Αυτές τις ημέρες κυκλοφορεί το νέο βιβλίο του Κ. Τσουκαλά «Ο αόρατος Λεβιάθαν. Δημοκρατία, δικαιοσύνη και ηθική στα χρόνια της κρίσης», από τις εκδόσεις Πόλις. Από τον πρόλογο του προδημοσιεύουμε το απόσπασμα που ακολουθεί.
Οταν πριν από πενήντα χρόνια ο Νιλ Αρμστρονγκ περπάτησε στην επιφάνεια της Σελήνης, τα διστακτικά του βήματα χαιρετίστηκαν σαν ένα δίχως προηγούμενο συμβολικό και φαντασιακό άλμα. Μπροστά στα έκθαμβα μάτια εκατοντάδων εκατομμυρίων θεατών, η ανθρωπότητα έμοιαζε να ξεφεύγει από το ασφυκτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο είχε μάθει να κινείται. Αποτινάζοντας τους δεσμούς που τους καθήλωναν στη «δική τους» πεπερασμένη και εν πολλοίς πλέον «κατακτημένη» γη, οι απόγονοι του Προμηθέα διερρήγνυαν τα όρια ακόμα και των πιο τολμηρών φαντασιώσεών τους. Στον νέο κόσμο που ανοιγόταν, τα προαιώνια ταμπού, οι εσωτερικευμένοι αυτοματισμοί, οι φοβίες, οι απαγορεύσεις και οι αξιακές προκαταλήψεις, και μαζί τους τα κατά παράδοσιν ιερά και άβατα, αποδυναμώνονταν γοργά. Ξεπερνώντας το εθελότυφλο παρελθόν του, ο άνθρωπος απελευθερωνόταν από τον αρχέγονο φόβο της «Υβρεως».
Στην ουσία βέβαια, η ριζική αυτή κοσμοθεωρητική ρήξη δεν είναι καινοφανής: ήδη από τα τέλη του 18ου αιώνα, οι όροι πρόσληψης της κοινωνίας, της ιστορικής δυναμικής, της παραγωγικής διαδικασίας, της ευημερίας αλλά και της πολιτικής μετασχηματίζονταν γοργά. Σε όλα τα επίπεδα του κοινωνικού φαντασιακού, η έλευση της βιομηχανικής επανάστασης σηματοδότησε τον οριστικό θάνατο του «δεδομένου» και «απλώς αυτοαναπαραγόμενου» παλαιού κόσμου. Οι δομές της εξουσίας, τα αντικείμενα των κοινωνικών ανταγωνισμών και οι εκκολαπτόμενες ατομικές επιδιώξεις και στρατηγικές οριοθετούνταν πλέον σε εντελώς νέες βάσεις. Για πρώτη φορά, η άμεση παραγωγική εφαρμοσιμότητα και αξιοποίηση της γνώσης αναδεικνύεται σε αυτόνομο πολιτικο-ιδεολογικό διακύβευμα. Η θεμελιώδης νεωτερική ιδέα της προόδου θα νοηθεί πλέον σε αναγκαία συνάρτηση με τις ορατές προεκτάσεις της σωρευόμενης κοινωνικής εμπειρίας στη διαδικασία παραγωγής ολοένα και περισσότερων «χρήσιμων» αγαθών και υπηρεσιών, στο πλαίσιο μιας ακάθεκτης πορείας προς το «καλύτερο».
Υπό τους όρους αυτούς, μετατοπίζεται ριζικά η πρόσληψη του κοινωνικού γίγνεσθαι μέσα στον χρόνο. Πέραν από την ίδια τη «βελτίωση» της ανθρώπινης μοίρας σε σχέση με το παρελθόν, η «πρόοδος» αποτιμάται πλέον και σε άμεση συνάρτηση με την «ταχύτητα» των επί τα βελτίω αλλαγών. Η καλπάζουσα Ιστορία φαίνεται να βιάζεται να υλοποιήσει τις ελπιδοφόρες προσδοκίες που γεννά. Από ένα σημείο και πέρα, όλες οι βιομηχανικές κοινωνίες κινούνται στους ρυθμούς μιας αενάως επιταχυνόμενης παραγωγικής έκρηξης. Η πάροδος του χρόνου αποτιμάται πλέον με όρους «ωφέλειας», ως «χρήμα».
Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι σε όλες δίχως εξαίρεση τις κοινωνίες η αέναη πρόοδος, η συνεχής αλλαγή και μαζί τους και η φετιχοποιημένη πλέον λέξη «ανάπτυξη» εγκαθίστανται στο επίκεντρο του τρέχοντος κοινωνικού φαντασιακού. Οι ανάγκες, οι απαιτήσεις, οι επιθυμίες και οι φαντασιώσεις σε όλα τα πεδία της καθημερινότητας – τις συγκοινωνίες, τις μεταφορές, τις επικοινωνίες, τις διατροφικές και οικιστικές συνθήκες, τη σχέση με το σώμα και την υγεία, τα ήθη, την αναψυχή και τον ελεύθερο χρόνο – νοούνται πλέον σε άμεση συνάρτηση με την αναπτυξιακή τους προοπτική.
Υπό τους όρους αυτούς, ο ορθολογικός «οικονομικός άνθρωπος» αυτοπροσλαμβάνεται ως εκ φύσεως και πεποιθήσεως μεγιστοποιός «αναπτυξιακός άνθρωπος». Ολοι άγονται στο να πιστέψουν πως στον μακρό χρόνο η έκβαση της ανθρώπινης περιπέτειας εξαρτάται πρωτίστως από την ταχύτητα των διανυόμενων «αναπτυξιακών διαδρομών» των επί μέρους παικτών, από τους ρυθμούς αξιοποίησης και προσαρμογής των τεχνολογικών επιτευγμάτων στον αενάως «αναπτυσσόμενο» χώρο της παραγωγής και από την «αναπτυξιακή απόσταση» που χωρίζει τον κάθε παίκτη από τους άλλους. Μετέχοντας πλέον ex aequo et bono στον οικουμενικό στίβο του «αναπτυξιακώς ανταγωνίζεσθαι» (η «ανταγωνιστικώς αναπτύσσεσθαι»), τόσο οι κοινότητες όσο και οι άνθρωποι δεν έχουν άλλη επιλογή από το να στοχεύουν στην άνευ όρων και ορίων μεγιστοποίηση των «αποδόσεων» και «επιδόσεών» τους. Δεν είναι τυχαίο ότι πολλά από τα κοινότοπα αξιακά απαυγάσματα που διέτρεχαν όλους σχεδόν τους παραδοσιακούς πολιτισμούς (με πρώτο τον αρχαιοελληνικό) φαίνεται να έχουν τεθεί «εντός φιλοσοφικής παρενθέσεως». Εστω σιωπηρά, το «μηδέν άγαν» και το «παν μέτρον άριστον» των προγόνων μας έχουν δώσει τη θέση τους σε πρωτόγνωρες αποφάνσεις που θα μπορούσαν να διατυπωθούν ως «τα πάντα άγαν» ή και ως «παν μέτρον α-φύσικον, ανώμαλον και ά-λογον».
Η ριζική αυτή πολιτιστική μεταλλαγή συνεχίζει την ακάθεκτη πορεία της μέχρι τις μέρες μας.
Οπως προφητικά έγραφε ο Γ.Χ. Ωντεν, «ο κόσμος μας χειροτερεύει γοργά. Δεν υπάρχει πια τίποτε που να είναι τόσο φρικτό ή ανόητο ώστε να μην είναι δυνατόν να συμβεί».
Τόσο στη σύλληψή του όσο και στην επεξεργασία του, το βιβλίο αυτό αποπειράται να συνθέσει τις πολλαπλές και εν πολλοίς αντιφατικές αυτές συνιστώσες του τρέχοντος ιστορικού γίγνεσθαι. Είναι προϊόν της συγκυρίας, δίχως όμως να επικεντρώνεται στη συγκυρία. Είναι ένα κείμενο για την πολιτική, δεν είναι όμως ένα ευθέως πολιτικό κείμενο. Εμπνέεται από συγκεκριμένες καταστάσεις, παραμένει όμως αφηρημένο και εκ πρώτης όψεως αποστασιοποιημένο. Επιχειρώντας να εκφράσει μιαν έτσι κι αλλιώς δυσεντόπιστη πραγματικότητα που μοιάζει να έχει ξεφύγει από κάθε έλλογο κοινωνικό, πολιτικό ή αξιακό έλεγχο, αρκείται στο να αναζητήσει τις μεγάλες γραμμές και συναρτήσεις που φαίνεται να επηρεάζουν την πορεία του κόσμου που μας περιβάλλει. Είναι ένα κείμενο που πραγματεύεται το αδιέξοδο.
Με αυτήν την έννοια, ό,τι ακολουθεί αντανακλά ίσως πριν από όλα την προϊούσα προσωπική δυσανεξία και αμηχανία μου περί του «πρακτέου». Πρέπει να ομολογήσω πως είναι τώρα η πρώτη φορά από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, που έγραψα μη γνωρίζοντας ούτε πού θα καταλήξω ούτε αν μπορώ ή δικαιούμαι να αντλήσω συμπεράσματα. Αρνήθηκα βέβαια να υποκύψω στις σειρήνες της ανώδυνης, ανεύθυνης και αποστασιοποιημένης «ουδετερότητας» ενός αμέτοχου χρονικογράφου. Δεν παύω όμως να προβληματίζομαι για τις προϋποθέσεις των έμμονων πεποιθήσεών μου και της αδιάλειπτης στράτευσής μου. Μιας στράτευσης που κατ’ ανάγκην επηρεάζεται από την πρωτόγνωρη και προϊούσα αλληλοεπικάλυψη ή και σύγχυση ανάμεσα στα τρέχοντα πολιτικά και ιδεολογικά μέτωπα.
Πράγματι, είναι εντελώς χαρακτηριστικό ότι οι μορφές, το νοηματικό περιεχόμενο και οι διαφαινόμενες πολιτικές προοπτικές των αντιπαραθέσεων ανάμεσα στους οπαδούς της παγκοσμιοποίησης και στους απολογητές της εθνικής αναδίπλωσης, ανάμεσα στους προγραμματιστές-κρατιστές και στους ανένδοτους απορρυθμιστές, ανάμεσα στους πεπεισμένους αναπτυξιακούς οικονομιστές και στους «οικοευαίσθητους» απο-αναπτυξιακούς αντικαταναλωτιστές έχουν πάψει πλέον να αντιστοιχούν στην παραδοσιακά «καθαρή» και νοηματικά προφανή αντίθεση ανάμεσα σε αυτό που ονομάζαμε «Δεξιά» και «Αριστερά». Από τη στιγμή που η προώθηση των θεμελιωδών και εξ αντικειμένου «αδιαίρετων» και μη ιεραρχήσιμων διακυβευμάτων της ανάπτυξης, της υλικής ευημερίας, της κοινωνικής δικαιοσύνης και της οικολογικής ισορροπίας μπορεί να προσλαμβάνεται ως κατατμήσιμη και «διαιρετή», οι ιδεολογικοί και ιδεογραφικοί όροι των υπό συνεχή αναδιαμόρφωση πολιτικών μετώπων εμφανίζονται ως αμφίσημοι άρα και επίμαχοι. Γεγονός που ευνοεί προφανώς τις δυνάμεις της «συντήρησης» και της αδράνειας, που αρκούνται στην απλή αναπαραγωγή του ήδη «όντος». Από τη στιγμή που οι εξ υποθέσεως μετασχηματιστικές δυνάμεις της «προόδου» δυσκολεύονται να ιεραρχήσουν τις προτεραιότητές τους διατυπώνοντας σαφή κριτήρια επιλογής ανάμεσα σε περισσότερα θεμελιώδη αιτήματα που δεν φαίνεται να μπορούν να υλοποιηθούν παράλληλα και ισοδύναμα, η στρατηγική και προταγματική ασάφεια που προκύπτει δεν μπορεί να μην έχει συνέπειες. Την πραγματικότητα αυτή δεν μπορούμε πια να την παραβλέπουμε. Είναι γεγονός ότι αν κάποτε οι «μεγάλες» λέξεις, τα σήματα και τα σύμβολα μέσα από τα οποία και με τα οποία μπορούσαμε να διαβάζουμε έναν υπό συνεχή αλλαγή κόσμο φαίνονταν να μιλούν με αδιάβλητη ευκρίνεια, μοιάζουν πλέον με γρίφους ή με έωλα ίχνη μιας απρόσιτης «αλήθειας». Ετσι, σαν τον Τζιακομέττι το 1930, που, μετά την ολοκλήρωση ενός γλυπτού που αποκαλεί Η ώρα των ιχνών, αναρωτιόταν «ποιο θα μπορούσε να είναι το νόημα ενός έργου που προκύπτει από μετασχηματισμούς και μεταθέσεις εικόνων, μορφών και γεγονότων που δεν μπορεί να προσδιορίσει ούτε ο ίδιος», αφέθηκα και εγώ να περιπλανηθώ στους μαιάνδρους της ριζικής αβεβαιότητας που με διακατέχει. Η ίδια η πράξη της γραφής μοιάζει να υπακούει σε ένα αόρατο χέρι που δεν καθοδηγεί μόνον τα πράγματα αλλά και τους όρους με τους οποίους τα προσλαμβάνω.
Η ύψιστη ίσως ειρωνεία του νεωτερικού πολιτισμού και ακόμα περισσότερο του Διαφωτισμού συνίσταται στο ότι επέτρεψε τελικώς την έντεχνη απόκρυψη των πραγματικών εξουσιών πίσω από αδιαπέραστα πέπλα αδιαφάνειας. Στα πλαίσια αυτά ακριβώς δομήθηκε ένα υπό συνεχή εξέλιξη εξουσιαστικό σύστημα που, για πρώτη φορά στην Ιστορία, δεν «χρειάζεται» πια ούτε να παράγει χρησμούς ούτε να ομιλεί ούτε να αξιολογεί ούτε να εξηγεί ούτε καν να εκλογικεύει. Από τη στιγμή που μπορεί να αναγνωρίζεται ως η μόνη δυνατή ή ίσως και η μόνη νοητή πηγή ορατών, κατά τεκμήριον αξιόπιστων και πρακτικά υλοποιήσιμων «κανόνων», το «σύστημα» αυτό δεν φαίνεται ούτε να απειλείται από τους τυχόν αντιφρονούντες ούτε να πτοείται από τις οποιεσδήποτε εσωτερικές αντιφάσεις του.
Σε αυτό ακριβώς αναφέρεται ο τίτλος του βιβλίου. Ο απρόσωπος και αόρατος Λεβιάθαν βρίσκεται παντού και πουθενά. Είναι απλώς ένα πανίσχυρο «σύστημα» που λειτουργεί σαν αυτόματο καλοκουρδισμένο «μηχάνημα» που θυμίζει εκείνο που περιγράφεται από τον Κάφκα στο διήγημα Στη σωφρονιστική αποικία. Σε έναν κόσμο όπου κανείς πια δεν γνωρίζει και δεν εντέλλεται να γνωρίζει ούτε το «δέον» ούτε τα καθήκοντά του ούτε τα λάθη, τις παραλείψεις, τις αβλεψίες ή τα εγκλήματά του, το «μηχάνημα» – που ακούει στο όνομα «Σβάρνα» – δεν χρειάζεται να έχει δικές του επιθυμίες, επιδιώξεις ή υστεροβουλίες. Υπάρχει με μόνο στόχο να είναι σε θέση να εγχαράσσει στα σώματα των (αθώων ή ένοχων) «υπόδικων» την εντολή «τίμα τους ανωτέρους σου», που δεν είναι άλλοι από τους αόρατους, ανώνυμους, ίσως όμως και ανύπαρκτους χειριστές της ίδιας της εφιαλτικής μηχανής. Παρόλο που τα σώματα εξακολουθούν να ανήκουν σε ανθρώπους με σάρκα και οστά, όλοι είναι ριγμένοι στο έλεος μιας μετα-ανθρώπινης εξουσίας που ούτε αξίες επικαλείται ούτε πηγή έχει ούτε νομιμοποίηση χρειάζεται. Μιας αδέκαστα τυφλής εξουσίας που αρκείται απλώς στο να ασκείται, δηλαδή στο να «υπάρχει».
Ο κ. Κωνσταντίνος Τσουκαλάς είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, docteur es Lettres et Sciences Humaines στο Πανεπιστήμιο Παρισίων και επίτιμος διδάκτωρ στα Πανεπιστήμια Κρήτης και Πελοποννήσου.