Κατά τις προεκλογικές δεσμεύσεις της η κυβέρνηση έφερε προς ψηφοφορία, καθιστώντας την νόμο του κράτους, τη φιλοσοφία της για τους όρους και τη μέθοδο της αντιπροσώπευσης των κομμάτων στο κοινοβούλιο. Πώς όμως αξιολογείται;
Στα θετικά του νέου εκλογικού νόμου είναι ότι καθιστά παρένθεση τη συριζαίικη ολοσχερή αναλογική. Ας ξεχάσουμε τα παλαιόθεν γνωστά ελαττώματα αυτού του συστήματος. Πράγματι και στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες του μεσογειακού Νότου έδωσε κυβερνήσεις ολιγόμηνης μέσης διάρκειας… Κατέστησε πρωθυπουργούς πολιτικά ανύπαρκτες προσωπικότητες, όπως παρ’ ημίν τον Αλ. Ζαΐμη, ή ηγέτες κομμάτων του 2%, όπως στην Ιταλία τον Τζ. Σπαντολίνι κ.ο.κ. Οδήγησε σε συγκυβερνήσεις ετερόκλητων πολιτικών δυνάμεων, χωρίς προγραμματικές συγκλίσεις, ή σε εναλλαγές κυβερνήσεων διαμετρικά αντίθετου ιδεολογικού προσανατολισμού με την ίδια λαϊκή ετυμηγορία (κυβέρνηση Αντουάν Πινέ και Π.-Μ. Φρανς στην 4η Γαλλική Δημοκρατία κ.ο.κ.). Και σήμερα η Ισπανία με αλλεπάλληλες εκλογές αναζητεί κυβερνητική σταθερότητα χωρίς να τη βρίσκει. Στην Ολλανδία συχνά χρειάζεται πάνω από χρόνο μετά τις εκλογές για να συγκροτηθεί πολιτική κυβέρνηση (εκεί όμως η κοινωνία αυτορρυθμίζεται και χωρίς πολιτική καθοδήγηση του κρατικού μηχανισμού: μόνο 2% καθυστερούν την πληρωμή των λογαριασμών κοινής ωφελείας, έναντι 30% στη χώρα μας. Και εκεί δεν υπάρχουν ελλείψεις αντικαρκινικών φαρμάκων στα δημόσια νοσοκομεία)… Το Ισραήλ επίσης ταλαιπωρείται πολλαπλώς. Οι περισσότερες σκανδιναβικές κυβερνήσεις είναι κοινοβουλευτικής μειοψηφίας, ήδη σε αυτές προ ημερών προστέθηκε και η Νορβηγία, ενώ αυτός ο λεγόμενος «αρνητικός κοινοβουλευτισμός» λειτουργεί σχεδόν αδιαλείπτως τα τελευταία 50 χρόνια στη Δανία. Φαντάζεσθε παρ’ ημίν; Τέλος, ο έμμεσος υπαινιγμός του Τσίπρα πως οι επόμενες «αναλογικές» εκλογές θα οδηγούσαν σε συγκυβέρνηση με ΚΚΕ και Βαρουφάκη, θα προκαλούσε φρίκη αν δεν αντιμετωπισθεί ως εκδήλωση του γνωστού πολιτικού αμοραλισμού του άνδρα.
Στα αρνητικά του νέου εκλογικού νόμου είναι, αντίθετα, ότι προβλέπει εκλογή σχεδόν του συνόλου των βουλευτών σε πολυεδρικές περιφέρειες. Εδώ ο όρος με την έννοια των μη μονοεδρικών, οι οποίες, κατά την άποψή μου, θα έπρεπε για πολλούς λόγους να αποτελούν τη γεωγραφική βάση ανάδειξης της πλειονότητας των αντιπροσώπων του έθνους. Ας μην πάει το μυαλό σας στο – ασφαλώς προβληματικό – πλειοψηφικό βρετανικού τύπου. Υπάρχει η παραλλαγή του γερμανικού – χωρίς τη σχεδόν ολοσχερή αναλογικότητά του – που είχαμε επεξεργαστεί το 2009 με Ηλία Νικολακόπουλο, Νίκο Αλιβιζάτο, Θόδωρο Χατζηπαντελή, Φίλιππο Σπυρόπουλο κ.ά. Οι πολυεδρικές-μη μονοεδρικές περιφέρειες, αντίθετα, δεν καθιστούν μόνο περίπου αναπόφευκτη την προσφυγή στις «σταυρομαχίες», άρα και την πρόκληση εσωκομματικών εμφυλίων, καθώς και την παραγωγή ρουσφετολογίας και πελατειασμού (αφού η εναλλακτική λύση, δηλαδή η δεσμευτική λίστα α λα 1985, παράγει ασφαλώς πολύ περισσότερα προβλήματα). Οι πολυεδρικές-μη μονοεδρικές περιφέρειες οδηγούν επίσης σε έναν ιδιαίτερα προβληματικό, πολυσυλλεκτικό τρόπο συγκρότησης των κομματικών ψηφοδελτίων: υποψήφιοι που απευθύνονται σε ειδικές κοινωνικές κατηγορίες – π.χ. τον ποντιακό ελληνισμό, τους οπαδούς ποδοσφαιρικών συλλόγων, τους ομοφυλόφιλους, τους τηλεθεατές ειδικού τύπου εκπομπών κ.ο.κ. – εύλογα εξαρτώνται εν πολλοίς από αυτές, νιώθουν επομένως πως ανήκουν περισσότερο σε άλλες ταυτίσεις παρά στο κόμμα τους και μπορούν να υπονομεύσουν τόσο τη συνοχή των κομμάτων όσο, κατά προέκταση, την κυβερνητική σταθερότητα. Για να μη μιλήσουμε για την παραγωγή, εξ αυτού του λόγου, «υποκομμάτων» ή «ενδοκομμάτων» (π.χ. μητσοτακικοί, καραμανλικοί, σαμαρικοί) που οδηγεί σε περίεργες εσωκομματικές ασκήσεις ισορροπίας.
Στα αρνητικά του νέου εκλογικού νόμου επίσης είναι ότι χωρίς λόγο, αφού δεν επετεύχθη η διακομματική υπερψήφισή του, δυσκολεύει την κυβερνησιμότητα της χώρας, μικραίνοντας τις περισσότερες φορές την υπερεκπροσώπηση του πρώτου κόμματος. Το παλαιό bonus για το πρώτο κόμμα – που εσφαλμένα αναφέρεται ως 50 εδρών, ενώ ήταν πολύ λιγότερων, μόλις 28 στις τελευταίες εκλογές – μόνο υπερβολικό δεν ήταν: Το 1989 με την αναλογική d’Hondt ο Φελίπε Γκονζάλες κατέκτησε μονοκομματική πλειοψηφία με 39,5%, παίρνοντας αναλογικά μεγαλύτερη υπερεκπροσώπηση από όση συνήθως έδινε ο δικός μας νόμος με τις 50 πλειοψηφικές έδρες σε εθνική κλίμακα. Το πρόβλημα του παλιού νόμου, λοιπόν, βρισκόταν κυρίως στο ότι αυτό το – λογικό – bonus ήταν εξαιρετικά «απότομο», παρεχόμενο ολόκληρο στο πρώτο κόμμα, χωρίς συνεκτίμηση της διαφοράς του από το δεύτερο, εξαρτώμενο δηλαδή ουσιαστικά από μία ψήφο διαφορά, κάτι που οδηγούσε σε ακραία πόλωση, καθώς και σε παροχολογία, άρα συνακόλουθα σε «χαζοχαρούμενη δημοσιονομία».
Συμπέρασμα: Το πολιτικό έγκλημα της κυβέρνησης Μητσοτάκη – αφού δεν είχε την «υπερβατική» τόλμη να υιοθετήσει την παραλλαγή μας του γερμανικού, η οποία προέβλεπε και πλήρη κατάργηση του σταυρού προτίμησης – συνίσταται στο ότι δεν προέκρινε τα εκλογικά συστήματα των πρώτων χρόνων της Μεταπολίτευσης. Αυτά ήταν λιγότερο πολωτικά, αφού η υπερεκπροσώπηση του πρώτου κόμματος εξηρτάτο – και – από τη διαφορά του από το δεύτερο. Παράλληλα, όμως, και κυβερνησιμότητα διασφάλιζαν: Ακόμη και μετά την – διευρύνουσα την αναλογικότητα – εισαγωγή της ρήτρας του +1 το τότε σύστημα έδωσε υπερεκπροσώπηση στο πρώτο κόμμα 15,5 εκατοστιαίες μονάδες το 1977 (όταν η διαφορά του από το δεύτερο ήταν περίπου 17 μονάδες). Ο Πρωθυπουργός μάλλον ατύχησε στην επιλογή των εκλογικών του συμβούλων, μολονότι διαθέτει στο επιτελείο του τον καλύτερο ίσως όλων, τον Πάνο Σταθόπουλο (που είχε κάνει σχετική διδακτορική διατριβή υπό την εποπτεία του Ηλία Νικολακόπουλου και δευτερευόντως τη δική μου…).
Ο κ. Θανάσης Διαμαντόπουλος είναι ομότιμος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης. (Θα συζητήσει για τον εκλογικό νόμο με τον υφυπουργό κ. Θοδωρή Λιβάνιο και τους καθηγητές κ.κ. Ηλία Νικολακόπουλο και Θόδωρο Χατζηπαντελή την Τρίτη 4/2, ώρα 6.00 μ.μ., στο Μέγαρο Θεοχαράκη, σε εκδήλωση του Ινστιτούτου Δημοκρατίας «Κωνσταντίνος Καραμανλής»).