με το ξέσπασμα της πανδημίας της Covid-19, οι λαϊκιστές, είτε με τη χροιά των «πολέμιων του κατεστημένου» είτε φορώντας έναν «αντισυστημικό» μανδύα, φάνηκε αρχικά να βρίσκονται στο στοιχείο τους. Σε ό,τι αφορά τους δεξιούς λαϊκιστές, οι συνθήκες επιστημονικής αβεβαιότητας που τον πρώτο καιρό επικρατούσαν σε σχέση με την προέλευση του κορωνοϊού ευνοούσαν τη συνωμοσιολογία και διευκόλυναν τη στοχοποίηση κυρίως μεταναστών, προσφύγων και Ρομά που από λαϊκιστικά μέσα ενημέρωσης (βλ. ενδεικτικά δημοσίευμα στην εφημερίδα «Il Giornale», 5/3/2020) παρουσιάστηκαν ως οι βασικοί φορείς του ιού και οι κατεξοχήν ύποπτοι για τη μετάδοσή του. Επιπλέον, οι δυσκολίες πολιτικής διαχείρισης του προβλήματος εκ μέρους των εθνικών κυβερνήσεων και της ΕΕ έδωσαν την ευκαιρία σε λαϊκιστές, όπως ο Μ. Σαλβίνι και η Μαρίν Λεπέν, να πλασαριστούν ως οι πολιτικοί που είχαν την «τεχνογνωσία» σε μεθόδους αποκλεισμού και στεγανοποίησης των συνόρων. Αν παρακολουθήσει κανείς τη δραστηριότητά τους στο Twitter και δηλώσεις τους στον Τύπο μέχρι το τέλος Φεβρουαρίου/αρχές Μαρτίου, ο αρχηγός της Lega και η επικεφαλής του Rassemblement National έδειχναν σιγουριά ότι οι πολιτικές καραντίνας που συζητούσαν οι εθνικές κυβερνήσεις, κατ’ αρχάς θα αποστιγμάτιζαν και θα δικαίωναν τις δικές τους προτάσεις για το μεταναστευτικό/προσφυγικό ζήτημα που στηρίζονταν ακριβώς σε τέτοιες πολιτικές. Επιπλέον, θα ανοιγόταν ο δρόμος στα κόμματά τους για περαιτέρω πολιτική αναγνώριση και επιρροή.
Τα πράγματα ωστόσο δεν ήρθαν έτσι ακριβώς. Εν μέσω πανδημίας, το αντιμεταναστευτικό αφήγημα των δεξιών λαϊκιστών εκτοπίστηκε από τις προτεραιότητες του εκλογικού σώματος. Οι πολιτικές καραντίνας και τα έκτακτα περιοριστικά μέτρα που εφαρμόζουν οι εθνικές κυβερνήσεις κρατούν κλειστά τα σύνορα, καθιστώντας την εστίαση σε επιμέρους ομάδες μη-γηγενών ένα – στην παρούσα συγκυρία – ανεπίκαιρο αφήγημα. Αν επιπλέον λάβουμε υπόψη και τις θλιβερές πολιτικές επιδόσεις λαϊκιστών που βρίσκονται στην εξουσία, όπως έδειξε ο Τ. Παππάς στην ανάλυσή του συγκρίνοντας τις πολιτικές πρόληψης έναντι της πανδημίας που εφάρμοσαν η κυβέρνηση συνεργασίας Σοσιαλιστών και Podemos στην Ισπανία και η ελληνική κυβέρνηση (https://pappaspopulism.com, 5/4/2020), τότε αντιλαμβανόμαστε ότι όντως υπάρχουν σημάδια πολιτικής «παραλυσίας» των ευρωπαίων λαϊκιστών (Ε. Schultheiss, Foreign Policy, 14/4/2020). Στο πολύ κατατοπιστικό κείμενό του ο Παππάς εντοπίζει σημείο προς σημείο τον τρόπο που οι Podemos μπλόκαραν τα μέτρα που σχεδιαζόταν να λάβει η ισπανική κυβέρνηση, τόσο σε επίπεδο κεντρικού κράτους όσο και σε συντονισμό με τις περιφέρειες, με αποτέλεσμα η Ισπανία – σε αντίθεση με την Ελλάδα – να χάσει το timing και να αναδειχθεί παγκοσμίως σε μία από τις χώρες με τις περισσότερες ανθρώπινες απώλειες εξαιτίας της πανδημίας. Αλλά και στη Λομβαρδία και στο Βένετο, δύο περιφέρειες στη Βόρεια Ιταλία που χτυπήθηκαν δραματικά από την πανδημία και στις οποίες η Lega είναι ισχυρή και μετέχει στην τοπική κυβερνώσα πλειοψηφία, συνέβη το ίδιο: οι κομματικοί συνοδοιπόροι του Σαλβίνι υποβάθμισαν την Covid-19 και διέσπειραν ψευδεπίγραφες ειδήσεις. Εχοντας συνηθίσει να καταφεύγουν σε πολιτική καταγγελία και fake news, οι λαϊκιστές συνέχισαν στο ίδιο μοτίβο· αυτή τη φορά όμως η πατέντα τους δεν είχε πέραση. Τα μέτρα εναντίον της διάδοσης του κορωνοϊού, που με την καθοδήγηση της επιστημονικής κοινότητας λαμβάνονται από κυβερνήσεις και κοινοβούλια, βρίσκουν ευρεία υποστήριξη στην κοινωνία.
Τελειώσαμε με τους λαϊκιστές;
Οι λαϊκιστές στην Ευρώπη έχτισαν ένα προφίλ διαμαρτυρόμενοι εναντίον των κομμάτων, καλλιεργώντας την πολιτική δυσπιστία, επιδιδόμενοι σε «δολοφονία χαρακτήρων» και υποτιμώντας τα πορίσματα της επιστημονικής και τεχνοκρατικής έρευνας και γνώσης. Το προφίλ τους βασίστηκε σε μια ψευδο-διαίρεση «Εμείς vs Αυτοί». Η έννοια του «εχθρού» μπορούσε να ανανεώνεται απεριόριστα μέχρι την έλευση της πανδημίας· υπό συνθήκες Covid-19, ωστόσο, το πρώτο σκέλος αυτής της διαίρεσης έχει διευρυνθεί (κάθε ένα δυνητικό κρούσμα αποτελεί μέρος ενός νέου «Εμείς», ακόμη κι αν οι λόγοι για αυτή τη διεύρυνση είναι καθαρά ωφελιμιστικοί), με αποτέλεσμα η σχάση και η πολεμική που τη συνοδεύει να εμφανίζεται μετέωρη.
Αυτό δεν σημαίνει ότι τελειώσαμε με τους λαϊκιστές: ο Β. Ορμπαν δεν πτοείται επιβάλλοντας εν μέσω πανδημίας μια αυταρχικότερη διακυβέρνηση· το ίδιο συμβαίνει στην Πολωνία, με το κυβερνών κόμμα να χρησιμοποιεί την πανδημία για να φιμώσει πολιτικούς αντιπάλους. Ορισμένοι καθιερωμένοι δεξιοί λαϊκιστές υποχωρούν επί του παρόντος· το βλέπουμε και στη Γερμανία με το AfD να χάνει δημοσκοπικά αρκετές μονάδες, ενώ αντίθετα η Ανγκελα Μέρκελ έχει ανακάμψει στους δείκτες της δημοτικότητάς της. Ωστόσο νέα κομματικά φυντάνια ξεπροβάλλουν, όπως οι Fratelli d’Italia, που θα απορροφήσουν διαρροές από παγιωμένα μορφώματα εθνικολαϊκιστών. Επιπλέον, ουδείς επί του παρόντος γνωρίζει αν η φθορά των λαϊκιστών θα συνεχιστεί και αν κάτι αντίστοιχο θα αποτυπωθεί στις κάλπες με τους λαϊκιστές σε ΗΠΑ και Λατινική Αμερική. Πάντως, παρά την αβεβαιότητα στις εκτιμήσεις, κάτι δείχνει να αλλάζει και το εδραιωμένο κομματικό περιβάλλον των ευρωπαίων λαϊκιστών έχει εισέλθει σε μια περίοδο αμηχανίας και φρεναρίσματος στην επιρροή του.
Η κυρία Βασιλική Γεωργιάδου είναι καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.