Oι 261 ψήφοι υπέρ της Κατερίνας Σακελλαροπούλου, νέας Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας, φέρνουν ξανά στον νου το δίλημμα συναίνεση/σύγκρουση και την ταραχώδη συζήτηση που το συνοδεύει. Η συζήτηση κρατάει χρόνια και έχει περίπλοκες προεκτάσεις μέσα στη θεωρία της δημοκρατίας, πράγμα λογικό άλλωστε. Σχηματικά, υπάρχει μια ισχυρή παράδοση – με διάφορες διακλαδώσεις – που επιμένει ότι οι συναινέσεις είναι και πρέπει να είναι εξαιρέσεις στην πολιτική ζωή των δημοκρατικών κοινωνιών. Γιατί; Διότι, λένε, η δημοκρατία είναι κυρίως διαφωνία και σύγκρουση, ενώ όλες οι αυταρχικές εξουσίες επιζητούν τη συρρίκνωση των διαιρέσεων και την τεχνητή ενοποίηση της κοινωνίας.
Παρά το γεγονός ότι στη χώρα μας (και αλλού) έχουμε ταυτίσει τον κεντρώο φιλελευθερισμό και την «αστική πολιτική» με την ιδεολογία της συναίνεσης ανάμεσα σε ορθολογικά υποκείμενα για την αναζήτηση μιας «μέσης λύσης», η διαφωνία και ο αντίλογος έχουν πολύ μεγάλη αξία στον φιλελευθερισμό: μια κοινωνία που τα άτομα και οι θεσμοί θα μοιράζονταν τις ίδιες αξίες ή θα συμφωνούσαν σε μια στάση ζωής είναι αδιανόητη στη φιλελεύθερη παράδοση, ενώ το ίδιο όραμα, η βαθιά δηλαδή κοινωνική ενότητα και αρμονία, κατέχει περίοπτη θέση στους ιστορικούς ριζοσπαστισμούς.
Παρ’ όλα αυτά, η επιμονή στην ταύτιση της δημοκρατίας με τη σύγκρουση δεν έχει σχέση με την αναγνώριση της διαφωνίας ως πολύτιμου πόρου μιας ελεύθερης κοινωνίας. Αν πάμε από τη θεωρία στις κοινωνικές πρακτικές της δημοκρατίας, η κουλτούρα της σύγκρουσης καταλήγει συχνά στην ιδεολογικοποίηση όλων των πλευρών της καθημερινότητας. Οταν κάποιος παρουσιάζει την πολιτική μονοσήμαντα ως ανταγωνισμό χάνει από το βλέμμα την άλλη της διάσταση: το γεγονός ότι η πολιτική ρυθμίζει ζητήματα του κοινού μας βίου και χτίζει θεσμούς μιας πολιτικής κοινότητας. Αν η πολιτική κοινότητα οργανώνει τις διαφορές και τις αντιθέσεις – και δεν έχει έτσι καμιά σχέση με την ψευδο-ομόνοια και την ομοιομορφία των αυταρχικών καθεστώτων – χρειάζεται, παρ’ όλα αυτά, τον αυτοπεριορισμό των συγκρουόμενων μερών και μια αίσθηση για το κοινό πλαίσιο και τους κανόνες του.
Η εμμονή στον ενικό αριθμό του διλήμματος «συναίνεση ή διαφωνία» μπορεί να έχει κάποιο μεταφυσικό ενδιαφέρον, δεν λύνει όμως το θέμα της καλύτερης δημοκρατικής ζωής. Ο συλλογισμός έτσι πως οι δημοκρατίες μας θα ξεπεράσουν τις κρίσεις τους αν εγκαταλείψουν το ιδεώδες της συναίνεσης πάσχει από αφέλεια: διότι μια δημοκρατία μπορεί να κουράζεται και να φθείρεται από κάποιες κακές συναινέσεις (λ.χ. στη διαιώνιση του παλαιοκομματισμού, στις πολιτικές τής ευκολίας, στα «καρτέλ» διαφόρων ελίτ) αλλά την τραυματίζει και την αδειάζει από νόημα και ο στομφώδης αρνητισμός που παγιώνεται σε μια κουλτούρα κάθετης σύγκρουσης και ιδεολογικοποίησης των πάντων.
Από καιρό, επίσης, οι περισσότερες χώρες στην Ευρώπη έχουν μπει σε τροχιές πολιτικής αστάθειας και εύθραυστων ισορροπιών. Δεν βρισκόμαστε στα χρόνια των ανθεκτικών, πλειοψηφικών συναινέσεων – ανάμεσα στους δύο αστικούς πόλους Κεντροαριστεράς και Κεντροδεξιάς – αλλά στην εποχή των εκβιαστικών τριβών, των αλλόκοτων συμμαχιών και του καιροσκοπικού πάθους. Ζούμε μια εποχή κατακερματισμών δίχως να έχουν εμφανιστεί σοβαροί άξονες ανασύνθεσης στην πολιτική, και αυτό δεν παραπέμπει καθόλου σε μια καταπιεστική ορθολογική συναίνεση που καταπνίγει την πολιτική ζωή. Αντιθέτως: κερδίζουν καθημερινά έδαφος η χαοτική αποδιοργάνωση και οι μέτριες έως ανερμάτιστες πολιτικές κατασκευές που απειλούνται από λαϊκιστικά επεισόδια και «αντιπολιτικά» ρήγματα. Αυτή η διεθνής τάση μπορεί να μετριάζεται ή να δείχνει σημάδια υποχώρησης σε διάφορες χώρες (και στη δική μας), όμως φαίνεται να συντονίζεται περισσότερο με τη γενικότερη ευπάθεια των καπιταλισμών της παγκοσμιοποίησης.
Αν σταθούμε σε επιμέρους χώρες και στα προβλήματα που τις απασχολούν, θα δούμε έτσι ότι δεν «ταλαιπωρούνται» από υπερβολική σταθερότητα και καταπιεστική ομοιογένεια, αλλά από διαιρέσεις γύρω από πολλά ζητήματα, τη μετανάστευση, τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης, την αποτίμηση των περιβαλλοντικών κινδύνων, τις αλλαγές στα εκπαιδευτικά τους μοντέλα. Και φυσικά, παρά το ότι μιλάμε πάντοτε για απάθεια και κάμψη του πολιτικού ενδιαφέροντος, η εχθροπάθεια και οι πόλεμοι γνώμης σφραγίζουν την εποχή των κοινωνικών μέσων.
Οπως και στην πρακτική πολιτική, έτσι και στη θεωρία, στήνουμε συχνά στον τοίχο έναν εχθρό που δεν υπάρχει πλέον ή που δεν είναι πια αυτό που ήταν πριν από δέκα, είκοσι ή τριάντα χρόνια. Στην ελληνική Δημοκρατία, άλλωστε, η «ορθολογική συναίνεση» δεν υπήρξε ποτέ ηγεμονικό ρεύμα. Ούτε το εδώ γραφειοκρατικό φαινόμενο αντανακλούσε κάποια δαιμονική γραφειοκρατική ορθολογικότητα καπιταλιστικού τύπου. Το να εγκωμιάζει έτσι κανείς τη διαφωνία και τη μη συναίνεση (ή να καυτηριάζει το φάντασμα μιας ανύπαρκτης «κανονικότητας») δεν λέει τίποτε για το πώς ανανεώνεται η δημοκρατική μας ζωή. Το βλέπουμε αυτό τώρα με τις κινητοποιήσεις και τις διαιρέσεις σε πολλές τοπικές κοινωνίες κατά της δημιουργίας νέων προσφυγικών δομών: τι άραγε προσθέτει στη δημοκρατία αυτό το Not in my backyard (όχι στη δική μου αυλή), που είναι το 90% των σημερινών «κινηματικών» δράσεων; Και γιατί σε ορισμένα κρίσιμα θέματα να μην είναι προτιμότερη η συμφωνία από τη σύγκρουση;
Αν πάει κανείς στα συγκεκριμένα – σε απόσταση από μια γενική φιλοσοφία της δημοκρατίας και της πολιτικής – αντιλαμβάνεται ότι, κατά περίπτωση, ορισμένες διαιρέσεις εξασθενίζουν την πολιτική κοινότητα και τρέφουν διαφόρους κινδύνους, λ.χ. τον κίνδυνο της αυθαιρεσίας και της πολιτικής βίας. Μπορεί λοιπόν κανείς να πει «ναι» σε κάτι, χωρίς να χρειάζεται πεντακόσιες λέξεις σκεπτικό για να δείξει ότι γι’ αυτόν η σύγκρουση και η μάχη αποτελούν την πεμπτουσία της πολιτικής. Τελικά, οι 261 ψήφοι υπέρ της Κατερίνας Σακελλαροπούλου έδειξαν ότι η περίφημη θεατρικότητα της σύγκρουσης δεν είναι πάντα αναγκαία, ούτε σώζει τη δημοκρατία από τις σκιές της.
Ο κ. Νικόλας Σεβαστάκης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ.