θόρυβη ίσως, κάποιοι ενδεχομένως θα έλεγαν συμβολικής μόνο σημασίας, υπήρξε ωστόσο η πιο ποιοτική, η πιο ελπιδοφόρα, η πιο «μετά γνώσεως λόγου» επιλογή του σημερινού Πρωθυπουργού για δημόσιο λειτούργημα. Πίσω από ένα πρόσωπο πρωτίστως «λαμπερό», μιντιακό, διεθνώς προβεβλημένο, σε κάποιον βαθμό αμφιλεγόμενο, που ανήκει στον πυρήνα της εθνικής πλουτοκρατίας, στην επιτροπή προετοιμασίας για τον εορτασμό της εθνικής παλιγγενεσίας του τόπου η κυβέρνηση αξιοποίησε το πιο σημαντικό άυλο εθνικό κεφάλαιο που διαθέτει η χώρα: δεν υπήρξε μεγάλο πνευματικό ανάστημα της πατρίδας μας που δεν αξιοποιήθηκε στην επιτροπή, δημιουργώντας τη βάσιμη ελπίδα – όσο και αν πάντα υπάρχει ανησυχία για το πώς μπορεί να λειτουργήσει μια τόσο πολυμελής επιτροπή· «καμήλα είναι ένας γάιδαρος σχεδιασμένος από επιτροπή» έχει άλλωστε χαρακτηριστικά λεχθεί – ότι αυτή η επέτειος θα αξιοποιηθεί θετικά για την εξαιρετικά πολύτιμη ανάπτυξη της εθνικής μας αυτογνωσίας. Και δεν θα εκφυλιστεί σε δεκάρικους πατριωτικούς για την «πολεμική αρετή των Ελλήνων» και άλλα ανάλογα ή ευτελή…
Παρέχεται, λοιπόν, μια τεράστια ευκαιρία για την προώθηση της κριτικής ματιάς του ελληνικού λαού στο ιστορικό παρελθόν του και στην ανάπτυξη της εθνικής αυτογνωσίας του. Δεν λέω πως πρέπει να επιδοθούμε σε μια άσκηση αυτομαστιγώματος. Αλλά τις επιτυχίες μας τις γνωρίζουμε. Είναι γνωστό τοις πάσι το ότι βρεθήκαμε κάθε φορά – ενίοτε κόντρα στη λαϊκή επιθυμία(!) – στην καλή πλευρά της Ιστορίας… Το ότι πολλάκις αυξήσαμε τα εθνικά μας σύνορα – ενίοτε άνευ πολέμου, λόγω σωστών διπλωματικών κινήσεων -, χωρίς σχεδόν ποτέ να χάσουμε κεκτημένο εθνικό έδαφος… Το ότι δεν συμπεριλάβαμε απλώς εντός εθνικών συνόρων το μεγαλύτερο μέρος του ελληνισμού, αλλά του προσφέραμε και ένα δυτικού επιπέδου επίπεδο ζωής, χαρακτηριστικό δείγμα του οποίου είναι το επιτευχθέν χαμηλό επίπεδο παιδικής θνησιμότητας… Το ότι αναδείξαμε κάποιους παγκόσμιας εμβέλειας πνευματικούς γίγαντες (έστω και αν ορισμένους εξ αυτών, όπως τον Κορνήλιο Καστοριάδη ή τον Παναγιώτη Κονδύλη, δεν τους αξιοποιήσαμε εντός συνόρων) κ.ο.κ.
Η ύπαρξη, αντίθετα, τέτοιων πνευματικών προσωπικοτήτων στην επιτροπή συνιστά ευκαιρία προκειμένου να αναρωτηθούμε, με διάθεση διορθωτική και αυτοβελτιωτική, τι και γιατί δεν πήγε καλά. Ειδικότερα…
Γιατί, έχοντας τόσα γεωπολιτικά και άλλα πλεονεκτήματα (το αρχαίο κλέος, τις ακτογραμμές, την προνομιακή γεωγραφική θέση κ.ο.κ.), πτωχεύσαμε τόσες φορές;
Γιατί αναπτύξαμε την ελληνική ευρεσιτεχνία – και πόσο συνδέεται και με τις πτωχεύσεις αλλά και με τις δυσλειτουργίες του πολιτικού μας συστήματος – του περιβόητου σταυρού προτίμησης; Και γιατί η εκλογική μας νομοθεσία έφτασε να αναφέρεται στη διεθνή βιβλιογραφία – Ljiphart κ.λπ. – ως παράδειγμα προς αποφυγή;
Γιατί τόσες φορές ο ελληνικός στρατός και στη δημόσια ζωή παρενέβη και, κάποιες στιγμές, και ως στρατός κατοχής λειτούργησε, και ως ένστολο συνδικάτο έδρασε;
Γιατί, γενικότερα, διαιρεθήκαμε τόσες φορές και τόσο βαθιά; (Δεν το λέω με την κρυφή βλέψη να γίνει σχολικό εγχειρίδιο το έργο μου «10 και μία δεκαετίες πολιτικών διαιρέσεων», πιστέψτε με, ξέρω πως αυτό δεν θα συμβεί ποτέ…)
Γιατί τα τελευταία χρόνια η Δικαιοσύνη του τόπου εν πολλοίς λειτουργεί ως αυτοϋπηρετούμενο συνδικάτο τηβεννοφόρων, που στην κοινωνία προσφέρει μόνο αρνησιδικία; (Κατά 90% – !!! – μειώθηκαν το 2015 οι αναβολές δικών, οπότε νομοθετικώς προβλεπόταν – θύμα του Τσίπρα και η σχετική ρύθμιση – πως, επί αναβολής υπόθεσης, αυτή εκδικάζεται υποχρεωτικώς από την αναβάλλουσα δικαστική σύνθεση.)
Γιατί η παιδεία υποβαθμίζεται παράλληλα με τον πολλαπλασιασμό των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων;
Γιατί δημιουργήθηκε τέτοιου επιπέδου – πολιτισμοκτόνος – τηλεοπτικός Τύπος και γιατί είχε δίκαιο ο πατέρας μου, που ήδη το 1946 αποκαλούσε κάποιους δημοσιογράφους «οργανωμένη σπείρα εκβιαστών νομίμως λειτουργούσα»;
Γιατί, αντί να δημιουργήσουμε έναν περιεκτικό/«inclusive» θεσμικό πατριωτισμό, δύο φορές θεσμοθετήσαμε – Κατοχυρωτικό το 1924, Ιδιώνυμο το 1929 – την ποινική δίωξη των αλλόγνωμων…
Γιατί κυριάρχησε σε τέτοιο βαθμό η αναξιοκρατία; (Σε μια χώρα όπου ο κάθε χαρτογιακάς στρατολόγος του ΠΝ ή του Λιμενικού – από αυτούς που δεν έριξαν φωτοβολίδες στο Μάτι – γίνεται ναύαρχος, στον βαθμό αυτόν δεν έφτασε ο εθνικός ήρωας Ν. Βότσης, που δεν συντάχτηκε με την επανάσταση Πλαστήρα…)
Πώς ανακηρύχτηκε σε πατέρα της δημοκρατίας στον Μεσοπόλεμο ένας αρκάς/γορτύνιος πολιτικός που στην πραγματικότητα εισήγαγε την απόλυτη στρατοκρατία στον δημόσιο βίο, λειτουργώντας μάλλον ως «προαγωγός» του δημοκρατικού πολιτεύματος;
Πώς ο μεγάλος Ελευθέριος Βενιζέλος, ο άνθρωπος που κατεγράφη, λόγω των βασιλικών παρεμβάσεων του 1915, ως ο υπερασπιστής του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος, όχι μόνο ξεκίνησε το φθινόπωρο του 1910 την εθνική του καριέρα με ένα οιονεί αντικοινοβουλευτικό πραξικόπημα, αλλά και, μετά τον Ιούνιο του 1917, εγκαθίδρυσε το πιο τυραννικό καθεστώς που γνώρισε ποτέ ο τόπος;(«Αστό λενινιστή» τον αποκαλεί ο σημερινός Βενιζέλος).
Γιατί – ενώ ο Σοπενχάουερ έγραψε πως ο γιατρός βλέπει τον άνθρωπο σε όλη του την αδυναμία, ο δικηγόρος σε όλη του την κακία και ο θεολόγος σε όλη του τη βλακεία – για μας ισχύει πως ο πολιτικός βλέπει τον έλληνα πολίτη σε όλη του την αμνησία, όλη του την ακρισία, όλη του τη βουλησιαρχία;
Πόσα, μα πόσα πολλά «γιατί» πρέπει, λοιπόν, να απαντήσει αυτή η υπέροχη επιτροπή για να συμβάλει ουσιαστικά στη βελτίωση ενός λαού που, παρά τα ελαττώματά του, μόνο για πέταμα δεν είναι…
Καλή χρονιά, καλή δεκαετία – αν θεωρήσουμε πως αρχίζει εφέτος – και ευχαριστούμε, Θάνο Μικρούτσικε…
Ο κ. Θανάσης Διαμαντόπουλος είναι ομότιμος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης.